Περιγραφή
— Δώσ’ μου μιας δραχμής τσιγάρα! είπε προστακτικά.
Η Λενιά του ’ριξε μια δεύτερη περιφρονητική ματιά, βούτηξε το χέρι της μέσα στην κούτα με τα χύμα τσιγάρα, έβγαλε τρία και του τα απίθωσε στα χέρια. Σίμωσε το πρόσωπό του κοντά της και σχεδόν ψιθυριστά της είπε:
— Τα λεφτά θα σου τα φέρω μόλις πουλήσω τα κάρβουνα.
Έκατσε πάλι στον καναπέ κι άναψε το πρώτο τσιγάρο. Ρούφηξε λαίμαργα κι ο καπνός ανέβαινε ψιλόλιγνος στο ταβάνι. Με την καύτρα του πρώτου τσιγάρου, άναψε το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αφού κάπνισε και τα τρία τσιγάρα, πλησίασε στο τεζιάκι που στεκόταν η Λενιά.
— Δώσε μου άλλα τρία! είπε.