Πανσέληνος Δεκεμβρίου, η Παγωμένη Πανσέληνος
Μερικά πράγματα συμβαίνουν τελείως
απρογραμμάτιστα, έτσι, στα ξαφνικά κι ανεπάντεχα. Οδηγούσα
το τζιπ ελέγχοντας την ταχύτητα, μην τολμώντας ν’
ανεβοκατεβάσω τις στροφές της μηχανής. Το εξωτερικό
θερμόμετρο του αυτοκινήτου έδειχνε -30 κι αυτό από μόνο του
ήταν αρκετό να με κάνει ιδιαίτερα προσεχτικό, γιατί πάντα
υπήρχε περίπτωση σε κάποιο ανήλιο σημείο του δρόμου να
συναντήσω πάγο. Παρ’ όλη την «τετρακίνηση» του
αυτοκινήτου, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να χάσω τον έλεγχο και
να βγω από τη σχετική ασφάλεια του δημόσιου δρόμου.
Είχε ήδη σκοτεινιάσει, όταν πέρασα τη γέφυρα του
Αλιάκμονα κι έστριβα δεξιά προς τα Πιέρια. Μια ελαφριά
ομίχλη με κύκλωνε σε όλη την ανάβαση, με τα φώτα του
αυτοκινήτου, να προσπαθούν μάταια να τη διαλύσουν. Σε κάθε
στροφή, η αντανάκλαση των προβολέων, μου έπαιζε
ανεπάντεχα παιχνίδια, καθώς ερέθιζε τη φαντασία μου, με τις
φωτοσκιάσεις.
Μετά από λίγα χιλιόμετρα ανάβασης, τα χιόνια δεξιά
κι αριστερά του δρόμου πύκνωναν και σε λίγο έγιναν μόνιμο
«ντεκόρ» του τοπίου. Στον ορεινό αυτοκινητόδρομο δεν
υπήρχε καθόλου κίνηση. Ελάχιστα ήταν τα αυτοκίνητα που
συνάντησα και όλα στο αντίθετο ρεύμα, να κατεβαίνουν
προσεχτικά προς τα πεδινά. Παρ’ όλο που τη συγκεκριμένη
διαδρομή, την έκανα καθημερινά εδώ κι αρκετά χρόνια, η
ομίχλη, σε συνδυασμό με τη χιονόστρωση, έκανε το
περιβάλλον τοπίο τελείως άγνωστο σε μένα και σε μερικές
περιπτώσεις σχεδόν απόκοσμο.
Το ραδιόφωνο έπαιζε ροκ μουσική, με παλιά κομμάτια,
που μου άρεσαν ιδιαίτερα, μέχρι που σταμάτησε τη μουσική
για την εκφώνηση ειδήσεων. Άκουγα βαριεστημένος περίληψη
των γεγονότων της ημέρας, χωρίς να έχω το παραμικρό
ενδιαφέρον για ότι συνέβαινε στη χώρα μου και στον κόσμο.
Όταν όμως η γυναικεία φωνή του ραδιοσταθμού, αναφέρθηκε
στην πρόγνωση του καιρού, η προσοχή μου επικεντρώθηκε
στο δελτίο. Μιλούσε για αστροφεγγιά με αρκετά χαμηλές
θερμοκρασίες στα ορεινά. Τελειώνοντας ευχήθηκε να
απολαύσουμε την τελευταία πανσέληνο της χρονιάς.
Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι μου προς την ηλιοροφή του
αυτοκινήτου μου, ελπίζοντας να δω το ολόγιομο φεγγάρι.
Απογοητεύτηκα! Τα πάντα ήταν σκοτεινά, με την ομίχλη να
μην μου επιτρέπει να διακρίνω το παραμικρό.
«Άτυχος είμαι», σκέφτηκα, «με τόσο θολή ατμόσφαιρα
αποκλείεται να απολαύσω την πανσέληνο». Δεν ξέρω γιατί,
αλλά πάντα αυτό το φυσικό φαινόμενο, εξασκούσε μέσα μου
μια απίστευτα ισχυρή γοητεία.
Εκνευρισμένος με την ατυχία μου, πάτησα το πλήκτρο
του ραδιοφώνου, βάζοντας σε λειτουργία το CD που είχα
διαλέξει από την αρχή του ταξιδιού μου. Η καμπίνα του
αυτοκινήτου, πλημμύρισε με τις νότες από τη ροκ μπάντα που
μου άρεσε. Ανέβασα την ένταση και για λίγο οδηγούσα
ακούγοντας τους ρυθμούς μιας άλλης εποχής. Παίζοντας με τ’
ακροδάχτυλά μου πάνω στο τιμόνι, το τέμπο της μουσικής που
άκουγα, ο εκνευρισμός μ’ εγκατέλειψε και μια περίεργη
ευφορία με πλημμύρισε κι άρχισα να μουρμουρίζω το ρεφραίν
του τραγουδιού. Η διαδρομή έγινε σαφώς πιο ευχάριστη, όπως
και η διάθεσή μου. Μετά από συνεχόμενη ανάβαση μέσα στην
ομίχλη κατέβηκα απότομα αρκετά μέτρα αλλάζοντας απότομα
κλίση, ακολουθώντας την περίεργη κατασκευή του δρόμου και
άρχισα αμέσως μετά μια σχεδόν κατακόρυφη ανοδική πορεία.
Για μερικά λεπτά ταξίδευα μέσα σ’ ένα μουντό τοπίο, που στην
καλύτερη περίπτωση ήταν, αν όχι εχθρικό, τουλάχιστον
επικίνδυνο. Το γκρίζο που περιέβαλλε τη διαδρομή γινόταν
όλο και πιο σκούρο, τόσο σκούρο που ένιωθα τη νύχτα να με
τυλίγει.
«Σήμερα είναι η μικρότερη μέρα του έτους», είχε πει με
τη μελωδική φωνή της η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού
σταθμού πριν λίγα λεπτά.
«Ωχ!» σκέφτηκα, «πάλι ατελείωτη θα είναι η νύχτα»
αναλογιζόμενος το σκοτάδι που θα επικρατούσε έξω από το
σπίτι μου, δίπλα στο δάσος.
Εκείνη τη στιγμή άλλαξε άρδην το τοπίο. Βγήκα απ’ τις
συστάδες των δένδρων που δέσποζαν δεξιά κι αριστερά του
αυτοκινητόδρομου και μπήκα σε μια χορτολιβαδική έκταση με
πολλούς χαμηλούς θάμνους, κάτασπρους απ’ το χιόνι. Όλο το
τοπίο ήταν λευκό, καθώς το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα όλη
τη μέρα είχε σκεπάσει τα πάντα. Ως δια μαγείας η ομίχλη είχε
διαλυθεί, ενώ το απροσδιόριστα ασημοκίτρινο φως του
φεγγαριού πολλαπλασιαζόταν από την αντανάκλασή του πάνω
στους λευκούς κρυστάλλους του χιονιού. Το γκρίζο, το μουντό
και το σχεδόν σκοτεινό που συναντούσα μέχρι εκείνη τη
στιγμή, εξαφανίστηκε και είδα ένα λαμπερό φως να κυριαρχεί
παντού. Γοητευμένος από το γεγονός σταμάτησα στην άκρη
του δρόμου το αυτοκίνητο, τράβηξα το χειρόφρενο κι έσβησα
τα φώτα του. Δεν χρειαζόμουν τεχνητό φως. Έβλεπα τα πάντα
χωρίς προσπάθεια. Λογάριασα ότι ήταν 12 Δεκέμβρη
(δωδέκατος μήνας δηλαδή) λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, για
την ακρίβεια 12 λεπτά μετά. «Παράξενη συγκυρία του
αριθμού 12» σκέφτηκα κι αμέσως συνειδητοποίησα πως σε 12
μέρες θα γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα. «Σήμερα θα
απολαύσουμε την παγωμένη πανσέληνο», είχε πει λίγο πριν η
εκφωνήτρια του ραδιοσταθμού που άκουγα. Χαμογέλασα
ανόρεχτα, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω αυτή την παράξενη
σύμπτωση,
«Και γιατί θα πρέπει να την εξηγήσω;» σκέφτηκα.
«Mερικά πράγματα και γεγονότα καλό θα ήταν να τα
δεχόμαστε όπως είναι, χωρίς να προσπαθούμε να τα
ερμηνεύσουμε». Μ’ αυτές τις σκέψεις θαύμαζα το τοπίο. Η
σελήνη, τεράστια πάνω ακριβώς απ’ την πλαγιά του βουνού,
αφού φλέρταρε για λίγο με την βουνοκορυφή, τελικά
ακολούθησε το δικό της μονοπάτι αγέρωχη, αφήνοντας πίσω
της κάθε γήινο τοπίο. Έριχνε το κρύο φως της πάνω στο λευκό
χιόνι και στον σχεδόν διάφανο πάγο, με αποτέλεσμα να
πολλαπλασιάζεται η φωτεινότητα. Η νύχτα έγινε με μιας
σχεδόν μέρα ή για την ακρίβεια, ένα έντονα φωτισμένο
σούρουπο.
Διέσχισα τα λίγα χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μου. Στο
τζάκι βρήκα αναμμένα κάρβουνα από τα κούτσουρα που είχα
βάλει το πρωί. Με λίγα φρύγανα και ξερά κλαδιά, δυνάμωσα
τη φωτιά κι αμέσως πρόσθεσα μεγαλύτερα ξύλα. Το σπίτι χάρις
στη μόνωση και το τζάκι ήταν ζεστό. Ανέβηκα στον πάνω
όροφο κι έβγαλα στο μεγάλο μπαλκόνι μου μια πολυθρόνα.
Συνέδεσα με το ρεύμα την ηλεκτρική κουβέρτα και κάθισα
αναπαυτικά. Δεν ησύχασα. Κάτι μου έλειπε. Κατέβηκα στο
σαλόνι κι άρχισα να ψάχνω τις σκαλιστές πίπες που είχα
αγοράσει από την Πόλη. Αν και δεν κάπνιζα, οι σκαλιστές
πίπες ήταν ένα είδος φετίχ για μένα. Έψαξα για αρωματικό
καπνό στα κουτιά που κατά καιρούς αγόραζα, χωρίς ποτέ στην
ουσία να χρησιμοποιήσω. Τελικά δεν με ικανοποίησε κανένας.
Όλοι τους φαινόντουσαν «μπαγιάτικοι» και στεγνοί. Στράφηκα
προς το ντουλάπι που ο Μωχάμετ, ο πρώην συνεταίρος μου,
έβαζε τον καπνό του. Μέσα σ’ ένα βαζάκι βρήκα λίγο από τον
καπνό που χρησιμοποιούσε. Πήρα τον καπνό μαζί μ’ ένα
ποτήρι κι ένα μπουκάλι παλαιωμένη τσικουδιά, που μου είχαν
στείλει από την Κίσσαμο. Το βαζάκι ήταν ερμητικά κλειστό κι
ο καπνός είχε τη σωστή υγρασία. Γέμισα με προσοχή μια απ’
τις λευκές σκαλιστές πίπες μου, πήρα το κουτί με τα σπίρτα και
ανέβηκα ξανά στο μπαλκόνι μου. Κάθισα αναπαυτικά στην
πολυθρόνα, τυλίχτηκα με την ηλεκτρική κουβέρτα και άναψα
την πίπα μου.