Εχέμυθη Μυθομανία
Μανιαβός Παναγιώτης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


-γαρδένια-
Κλειστή και ντροπαλή
σε ονόμασα αμέσως γαρδένια.
Το νερό χορεύει στον ρυθμό
καθώς πέφτει στα φύλλα σου
και στάζει στο επόμενο και στο επόμενο.
Κρυστάλλινο, διάφανο νερό
ακούμπησε το χώμα και ξεδίψασες.
Κομψή και όμορφη
σε ονόμασα αμέσως γαρδένια.
Φυσάει,
χορεύεις στον ρυθμό του ανέμου
κι ας είσαι ριζωμένη.
-Ο μαρασμός δεν άργησε πολύ-
Σε παράτησα σε μια πορτοκαλί γλάστρα
έξω στο μπαλκόνι,
σε ξέχασα.
Τα φύλλα σου από πράσινα και ζωηρά
τώρα πέφτουν κίτρινα και νεκρωμένα
Μαραμένη και σκληρή
σε ονόμασα αμέσως γαρδένια.

-υπομονή-
Καλή μου άνοιξη
έλα κοντά μου
και γέμισε τα μαλλιά μου:
γεράνια, γαρύφαλλα, γέλιο, γλυπτά.
Κάνε με να δακρύσω με πλατύ χαμόγελο
και πλάσε τα χέρια μου σε ιδανικές διαστάσεις
ώστε να χωρέσουν κήποι και λιβάδια.
Αναρριχώμενος εγώ,
πάντα κρυμμένος στις σκιές,
σκαλοπάτια για κάθε ψέμα και οργή
κακοί, δειλοί, δραπέτες γιορτάζουν
και εγώ στη γωνία
με πότισαν και πνίγομαι.
Καλή μου άνοιξη
γιατί αργείς;
Δεν ξέρεις πως σαπίζουμε χωρίς εσένα;
Για να γίνει η γη γόνιμη ξανά, μου είπες,
θα περάσουν αιώνες,
αλλά θα σε γεννήσω χιλιάδες φορές ως τότε.
Κάτσε τώρα στο χώμα και περίμενε…

-κρέμασα λεβάντες ανάποδα-
Έχεις εισχωρήσει στη συνείδησή μου
όπως τα γλυκά νερά των ποταμών
στη θάλασσα
έχεις πάρει την καρδιά μου
όπως ο αέρας τα πανιά.
Ακόμη και στον καθρέφτη σε βλέπω
είσαι μια παγίδα
στον ουρανό σε βλέπω
στη γη σε βλέπω
με παγιδεύεις
και δεν με ξέρεις
ούτε εγώ.
Δεν σε γνωρίζω
ούτε θέλω να σε μάθω.
Δεν θέλω να χορεύουμε
δεν θέλω να βλέπουμε τον ήλιο να κοιμάται
και τη σελήνη να ξυπνά.
Δεν θέλω. Όχι.
Με έχεις στοιχειώσει
και ούτε που το ξέρεις.
Ψέματα λέω
θέλω να σε μάθω
θέλω να χορεύουμε
και να βλέπουμε τον ήλιο να κοιμάται
και τη σελήνη να ξυπνά
το θέλω.
Ήσυχη μορφή εσύ
ήρεμο βλέμμα
και το δέρμα σου απαλό
μεταξωτό φουλάρι.
Η φωνή σου άγνωστη
δεν ακούω, δεν μιλώ.
Σε γνώρισα στο ανθοπωλείο
ένα παράξενο λουλούδι.
Σε γνώρισα στη βιβλιοθήκη
ένα άγνωστο βιβλίο.
Σε γνώρισα στο δάσος
ένα ψηλό δέντρο.
Στο ανθοπωλείο
χάνομαι στη μυρωδιά σου.
Στη βιβλιοθήκη
στις λέξεις των ματιών σου.
Στο δάσος
στις ρίζες των ποδιών σου.
Είσαι υπό το ξόρκι της καταιγίδας
με ηλιόλουστη διάθεση
μία άβυσσος, ένα σκοτάδι
και στο κέντρο, ένα φως, εσύ.
Τώρα βρέχει και ο χρόνος δεν ξαναγυρνά.
Θέλω να σου μιλήσω
όμως δεν μπορώ.
Κλαίω και λυγίζω
όμως κάτι θα σου πω.
Θέλω να σου μιλήσω
όμως δεν μπορώ.
Και αν με δεις να σε κοιτάζω
θα έρθω να σου πω:
«κρέμασα λεβάντες ανάποδα για σένα!».