Περί ελευθερίας
Επίκτητος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


λεύθερος είναι αυτός που ζει όπως επιθυμεί. Αυτός που ούτε εξαναγκάζεται ούτε παρεμποδίζεται ούτε καταπιέζεται. Αυτός που τα ένστικτά του είναι ανεμπόδιστα και οι πόθοι πραγματοποιήσιμοι χωρίς παραστρατήματα. Και ποιος, άραγε, θέλει να ζει με λάθη;
– Κανένας.
– Ποιος θέλει να ζει εξαπατώμενος, να σφάλλει, να είναι άδικος, αχαλίνωτος, μεμψίμοιρος και ταπεινωμένος;
– Κανένας.
– Συνεπώς, κανένας ανήθικος δεν ζει όπως επιθυμεί κι άρα ούτε πραγματικά ελεύθερος. Ποιος θέλει να ζει μέσα στη λύπη, το φόβο, τη ζήλεια, τον οίκτο, την ανεκπλήρωτη λαχτάρα και τ’ αναπόφευκτα λάθη;
– Ούτε ένας.
– Κι επίσης, υπάρχει ανήθικος που να μη νιώθει λύπη, φόβο, που να μη σφάλλει ούτε να αποτυγχάνει;
– Κανένας.
– Άρα, ούτε και ελεύθερος είναι. Αν κάποιος αξιωματούχος ακούσει αυτά τα λόγια, και ύστερα προσθέσεις «Όμως, εσύ είσαι σοφός. Τίποτα από αυτά δεν αφορά εσένα» θα σε συγχωρέσει. Αν, όμως, του πεις την αλήθεια «Δεν διαφέρεις σε τίποτα από τους δούλους που έχουν πουληθεί τρεις φορές, γιατί δούλος είσαι κι εσύ» δύσκολα θα γλιτώσεις τον ξυλοδαρμό. «Πώς γίνεται εγώ να είμαι δούλος;» θα έλεγε. «Ο πατέρας μου είναι ελεύθερος, το ίδιο και η μητέρα μου και κανένας δεν έχει απόδειξη ότι με αγόρασε. Άσε που είμαι και συγκλητικός, φίλος του Καίσαρα, έχω διατελέσει ύπατος και έχω ο ίδιος πολλούς δούλους». Αρχικά, φίλε μου συγκλητικέ, ίσως και ο πατέρας σου να ήταν δούλος, κάτω από τον ίδιο ζυγό, το ίδιο και η μητέρα σου και ο παππούς σου και όλοι σου οι πρόγονοι. Έστω, όμως, ότι έχαιραν όλοι πλήρους ελευθερίας, αυτό τι σχέση έχει με σένα; Δεν μπορεί εκείνοι να ήταν ευγενικής καταγωγής, ενώ εσύ ταπεινής; Εκείνοι ατρόμητοι, ενώ εσύ δειλός; Εκείνοι εγκρατείς, ενώ εσύ ασύδοτος; «Και τι σχέση έχει» λέει «αυτό, με το να είναι κανείς δούλος;». Δεν σου φαίνεται πως το να κάνεις κάτι αναγκαστικά, χωρίς τη θέλησή σου, και μάλιστα αναστενάζοντας, έχει κάποια σχέση με το να είσαι δούλος; «Ας δεχτούμε πως έχει» θα πει. «Αλλά ποιος έχει την εξουσία να με αναγκάσει εκτός από τον κύριο όλων μας, τον Καίσαρα;» Άρα, παραδέχεσαι από μόνος σου πως έχεις τουλάχιστον έναν εξουσιαστή. Το ότι μας εξουσιάζει όλους, όπως λες, δεν πρέπει να σε παρηγορεί. Αντίθετα, πρέπει να καταλάβεις ότι είσαι δούλος σε ένα μεγάλο σπίτι. Έτσι και οι κάτοικοι της Νικόπολης συνηθίζουν να αναφωνούν: «Μα τον Καίσαρα, είμαστε ελεύθεροι».

Όμως, αν συμφωνείς, ας αφήσουμε προς το παρόν τον Καίσαρα και απάντησέ μου σε αυτό: Δεν ερωτεύτηκες ποτέ κάποια κοπελίτσα ή κάποιο αγόρι, δούλο ή ελεύθερο;
–Τι σχέση έχει αυτό με το αν είμαι δούλος ή ελεύθερος;
– Δεν έτυχε ποτέ η ερωμένη σου να σου ζητήσει κάτι που δεν ήθελες; Ποτέ σου δεν έκανες χάρη στη μικρή σου δούλα; Ούτε μια φορά δεν της φίλησες τα πόδια; Κι όμως, αν κανείς σε ανάγκαζε να φιλήσεις τα πόδια του Καίσαρα, θα το θεωρούσες προσβολή και τυραννία.

Λοιπόν, τι άλλο είναι δουλεία; Δεν έτυχε ποτέ να βγεις τη νύχτα, ενώ δεν ήθελες; Να ξοδέψεις χρήματα παρά τη θέλησή σου; Να μιλήσεις σε κάποιον βαρυγκομώντας και στενάζοντας; Να ανεχτείς κατηγορίες και απορρίψεις; Αν εξακολουθείς να μην παραδέχεσαι τα δικά σου από ντροπή, πρόσεξε τι λέει και κάνει ο Θρασωνίδης, που έχει συμμετάσχει σε τόσες εκστρατείες, ίσως περισσότερες κι από σένα. Πρώτα από όλα, βγήκε νύχτα μόνος του, μια φορά που ούτε ο δούλος του ο Γέτας δεν θα έβγαινε, και αν τον ανάγκαζε ο αφέντης του θα κραύγαζε και θα οδυρόταν για την πικρή του τη σκλαβιά.

Κι έπειτα, τι είπε; «Μια ασήμαντη κοπελίτσα με υποδούλωσε, έμενα που ποτέ δεν υπέκυψα στους εχθρούς». Δυστυχισμένος όποιος είναι δούλος μικρού κοριτσιού, πόσο μάλλον αν αυτό είναι ασήμαντο. Πώς λοιπόν εξακολουθείς να θεωρείς τον εαυτό σου ελεύθερο; Γιατί μιλάς με τις ώρες για τις εκστρατείες σου; Έπειτα ζητά ένα ξίφος και θυμώνει με αυτόν που δεν το έφερε θέλοντας να τον προστατέψει. Ύστερα, στέλνει δώρα σε αυτήν που τον μισεί, φοβάται, κλαίει και νιώθει περήφανος για την παραμικρή του επιτυχία. Αλλά και τότε, με τι τρόπο; Όποιος νιώθει επιθυμία ή φόβο δεν είναι ελεύθερος.

Τώρα σκέψου, με παράδειγμα τα ζώα, πώς μεταχειριζόμαστε την έννοια της ελευθερίας. Κάποιοι άνθρωποι εξημερώνουν, φυλακίζουν και ταΐζουν τα λιοντάρια ή και κυκλοφορούν μαζί τους. Ποιος όμως θα ισχυριζόταν πως ένα τέτοιο λιοντάρι είναι ελεύθερο; Δεν ισχύει, σε αυτήν την περίπτωση, πως όσο πιο ράθυμα ζει τόσο πιο υποδουλωμένο είναι; Και ποιο λιοντάρι, αν είχε αντίληψη και λογική, θα ευχόταν να ήταν σαν αυτά;

Ας αναλογιστούμε τώρα τα πτηνά. Όταν ζουν αιχμάλωτα και κλεισμένα σε κλουβιά, παρόλο που τα ταΐζουν, πόσα δεινά υποφέρουν προσπαθώντας να δραπετεύσουν! Μάλιστα κάποια από αυτά προτιμούν να λιμοκτονήσουν παρά να υπομείνουν αυτή τη ζωή. Όσα καταφέρουν να επιβιώσουν, ζουν βασανισμένα, και με τον καιρό εξασθενούν. Αν, δε, τύχει να βρουν κάποιο μικρό άνοιγμα, δραπετεύουν στο λεπτό. Τόσο πολύ λαχταρούν τη, δοσμένη από τη φύση, ελευθερία και το να ζουν αυτόνομα και ανεμπόδιστα. Κι εσύ τώρα ρωτάς «Πού είναι το κακό;». Μα τι λες; Η φύση μ’ έφτιαξε για να πετώ όπου θέλω, να τραγουδώ όποτε θέλω και να ζω στον καθαρό αέρα. Κι εσύ μου στερείς όλα αυτά και τολμάς να με ρωτάς «Πού είναι το κακό;».