Αλκυονίδες Νύχτες
Παπαδιόχος Βαγγέλης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Το καταφύγιο (που φθονούμε)

Πρέπει να υπάρχει βίωμα για να υπάρξει ποίηση,
ο νους να κυοφορεί αργά λέξεις και στίχους
που απ’ των αναμνήσεων τη γονιμοποίηση
γεννιούνται κι από μουσικές και ήχους·

ήχους που την ψυχή βαθιά αναστατώνουν
σαν τάνγκο εραστών παλιών σε υπόγειο μυστικό,
εκεί που στο ρυθμό του έρωτα ματώνουν·
εκεί που αναδύεται κάτι το ποιητικό.

Το πάθος κάνει τον πεζό λόγο ποιητικό,
η κάθε σκέψη μουσικά δονείται,
αρκεί η κάθε συλλαβή σκοπό μελωδικό
να έχει κι απ’ την ψυχή να εκφωνείται.

Το άσμα που έχει βάθος είναι ποίηση
κι η μελωδία απ’ την ψυχή στις λέξεις του περνά·
σ’ αυτή τη νέα διάσταση αν κάνουμε τη μύηση
τα πάντα βλέπουμε μεμιάς όμορφα, φωτεινά.

Ετούτη η μυστική ομορφιά είναι πιο δυνατή
από το πάθος της ψυχής κι από του νου το σφρίγος
γιατί η ουσία της ποίησης εν τέλει είν’ αυτή
σαν από μέσα μας περνά και νιώθουμε ένα ρίγος.


Παντούμ

Πολύχρωμη από δίπλα μου σαν πέρασε
μ’ όλα τα χρώματα της ίριδας ντυμένη
τη λάμψη του ουρανού όλη με κέρασε·
το γκρίζο δρόμο φώτισε μια όψη μαγεμένη.

Μ’ όλα τα χρώματα της ίριδας ντυμένη
προτού χαθεί μες στη βουή του κόσμου
το γκρίζο δρόμο φώτισε μια όψη μαγεμένη·
η μνήμη της καρφώθηκε εντός μου.

Προτού χαθεί μες στη βουή του κόσμου
σαν μελωδία απαλή που ξεκουράζει
η μνήμη της καρφώθηκε εντός μου
σαν δυνατός ρυθμός που σε τραντάζει.

Σαν μελωδία απαλή που ξεκουράζει
μου μίλησε μόλις την ξαναείδα,
σαν δυνατός ρυθμός που σε τραντάζει
μας έδεσε της μοίρας η αλυσίδα.

Μου μίλησε μόλις την ξαναείδα
κι οι νότες της γλιστρούσαν απ’ τα χείλη,
μας έδεσε της μοίρας η αλυσίδα·
δεν ήμασταν πια δέσμιοι στην ύλη.

Οι νότες της γλιστρούσαν απ’ τα χείλη,
έγιναν οι φωνές μας πουλιών άσματα,
δεν ήμασταν πια δέσμιοι στην ύλη
στων ανοιχτών λιοτρόπιων τα περάσματα.

Έγιναν οι φωνές μας πουλιών άσματα,
στα πόδια μας δύο λιοντάρια ήμερα·
στων ανοιχτών λιοτρόπιων τα περάσματα
μόνοι μες στην απέραντή μας χίμαιρα.

Στα πόδια μας δύο λιοντάρια ήμερα,
στ’ αυτιά μόνο το θρόισμα των φύλλων·
μόνοι μες στην απέραντή μας χίμαιρα
στην παραδείσια γη των πρώτων θρύλων.

Στ’ αυτιά μόνο το θρόισμα των φύλλων
και ξαφνικά σιωπή, τα χρώματα όλα χάθηκαν·
στην παραδείσια γη των πρώτων θρύλων
νύχτωσε και τα ηλιοτρόπια μαράθηκαν.

Και ξαφνικά σιωπή, τα χρώματα όλα χάθηκαν,
ο δρόμος πάλι γκρίζος σαν να γέρασε·
νύχτωσε και τα ηλιοτρόπια μαράθηκαν
πολύχρωμη από δίπλα μου δεν πέρασε.