Memorias
Μητσόπουλος Μάριος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1. Απομεινάρια του παρελθόντος
Μακριά από τα μάτια του σύγχρονου πολιτισμού, σε ζούγκλες αρχαίες που η ύπαρξή τους χρονολογούταν από τις απαρχές του κόσμου, κρύβονταν μυστικά αιώνων, καταχωνιασμένα σε απόμερους ναούς, κατάλοιπα των παλαιών χρόνων. Σε μέρη που ανθρώπινο μάτι είχε καιρό να δει και είχαν λεηλατηθεί από την ορμή της φύσης, από ατέλειωτες βροχές, από ατέλειωτα φυτά και ζώα που απάρτιζαν όλα μαζί το πιο άγριο μοτίβο της ενδοχώρας.
Μέσα σε αυτό το μοτίβο περιπλανιόταν και μία ομάδα από τρεις τυχοδιώκτες με μοναδικό σκοπό την αρπαγή όσο περισσότερου χρυσού γινόταν. Χρυσού τόσο πολύτιμου όσο και το πέπλο με το οποίο έντυνε τις καταπράσινες θάλασσες ο ήλιος.
Ο ένας ήταν ψηλός σαν γίγαντας και προερχόταν από τις μαύρες φυλές που ζούσαν κοντά στα δάση. Όλοι είχαν να λένε πως είχε όραση γερακιού και κανένα θήραμα δεν του ξέφευγε. Ήταν σίγουρα ο πιο σιωπηλός από τους τρεις. η μόνη κουβέντα που είχε κάνει ήταν να εκφωνήσει το όνομά του, Κορθ. Ο άλλος δεν είχε καμία σχέση με τον Κορθ. Ήταν κοντός, στα χέρια του κρατούσε νευρικά ένα μαχαίρι και μιλούσε όλη την ώρα. Ανήκε σε εκείνους τους απατεώνες που έβρισκε κανείς με το κιλό σε όποιο λιμάνι και αν σταματούσε. Συνεχώς έπεφτε, όντας άμαθος, στο τραχύ έδαφος του δάσους, για να σηκωθεί στην συνέχεια και να βλαστημήσει, αλλά και να φωνάξει πως ο Ραέντ θα έδειχνε σε όλον τον κόσμο πως είναι ο δεινότερος κλέφτης. Ο τρίτος είχε όψη ευγενή. Μακριά, κατάξανθα, χτενισμένα μαλλιά και ρούχα σαν και αυτά των αυλικών των βασιλέων του προσέδιδαν έναν χαρακτήρα που δεν ταίριαζε στην άβυσσο στην οποία ώρα με την ώρα εισχωρούσαν όλο και περισσότερο. Με φωνή απαλή και τρόπους υπερβολικά καλούς δήλωνε πως τον λένε Ζόραντ.
«Πότε θα φτάσουμε επιτέλους στο χρυσάφι; Περιπλανιόμαστε για δύο μέρες τώρα», παραπονέθηκε ο κουρασμένος Ραέντ.
Ζόραντ.
«Τι; Πόση μεγάλη είναι αυτή η ζούγκλα πια; Ανάθεμα την…».
Ξαφνικά ένα πελώριο κουνούπι επιτέθηκε στον ανυποψίαστο Ραέντ και τον αιφνιδίασε. Τον έριξε κάτω και πήγε να του ρουφήξει το αίμα. Αν δεν ήταν κοντά ο Κορθ, ο οποίος τράβηξε το σπαθί από το θηκάρι του και το έκοψε στα δυο, ο Ραέντ θα είχε κυριολεκτικά ξεζουμιστεί από το λυσσασμένο έντομο. Δίχως ίχνος ευγνωμοσύνης προς τον Κορθ, ο Ραέντ παραμέρισε το διαμελισμένο έντομο, σηκώθηκε όρθιος και συνέχισε να μιλά.
«Τα βαρέθηκα αυτά τα έντομα. Έχετε σκεφτεί γιατί είναι τόσο μεγάλα; Εγώ νομίζω ότι φταίει το κλίμα. Παραέχει υγρασία. Αν κοιτάξετε γύρω σας θα…».
«Δεν σταματάς να μιλάς ποτέ, έτσι δεν είναι;», αποκρίθηκε λιγάκι ενοχλημένος ο Ζόραντ και συνέχισε, «Ζήτα ευχαριστώ από τον Κορθ και σταμάτα να κάνεις τόση φασαρία. Εξαιτίας σου είμαστε η τέλεια λεία για όλους του θηρευτές του δάσους».
«Τώρα που είπες θηρευτές, διάβασα σε ένα βιβλίο πως σε ζούγκλες σαν και αυτήν εδώ μπορεί να έρθει κανείς αντιμέτωπος με τουλάχιστον εκατό διαφορετικούς».
Ο Κορθ μην αντέχοντας την πολυλογία του Ραέντ, τον κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο τρομερό που τα λόγια του Ζόραντ πριν από λίγο έμοιαζαν με νανούρισμα. Εκείνος μαζεύτηκε και έκανε να ξαναμιλήσει ώρες, αφήνοντας τους δύο άντρες στην ησυχία τους.
Όσο προχωρούσαν προς την καρδιά του δάσους οι απειλές και οι κίνδυνοι αυξάνονταν. Τα ζώα που τους επιτίθεντο ήταν όλο και μεγαλύτερα, το χώμα κάτω από τα πόδια τους γινόταν ολοένα και πιο ασταθές, ενώ κάποια στιγμή ξεκίνησε να βρέχει καταρρακτωδώς, λες και κάποιος θεός που ζούσε ψηλά στους ουρανούς θρηνούσε την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Η ομάδα είχε καταφέρει να φτάσει τόσο μακριά χάρη στον Κορθ. Ο Ζόραντ απέδειξε μέσα στην ζούγκλα πως ήταν ένας επιδέξιος πολεμιστής, αλλά χωρίς την τιτάνια δύναμη του κυνηγού, που ήξερε να διαβάζει το τοπίο και τους κινδύνους πριν καν αυτοί εκδηλωθούν, θα είχε γίνει τροφή για τα φίδια, σαύρες και ό,τι άλλο αλλόκοτο τους είχε επιτεθεί. Για τον Ραέντ δε, δεν τίθεται κανένα ζήτημα. Θα ήταν νεκρός από την πρώτη κιόλας ώρα. Περισσότερο αποτελούσε ένα φορτίο που έπρεπε να σέρνουν οι άλλοι δύο, παρά κάποιον που τους βοηθούσε.