Φονική Αγάπη
Νίκα Χαρά
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες για άλλη μια φορά αποτύπωναν ρυθμικά τον ήχο τους πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας στο γραφικό οικισμό έξω από την πόλη των Χανίων.
«Καλημέρα κορίτσι μου»
Ακούστηκε η φωνή του γεροντάκου, που είχε το μικρό καφενείο στην πλατεία.
«Καλημέρα» του απάντησε κι εκείνη και αμέσως κάθισε στο μικρό σιδερένιο σχεδόν σκουριασμένο τραπεζάκι, δίπλα στον μεγαλόπρεπο πλάτανο, που δέσποζε στο κέντρο της πλατείας.
Είχε γίνει σούσουρο γι’ αυτή την πανέμορφη κοπέλα που κάθε πρωί διάβαζε την εφημερίδα της πίνοντας τον καφέ της στο παραδοσιακό καφενείο του κυρ-Λάμπη. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και κυκλοφορούσε πάντοτε μόνη. Πρέπει να είχε σχεδόν δύο εβδομάδες που έμενε στο μικρό χωριουδάκι τους.
Αφού ήπιε την πρώτη γουλιά του ελληνικού καφέ, που μόλις της άφησε ο κυρ-Λάμπης, άναψε το τσιγάρο της. Με τα μάτια της έμοιαζε σαν να έψαχνε κάτι. Άφησε τον καπνό από το στόμα της να βγει και να πλεχτεί μες στο πρόσωπο και τα μαλλιά της. Μια παρέα ανδρών που καθόταν λίγο πιο εκεί έμοιαζαν υπνωτισμένοι μπροστά στην τόσο θελκτική εικόνα της.
Το κορμί της έμοιαζε με γλυπτό, σμιλεμένο με απόλυτη ακρίβεια. Ψηλή, με τονισμένους γοφούς, στενή μέση και εντυπωσιακό μπούστο. Τα μαλλιά της ξανθά αγκάλιαζαν το στήθος της. Η επιδερμίδα της σταρένια με μια λεπτεπίλεπτη μυτούλα, ζουμερά κατακόκκινα χείλη και ένα ζευγάρι μενεξεδί μάτια. Θα ορκιζόταν κανείς πως είχαν χρώμα μωβ. Ανάλογα με το πως τα φώτιζαν οι παιχνιδιάρικες ακτίνες του ήλιου, άλλοτε ήταν γαλάζια σαν τη θάλασσα και άλλοτε γκρι σαν τον βυθό της.
Ντυμένη σε ένα ολόμαυρο στενό φόρεμα, που σταματούσε στο γόνατο επιδεικνύοντας τις καλλίγραμμες γάμπες της, συνέχισε να σαγηνεύει το ανδρικό κοινό της.
«Ευτυχώς που μπήκε ο Σεπτέμβρης και δρόσισε, γιατί με αυτή την παρουσία απέναντι, θα τη χρειαζόμουν σίγουρα τη βουτιά μου!» Είπε με ένα επιφώνημα θαυμασμού ο ένας από τους τρεις άνδρες της παρέας.
«Πράγματι Μάνο. Αλήθεια, τη γνωρίζεις; » ακούστηκε και ο δεύτερος, ο Θωμάς.
«Εγώ πάντως που λείπω χρόνια από το νησί μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι χρόνια έχω να συναντήσω τέτοια ομορφιά» συμπλήρωσε και ο τρίτος της παρέας, ο Λεωνίδας.
Πριν προλάβει να πάρει ξανά το λόγο ο Μάνος, η αιθέρια ύπαρξη είχε ήδη πλησιάσει στο τραπέζι τους.
«Μπορώ να έχω τη φωτιά σας;» γύρισε και είπε με λάγνο βλέμμα στον Λεωνίδα.«Φυσικά» είπε εκείνος χάνοντας τον αναπτήρα μέσα από τα χέρια του.
Τα γέλια των άλλων δύο δεν άργησαν να ακουστούν. Ωστόσο εκείνος έσκυψε μπροστά στα αψεγάδιαστα και ατέλειωτα πόδια της και πήρε τον αναπτήρα.
Εκείνη έπιασε το χέρι του και το οδήγησε στα χείλη της. Η φωτιά άναψε και σίγουρα δεν ήταν του αναπτήρα, αλλά του Λεωνίδα για αυτή την άγνωστη γυναίκα.
«Λεωνίδας» της είπε, ενώ ακόμα τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο τσιγάρο που έλιωνε μέσα στο ζεστό της στόμα.
«Αλίκη» του απάντησε, απλώνοντας με χάρη το ντελικάτο χέρι της.
«Είσαι από τα μέρη μας Αλίκη;» συνέχισε εκείνος προσπαθώντας να την κρατήσει λίγο ακόμα εκεί.
«Θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς όχι…. Από Αθήνα» του απάντησε εκείνη, που φαινόταν γοητευμένη από τον θαυμαστή της.
«Πώς θα γίνει να σε ξαναδώ; » τη ρώτησε αιφνιδιαστικά, φοβούμενος ότι θα φύγει και δε θα την ξαναδεί.
Εκείνη του χαμογέλασε, ξαναγύρισε στο τραπέζι της, πήρε μία από τις λευκές χαρτοπετσέτες που είχε όμορφα τοποθετημένες ο κυρ-Λάμπης στο τραπέζι κι επέστρεψε σ’ εκείνον.
«Ορίστε σημείωσε εδώ το τηλέφωνο σου» του είπε κι αφού εκείνος το συμπλήρωσε, συνέχισε «και εγώ θα ήθελα να σε ξαναδώ» παίρνοντας τον αριθμό του και αφήνοντάς τον όρθιο να την κοιτά μέχρι που χάθηκε στο στενό δρομάκι.
«Τρελάθηκες αγόρι μου; Τι έκανες; » γύρισε και του είπε φανερά τσατισμένος ο Μάνος.
«Γιατί ζήλεψες; » του αποκρίθηκε εκείνος περιπαιχτικά.
«Τι να ζηλέψει βρε Λεωνίδα» τους διέκοψε ο Θωμάς «δεν είναι μόνο ο Μάνος παντρεμένος κι εσύ είσαι»
«Εντάξει δεν έγινε κάτι, ένα τηλέφωνο έδωσα..λες και θα με πάρει;»
«Παίζεις με τη φωτιά Λεωνίδα και το ξέρεις, ας μην κοροϊδευόμαστε» συνέχισε ο Μάνος και σηκώθηκε να φύγει.
«Πού πας τώρα; » τον ρώτησε ο Λεωνίδας
«Δεν θύμωσα απλά θυμήσου τι μου έλεγες εσύ πριν από ένα χρόνο όταν πήγα να κάνω το ίδιο λάθος. Καν’ τα πράξη και στον εαυτό σου μια φορά και σταμάτα να συμβουλεύεις μόνο τους άλλους. Δεν σου έχει πει ποτέ κανείς ότι η συμβουλή είναι αγενής πράξη;» κι έτσι με αυτή την ερώτηση, χωρίς απάντηση η παρέα διαλύθηκε.
Ο Μάνος ήταν πολύ καλός φίλος του Λεωνίδα παντρεμένος με την Δώρα, την αδελφή του Λεωνίδα. Μια ήσυχη, σχεδόν αόρατη γυναίκα. Πέρυσι ο Μάνος παραλίγο να διαλύσει την οικογένεια του για μια μικρούλα Αγγλίδα. Ο Λεωνίδας ήταν ο μοναδικός που τον συνέτισε και δεν το έκανε. Ποτέ όμως, δεν του το συγχώρεσε που τον εμπόδισε. Και ο λόγος; Ήταν ακόμα ερωτευμένος μαζί της.
Ο Θωμάς από την άλλη ήταν εργένης. Και οι τρεις τους είχαν περάσει εδώ και μερικά χρόνια τη δεκαετία των σαράντα. Ήταν και οι τρεις από την Κρήτη, έχοντας σημαντικές θέσεις στην πόλη των Χανίων.
Ο Μάνος ήταν γυναικολόγος, ο Θωμάς Δημοτικός Σύμβουλος και ο Λεωνίδας ψυχίατρος που είχε εγκατασταθεί τον τελευταίο καιρό στο νησί, μετά από πολλά χρόνια διαμονής στο Παρίσι.
Κατοικούσε σε ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα, το πατρικό του, που βρισκόταν στον μικρό αυτό οικισμό έξω από τα Χανιά. Εκεί έμενε με την αδερφή του, τον γαμπρό του τον Μάνο, τον γιο τους τον Στέλιο, που ήταν είκοσι χρονών, και την γυναίκα του, την Αναστασία Μαρκάτου Τζανέτου από την Κέρκυρα.
Το σπίτι του Λεωνίδα Ζερβάκη ήταν χτισμένο, στο τέλος της βενετσιάνικης γειτονιάς του οικισμού, λίγο πιο απόμερα από τα άλλα σπίτια. Η αλήθεια ήταν πως ξεχώριζε από τον υπόλοιπο οικισμό.
Από το μπαλκόνι έβλεπες από τη μια πλευρά τα υπόλοιπα σπίτια παραταγμένα πιο χαμηλά, λες και ήταν τρομαγμένα ή υποταγμένα μπροστά στο μεγαλείο του. Και από την άλλη έναν κοφτερό γκρεμό που το έκανε να φαντάζει πιο επιβλητικό, σαν πύργος, σαν απόρθητο κάστρο μπροστά σε κάθε απειλή.
Το χρώμα του ροζ, μπεζ της ώχρας σε συνδυασμό με το κόκκινο. Χρώματα κλεμμένα από τη δύση του ηλίου, όταν εκείνος καθρεφτίζει το είδωλό του στην κρυστάλλινη θάλασσα.
Εκεί μπροστά στον γκρεμό βρισκόταν εκείνη. Εκείνη που κουβαλούσε ένα βάρος στην ψυχή της και ήθελε να το πετάξει από εκεί και να μην το ξαναδεί. Μόνο που το βάρος θα έφευγε μόνο αν η ίδια άφηνε το σώμα της να παρασυρθεί στο γκρεμό μαζί με εκείνο.
Τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η παραίτηση αποτυπωνόταν παντού πάνω της. Στα μαλλιά της, στο πρόσωπό της, στο σώμα της, που ήταν ακόμα καρφωμένο σε εκείνο το αναπηρικό καροτσάκι.
Μόνο τα μελιά της μάτια θύμιζα την όμορφη Αναστασία. Εκείνη που κάποτε έστω και για μια βραδιά είχε μαγέψει τον Αλέξη…. Τον Αλέξη! Δεν είχε καταφέρει ποτέ της να τον ξεχάσει. Αυτός ο άντρας της είχε σημαδέψει όλη της τη ζωή. Και η αλήθεια ήταν ότι την στοίχειωνε ακόμα και τώρα μετά από είκοσι χρόνια.
«Αναστασία….. » ακούστηκε η φωνή του Λεωνίδα που την κοιτούσε από το πίσω μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς τους.
Εκείνη σήκωσε το χέρι της δείχνοντάς του ότι τον άκουσε και ότι επιστρέφει στο σπίτι.
«Πού είσαι βρε αγάπη μου; Δεν σου είπα ότι δεν θέλω να πηγαίνεις τόσο κοντά στον γκρεμό και μάλιστα μόνη; Καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που σε άκουσα και στρώσαμε αυτό τον παράδρομο και μπορείς και πηγαίνεις»
«Μην με μαλώνεις ψυχή μου, αφού το ξέρεις πως μόνο έτσι ξεκουράζομαι…. Είναι το μέρος που θυμίζει Κέρκυρα. Χάνομαι στα χρώματα της θάλασσας και τη μυρωδιά της, τη θαλάσσια αυτή αύρα, που με ταξιδεύει στο σπίτι μου. Νομίζω ότι θα ακούσω τον Στέφανο να μου φωνάζει και τη μητέρα μου να με καλωσορίζει στην είσοδο της έπαυλης», του αποκρίθηκε και έσφιξε με δύναμη το μπράτσο από το καροτσάκι της.
«Δεν είπαμε ότι ήρθαμε εδώ για να γίνεις καλά και να ξεχάσεις;.. Έτσι δεν είπαμε; » της απάντησε αφήνοντας να εννοηθεί η επίπληξή του, συνεχίζοντας
«θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου, γι’ αυτό σύντομα θα σου βρω μια κοπέλα για να σε βοηθάει» και πριν προλάβει να αντιδράσει η Αναστασία, της τόνισε
«και δεν σηκώνω αντίρρηση! Εντάξει αγάπη μου; Ήρθε η ώρα να φροντίσεις τον εαυτό σου!!!»