Οι Φωτιές των Χαμών
Κρητικός Σαράντης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Ευτυχισμένο το 1957», είπε η κυρά Δέσποινα, προβάλλοντας στο κατώφλι της για να ξεπροβοδίσει την οικογένεια του Βασίλη, που έφευγαν από την περιοχή των Χαμών αρχές Δεκεμβρίου, για να πάνε κάτω στην πόλη, και θα επέστρεφαν πάλι πίσω κατά το τέλος του Γενάρη.
Οι Χαμές, ήταν ένα περίεργο και παράξενο μέρος.
Το λέμε αυτό, γιατί δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο που θα προσέλκυε τους αγρότες ή ακόμα και τους βοσκούς να μείνουν για να καλλιεργήσουν τη γη, ούτε παρείχε ευκολίες και ανέσεις.
Τουναντίον. Πολύ μακριά από την πόλη της Σύμης, ανεβασμένο πλάι σε μια ράχη που ήταν συνέχεια του ψηλότερου βουνού της Βίγλας, στριμωγμένο ανάμεσα στο Μεσόβουνα, το βουνό που στεκόταν νοτιοανατολικά του και τη ράχη, άφηνε λίγο μόνο μέρος, να συνταχθούν τα μικρά λιθόκτιστα σπίτια των βοσκών κυρίως προς τα δυτικά, καθώς το έδαφος κατωφερές, ακολουθούσε το χείμαρρο που το διέσχιζε.
Εκεί που ο χείμαρρος έκανε μια στροφή για να προχωρήσει πιο κάτω, σε εκείνο το σημείο αριστερά, υπήρχε ένας νερόλακκος που μάζευε το νερό της βροχής, και τον έλεγαν «η λίμνη των Χαμών».
Από παλαιότερα για τις ανάγκες των ζώων και των λίγων μικρών χωραφιών που κατέβαιναν σαν μεγάλα σκαλοπάτια, είχε δημιουργηθεί αυτή η λίμνη, που είχε λαξευτεί στο μαλακό πέτρωμα.
Ήταν ένα χαρακτηριστικό σημείο της περιοχής, και θέμα συζήτησης για μικρούς και μεγάλους.
Οι μεγάλοι προσπαθούσαν να αποτρέπουν τα μικρά παιδιά να πηγαίνουν εκεί, μην τυχόν και πέσει κάποιο μέσα και πνιγεί, γιατί έλεγαν ότι, όσο και να γνωρίζεις μπάνιο, άλλο η θάλασσα κι άλλο το γλυκό νερό. Εκεί τα χάνεις και κάνεις απεγνωσμένες κινήσεις, γιατί είσαι βαρύτερος απ΄ ότι στο θαλασσινό νερό.
Έτσι, τα μικρά παιδιά, κοιτούσαν με τρόμο και αμφιβολία το κάλεσμα του νερού ιδίως το καλοκαίρι, τότε που ο ήλιος λαμπύριζε στη μικρή λίμνη και έκαιγε τις πέτρες, και θα ήθελαν να το πάρουν για θάλασσα και να πέσουν μέσα να δροσιστούν.
Αλλά οι γονείς τους, τοποθετούσαν για καλό και για κακό πλέκοντας μεταξύ τους περιμετρικά ξερά κλαδιά σε μεγάλο ύψος για να τα αποθαρρύνουν να σκεφτούν την πρόσβαση.
Έτσι η λίμνη, κοντινή και απόμακρη, τους κοιτούσε και την κοίταζαν από απόσταση, κι ο καθένας έκανε τις δικές του σκέψεις.
Εκείνο όμως που έδινε την ιδιαιτερότητα στην περιοχή των Χαμών, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη βορινή πλευρά της, που ισορροπούσε πάνω στη ράχη του βουνού.
Εκεί που η πόλη και όλος ο κόσμος βρισκόταν στα πόδια σου. Εκεί που συνομιλούσες τακτικά με τον αέρα, λες και ήσουν πάνω σε μια δοκό ισορροπώντας, και ο αέρας ερχόταν, και πότε σε χάιδευε, και πότε σε έσπρωχνε να πέσεις.
Ήσουν τόσο κοντά στον ουρανό και στα σύννεφα, που πολλές φορές το χειμώνα, αυτά περνούσαν κάτω από σένα.
Μάλλον αυτό ήταν το δέλεαρ γι’ αυτούς που ξεκίνησαν να χτίζουν εδώ πάνω τα λιθόκτιστα σπιτάκια τους.
Η τρομερή θέα, όταν έχεις το πλεονέκτημα να κοιτάς όλη την πάνω πόλη της Σύμης, και να συνομιλείς με τις γειτονιές και τα σπίτια της.
Ένας συνεχής διάλογος, κοιτάζοντας και μαντεύοντας από μακριά, τι κάνει κάτω ο κόσμος την κάθε εποχή, τη κάθε ώρα, και υποθέτοντας νοερά για το που βρίσκεται ένας γνωστός σου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που είχαν διαλέξει το σημείο εκείνο για να φτιάξουν ένα μεγάλο αλώνι.
Για τον αέρα που πάντα δεν χαριζόταν σε κανένα σε κείνη την περιοχή, αλλά και για τη θέα, που όταν σταματούσες λίγο από τη κουραστική δουλειά για να σκουπίσεις τον ιδρώτα, έριχνες κάτω το βλέμμα σου και ξεχνούσες τη κούραση και τις σκοτούρες της ημέρας.
Εδώ γινόταν το σημείο συνάντησης το απόγευμα για πολλούς, όταν είχε καλό καιρό, που συνομιλούσαν έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στην πόλη, παίρνοντας από εκεί ερεθίσματα για τη συζήτηση.
Εδώ τα μικρά παιδιά έπαιζαν τα παιχνίδια τους, και ήταν το σημείο συνάντησης το πρωί, καθώς μαζευόντουσαν και ξεκινούσαν τη μεγάλη κοπιαστική διαδρομή με τα πόδια από ένα κατωφερές και δύσκολο μονοπάτι για να πάνε στο σχολείο.
Τρία τέταρτα δρόμο, έπρεπε να ξυπνήσουν κατά τις 6 με 6,30 το πρωί, να πιουν ένα ποτήρι γάλα – αυτό είχαν μόνο μια και ήταν όλοι από οικογένειες βοσκών – να πάρουν βιαστικά την πάνινη τσάντα με τα βιβλία και ένα μικρό κριθαρένιο κουλούρι για το μεσημέρι, με ένα κομμάτι τυρί, που πολλές φορές είχε πάνω του μούχλα αυτό το τελευταίο. Εάν μάλιστα κάποιος παραπονιόταν γι’ αυτό, του έλεγαν χαρακτηριστικά: «φάτο και θα βγάλεις χρυσό δόντι».
Και καλά όταν δεν έβρεχε. Όταν όμως συνέβαινε αυτό, έπρεπε να βρούνε τρόπο να προφυλαχτούν μέχρι το σχολείο ή γυρνώντας πίσω στις Χαμές.
Για την περίπτωση λοιπόν της βροχερής μέρας, τους είχαν προμηθεύσει οι γονείς τους δύο τσουβάλια, που τα είχαν διαμορφώσει οι ίδιοι ως εξής:
Στο ένα τσουβάλι, είχαν ανοίξει μια τρύπα στη μέση του πάτου, τόση όσο για να χωράει να περάσει το κεφάλι τους, και στα πλάγια δεξιά και αριστερά άλλες δύο τρύπες για να περάσουν τα χέρια τους.
Το δεύτερο τσουβάλι το διαμόρφωναν σαν κουκούλα για να το τοποθετήσουν στο κεφάλι και να πέφτει πίσω στην πλάτη τους.