Διηγήματα
Βικέλας Δημήτριος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Η άσχημη αδελφή
Α΄
Ο ΚΎΡΙΟΣ ΠΛΑΤΈΑΣ, καθηγητής των Ελληνικών εις το
Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, επέστρεφεν από τον τακτικόν
απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο περίπατος ού-
τος εγίνετο εις τα Βαπόρια. Αλλ' αφού ήρχισεν η χάρα-
ξις της οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις
Χρούσα, ο Κύριος καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ'
εκάστην γύρου του εις τον περιωρισμένον και μόνον
έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών, έφερε
τα βήματά του εις την νέαν οδόν. Παρακολουθών μετά
μεγίστου ενδιαφέροντος την γινομένην εργασίαν, παρε-
ξέτεινεν από εβδομάδα εις εβδομάδα τον δρόμον του
αναλόγως της προοδε υούσης οδοποιίας, οι δε συνάδελ-
φοί του έλεγον περί αυτού ότι θα καταντήση ούτω να
περιπατή μέχρι τέλους έως εις τα Χρούσα, όταν η οδός
τελειωθή. Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν (δηλαδή περί
το έτος χιλιοστόν οκτακοσιοστόν και πεντηκοστόν) η
συντηρητική των δημοτών μερίς εθεώρει άσκοπον και
περιττήν την προς κατασκευήν της οδού δαπάνην, μη
επιτρεπομένης δε της τοιαύτης δαπάνης και από τα
μέσα του δήμου, αι εργασίαι είχον πρό τινων μηνών
διακοπή. Η οδός έφθανε μέχρι του ανοίγματος της πε-
τρώδους φάραγγος του Μάνα, και μέχρι του σημείου
εκείνου περιωρίζετο επί του παρόντος ο καθημερινός
του Κυρίου Πλατέα περίπατος.
Την άσκησιν ταύτην επέβαλλον εις τον καθηγητήν
λόγοι υγιεινής. Αληθώς η εξωτερική του μορφή δεν
εμαρτύρει την ανάγκην πολλής προσοχής περί τα της
διαίτης. Αλλ' αυτή αύτη η πληθώρα υγείας, η εκδηλου-
μένη διά της αυξανούσης πολυσαρκίας, ήτο λόγος ανη-
συχίας δικαιών τα προφυλακτικά μέτρα του. Το μικρόν
του σώματός του ανεδείκνυε μεγαλειτέραν ίσως της
πραγματικότητος την περιφέρειάν του περί τας οσφύς,
αλλά και ο τράχηλος του εξήρχετο μετά τινος στενο-
χωρίας από τας περιπτύξεις του λαιμοδέτου του, και
αι κόκκιναι ξυρισμέναι παρειαί του προείχον οπωσούν
στρογγύλαι εκατέρωθεν του δασέος μύστακός του. Εν
συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ. Πλατέας παρετή-
ρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλε-
το βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον. Ναι μεν, διετήρει
εισέτι την ελαστικότητά του, αι δε μικραί του κνήμαι
έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ' ουχ ήττον,
οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρό-
ντιζε να φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο
σύντροφος εις τον ανήφορον, αυτός δε να λαμβάνη τον
λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους.
Μέχρις ώρας η άσκησις δεν συνετέλεσεν εις ελάτ-
τωσιν του πάχους, αλλά τουλάχιστον έθεσε φραγμόν
εις την αύξησίν του. Τούτο εξηκρίβωνεν ο Κ. Πλατέας
διά των κατά μήνα ζυγίσεών του εις την πλάστιγγα του
τελωνείου, όπου η φιλία ενός ελεγκτού τού παρείχε το
προνόμιον των τοιούτων δοκιμών. Παρεκτός του περι-
πάτου, ο ιατρός είχε συμβουλεύσει και τα θαλάσσια
λουτρά ως μέσον αντιπαχυντικόν. Κατά της τοιαύτης
γνώμης εξανέστησαν οι πλείστοι των γνωρίμων του, ια-
τρών και μη. Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο εξ εκείνων, οίτινες
εμμένουν ακλόνητοι εις την άπαξ ληφθείσαν απόφασιν
και εις την άπαξ δοθείσαν εμπιστοσύνην. Ώστε αι δια-
μαρτυρήσεις και οι ειρωνικοί υπαινιγμοί των θεωρού-
ντων τα θαλάσσια λουτρά ως δυναμωτικά, και κατά
συνέπειαν παχυντικά, δεν ίσχυσαν να τον αποτρέψουν.
Εξηκολούθησεν επί δύο θερινάς περιόδους την θαλασ-
σολουσίαν και ήθελε βεβαίως την εξακολουθήσει εφ'
όρου ζωής, εάν φοβερόν συμβάν δεν του ενέπνεε τοσού-
τον τρόμον, ώστε επροτίμησεν ο άνθρωπος να εκτεθή
μάλλον εις τον κίνδυνον του να διπλασιασθή η περι-
φέρεια του, ή εις την επανάληψιν του παθήματος εκ
του οποίου διεσώθη χάρις μόνον εις την ρώμην και την
γενναιότητα του πρωτοδίκου Κ. Λιάκου. Άνευ αυτού
ο Κ. Πλατέας επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα
ιστορία.
Ιδού πώς συνέβη το πράγμα:
Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ'
ηδύνατο όπως δήποτε να πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων
εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων. Ανεπαύε-
το λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα.
Ήτο όλως αμέριμνος, η δε ευφρόσυνος απόλαυσις της
χλιαράς θαλάσσης μετετρέπετο εις νάρκωσιν νυσταλέ-
αν, ότε αίφνης ησθάνθη κάτωθέν του τα ύδατα διασχι-
ζόμενα ορμητικώς υπό σώματος ογκώδους, το δε κύμα
ωθούμενον προς τα νώτα του μετά παφλάσματος βιαί-
ου. Η λέξις Καρχαρίας ήλθε διά μιας εις τον νουν του.
Περιεστράφη εν ακαρεί διά να κολυμβήση και να φύγη
ει δυνατόν τον κίνδυνον. Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε
εκ της βίας, είτε εκ του βάρους του, έχασε στρεφόμενος
και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε να πλεύση εβυθί-
σθη βαρύς εντός της θαλάσσης.
Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή. Αλλ' αι
τοιαύται στιγμαί είναι ως αιώνες δια τον διερχόμενον
αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του αίματος τας
βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτη-
τος, ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν
επεχείρει να καταγράψη όσα κατ' εκείνην την στιγμήν
επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να συν-
θέση τόμον ολόκληρον. Σκηναί της παιδικής του ηλι-
κίας, επεισόδια του ανδρικού βίου του, αι μορφαί των
προσφιλεστέρων του μαθητών, η κηδεία της μητρός του,
το τελευταίον πρόγευμά του, τα πάντα ήλθον εις τον
νουν του με αλληλουχίαν τόσον ορμητικήν, ώστε συνε-
χωνεύοντο όλα ομού, χωρίς όμως και να συγχέωνται.
Συγχρόνως δε, ως ανάκρουσις μουσική συνοδεύουσα
τας νοεράς εκείνας εικόνας, εβόυζον διαρκώς εις τα
ώτα του αι λέξεις του Βαλαωρίτου
Γκλαν γκλαν το σήμαντρον!…
Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθη-
γητής το “Σήμαντρον” του Λευκαδίου ποιητού· η ποιη-
τικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις επιστρέ-
φων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά
να φθάση ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντη-
χούντα τον νεκρώσιμον ήχον και βλέπει την κηδείαν
της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος κατα-
βροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά
απεικόνισις της φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε το-
σούτον συγκινήσει, ώστε εις την εντύπωσιν των στίχων
του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του, δι'
ό και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του
Βαλαωρίτου. Εάν δεν ανεγίνωσκε την προτεραίαν το
“Σήμαντρον”, δεν ήθελεν εκλάβει ως καρχαρίαν το υπ’
αυτόν νηχόμενον σώμα. Δεν ήτο η πρώτη αύτη φορά,
ότε νεαρός κολυμβητής επιτηδευόμενος εις τα μακροβού-
τια, διήλθεν ούτω υπό τα ευρέα νώτα του. Ουδέποτε
δε άλλοτε ετρόμαξεν, αλλά κατά την ημέραν εκείνην
η εντύπωσις των στίχων του Βαλαωρίτου παρ’ ολίγον
εγίνετο αιτία του προώρου θανάτου του.
Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε
τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν συνήθειάν του βυθιζόμε-
νον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους πλατυνομέ-
νους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τί συμ-
βαίνει. Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και,
καταδυόμενος, ήρπασε τον πνιγόμενον, τον ανέσυρεν
εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον ερρυμούλκησεν
άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής. Χάρις εις τας
επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συ-
νήλθεν εις τον εαυτόν του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής
αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους συνήλθεν, εκεί δε
εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να
μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει
την ζωήν εις τον Κ. Λιάκον.
Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς. Τον ετήρει μά-
λιστα ως προς τον σωτήρα του μετά τοσαύτης υπερ-
βολής, ώστε ο Κ. Λιάκος, χωρίς βεβαίως να μετανοήση
ότι έσωσε τον καθηγητήν, ελάμβανεν όμως συχνάκις
αφορμήν να λυπηθή, διότι δεν συνέπεσεν αντ' αυτού
να ευρεθή άλλος τις κατ' εκείνην την ώραν λουόμενος
εκεί, προς τον οποίον ο Κ. Πλατέας να οφείλη την ζωήν
του. Αι εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης του απέβαινον
επί τέλους οχληραί. Πανταχού εξύμνει τον σωτήρα του·
οπόταν τον συνήντα, (τον συνήντα δε πολλάκις της ημέ-
ρας,) τον προσηγόρευεν ενθουσιωδώς, εδράττετο πά-
σης ευκαιρίας διά να διακηρύξη ότι μόνη του επιθυμία
εφεξής είναι και θα είναι να παρουσιασθή περίστασις
διά ν' αποδείξη εμπράκτως τα αισθήματά του. — Η
ζωή μου σου ανήκει, έλεγε. Σου την έχω αφιερωμένην!
— Εις μάτην ο Κ. Λιάκος διεμαρτύρετο προσπαθών να
τον πείση ότι δεν ήξιζε τόσον λόγον το πράγμα, ότι πας
άλλος βλέπων άνθρωπον πνιγόμενον και δυνάμενος να
κολυμβήση θα έπραττεν ό,τι αυτός έπραξεν. Ο σωθείς
δεν επείθετο και εξηκολούθει ανακηρύττων την ευγνω-
μοσύνην του. Αλλ' εάν εβαρύνετο ενίοτε διά τούτο τον
Κύριον Πλατέαν, δεν ηδύνατο όμως ο Λιάκος να μένη
αναίσθητος εις τοιαύτην λατρείαν. Ο καθηγητής των
Ελληνικών προσεκολλήθη τοσούτον εις τον νέον πρω-
τοδίκην, ώστε κατήντησε και ο δεύτερος να θεωρή τον
πρώτον ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς του. Η
καθημερινή σχέσις επέφερε φιλίαν, ήτις τους συνέδεσε
στενώς, ει και κατά πάντα ανομοίους.