Σατυρικά Γράμματα
Παπαδιόχος Βαγγέλης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Στην εφηβεία μπαίναμε, η φάση είχε ζορίσει
και γύρευε ο καθένας μας κάπως να ξεχωρίσει
μπας και γυαλίσει σε καμιάς τα όμορφα ματάκια
και της ανοίξει τη καρδιά και τ’ απαλά μπουτάκια!

Άλλος στο γυμναστήριο δούλευε τα ποντίκια του,
άλλος στου γέρου τα λεφτά βρήκε τα δεκανίκια του,
άλλος για ντράμερ πήγαινε κι άλλος για κιθαρίστας
κι εμένα τότε μου ‘λαχε να γίνω χιουμορίστας.

Κοντός, χοντρός, δυσκίνητος- δεν έκανα γι’ αθλήματα-
μα ήμουνα και στούρναρος σε όλα τα μαθήματα...
Για κάτι αν τρωγόμουνα κι έμενε να με σώζει
ήταν να κάνω στα μωρά συχνά τον καραγκιόζη.

Μα κι αν οι μπαλαφάρες μου κι οι κωμικές αρλούμπες
τις κάνανε να λησμονούν κοιλάρα και βυζούμπες,
ποτέ καμιά δε μπόρεσε να βρει κάποια αιτία
να μ’ αγαπήσει σοβαρά και όχι στα αστεία.

Σιγά σιγά συνήθισα στο ρόλο του μαλάκα
και είπα για ηθοποιός να πάω για τη πλάκα,
μα όταν ρόλο σοβαρό μου δίνανε σε δράμα
δακρύζαν απ’ το γέλιο τους αντί να ρίχνουν κλάμα...

Κι όταν με λέγαν σπάνιο ταλέντο κωμικό
εγώ αντί για κοπλιμάν το είχα για κακό
και το ‘παιζα αντίδραση- θλιμμένος κλόουν κι έτσι-
μα σαν τα φράγκα σκάσανε την είδα Κομανέτσι...

Και κάπως έτσι έχτισα μια σταδιοδρομία
χορταίνοντας τον θεατή που έχει βουλιμία
για λίγη διασκέδαση που βάσανα μπαλώνει
καθώς το χοντρο- γκαφατζή γοργά καταναλώνει.

Γλυκά ματάκια μου ‘καναν συχνά οι σταρλετούλες
-μα αφού τις προμοτάριζα υψώναν τις μυτούλες-
και σ’ όποιους για το μέσα μου μιλούσα το φορτίο
μου λέγανε: “χαλάρωσε και πες μας ‘κανα αστείο...”.

Κι ενώ μετά από όλα αυτά σκεφτόμουν: “δεν το σώζεις”
και ότι δίκιο έχουνε πως είμαι καραγκιόζης,
-τι ειρωνεία τραγική που ‘λέγαν κι οι προγόνοι...-
βρήκα το άλλο μου μισό να παίζει Αντιγόνη!

Της είπα ‘γω τον πόνο μου και μου ‘πε τον δικό της:
να είναι πάντα σοβαρή πως είναι ριζικό της,
πως όλοι περιμένουνε από αυτήν το δέον
και λίγο πως ζηλοφθονεί εμένα τον χυδαίον!

Κι αφού καψουρευτήκαμε της κάνω: “βρε μανάριο
αφήνεις την Επίδαυρο, ξεχνώ το Δελφινάριο”.
Και τώρα όσοι κάνανε ότι μας αγαπάνε,
με κάποιους λένε μοιάζουμε αλλά με ποιους ξεχνάνε.

Στο δηλώνω Μαριγώ:
ή εκείνος ή εγώ.
Από μόνη της μιλάει
πως η φάση δε τσουλάει
και σ’ αυτό το σπιτικό
αμαρτία και κακό
είναι να ‘μαστε κι οι τρεις
-διάλεξε έναν να χαρείς...

Σ’ αγκαλιάζω Μαριγούλα
και μου έρχεται αναγούλα.
Τ’ άλλου οσμίζομαι τα χνώτα
κι όλα σας τα γεγονότα...
Δίνω τόπο στην οργή
λίγο πάθος μήπως βγει
μα πετάγεται ο άλλος
μες στα πόδια μας σαν κάλος!

Τον προσέχεις, τον φροντίζεις,
με αυτόν όλο γυρίζεις
και για μένα μόνο μένει
ότι κόκκαλο απομένει.
Ξέρει κάθε σου κουμπί
-μες στο μάτι μου ‘χει μπει…-
κι όσο και μοντέρνος να ‘μαι
είμαι κτητικός, λυπάμαι!