Ο Μέγας Παγιδευτής
Μολοχτός Αντρέας
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1.
Μη φανταστείτε, πως θα ξεκινήσω με την γέννηση του ήρωα μου, του Μπάμπη, και μετά θα περιγράψω τα γεγονότα της ζωής του, ως το θάνατό του. Όχι! Διότι κατά πρώτον δεν κατάφερα ποτέ, να αποσαφηνίσω πλήρως, πότε και πού ακριβώς γεννήθηκε, και δεύτερον η πρώτη φορά που άκουσα να γίνεται λόγος, για το Μπάμπη, ήταν τη μέρα που πέθανε. Είχα μόλις κλείσει τα 12, κι ο Μπάμπης ήταν ο πρώτος πεθαμένος που έβλεπα. Μα έμελλε να δω κι άλλους.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ασήμως «της Πασίνας», ο Μπάμπης είχε γυρίσει πολύ αργά, από την Αγορά, το προηγούμενο βράδυ, και ήταν φανερά αναστατωμένος, σχεδόν έτρεμαν τα χέρια του, γιατί - όπως είπε στην Πασίνα - «είχε ένα κακό συναπάντημα στο δρόμο του», κι έπεσε κατ’ ευθείαν για ύπνο, γιατί ήθελε το πρωί να πάει στο χτήμα του, στο Καλαμάκι.
Το χάραμα η Πασίνα τον ένοιωσε, που σηκώθηκε από δίπλα της και βγήκε έξω, τον άκουσε που κατούρησε στο φράχτη του Χασώτη κι ύστερα γυρίζοντας, που έριξε μια κλωτσιά στον σκύλο τους τον Ταμπάκη, που αγουριότανε μες στ’ άγρια χαράματα, κάτι που δεν μπορούσε να επιτρέψει ο Μπάμπης, αφού είναι παγκοίνως γνωστό, πως όταν αγουριέται ο σκύλος, κάποιος από την οικογένεια θα πεθάνει.
Τώρα πώς καταφέρνει ο σκύλος να το προβλέψει και ν’ αρχίσει τα κλαψουρίσματα ώρες πριν να συμβεί, είναι κάτι, που η Επιστήμη της Δεισιδαιμονίας, δεν το έχει ακόμη αναλύσει και επεξηγήσει πλήρως. Είναι γνωστό πάντως, πως οι σκύλοι αντιλαμβάνονται ήχους πέρα από την κλίμακα του ανθρωπίνου αυτιού, γι αυτό και νοιώθουν τους σεισμούς, πριν ακόμη γίνουν αντιληπτοί, από τους ανθρώπους. Έτσι εξηγείται το γεγονός πως στην Πομπηία, που σκεπάστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα, από την λάβα του Βεζούβιου, βρέθηκαν απολιθώματα αποκλειστικά δεμένων σκύλων, διότι «οι κοπρίτες», ελεύθεροι κι ωραίοι, την είχαν κοπανίσει από την πόλη, πολλές ώρες πριν την έκρηξη.
Από τα παραπάνω γεγονότα τεκμαίρεται με σαφήνεια, πως όταν αφικνείται ο Χάρος για να κάνει επίσκεψη σε κάποιον, ώρες πριν χτυπήσει την πόρτα του, εκπέμπει κι αυτός «υποήχους», όπως ακριβώς και ο Εγκέλαδος, τους οποίους και αντιλαμβάνονται αμέσως οι σκύλοι, γι αυτό και αγουριώνται. Αυτοί οι ήχοι τώρα, θα πρέπει να εκπέμπονται από τον Χάρο, υπό μορφή «συγκεντρωτικής δέσμης», που σημαδεύει αποκλειστικά το σπίτι του υποψήφιου, άντε και τον περίβολο του σπιτιού, αλλά όχι περισσότερο, γιατί αν ο ήχος διαχεόταν όπως το φως - ας πούμε - θα κάλυπτε την μισή γήινη σφαίρα, οπότε κάθε λίγο και λιγάκι, θα αγουριόσαντε όλα τα σκυλιά της υφηλίου μαζί (έστω τα μισά), είτε πέθαινε κάποιος στη Νέα Ζηλανδία, είτε κάποιος στη Γη του Πυρός.
Για να εξαντλήσουμε το θέμα - ερασιτεχνικά πάντα βέβαια, μέχρι επί τέλους η πιο πάνω Επιστήμη να κοινοποιήσει το τελικό της πόρισμα - δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ επίσης, αν η κλωτσιά στον Ταμπάκη ήταν αρκετή για να αλλάξει κατεύθυνση αυτή η φοβερή δέσμη «υποήχων» και να γλυτώσει ο Μπάμπης.
Προφανέστατα, η μία και μόνο κλωτσιά, αποδείχτηκε εντελώς ατελέσφορη – ίσως απαιτούνται πολύ περισσότερες - αφού ο Μπάμπης μόλις γύρισε στο κρεβάτι του, έκλεισε τα μάτια του να ξανακοιμηθεί, και . . . πέθανε.
Δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ο καιρός ήταν πολύ γλυκός, οπότε σίγουρα μόλις είχε μπει το Φθινόπωρο.
Με το τέλος του Φθινοπώρου, στις αρχές του Δεκέμβρη, οι κληματαριές και τα φυλλοβόλα δέντρα δεν είναι πράσινα πια. Τα φύλλα τους έχουν αραιώσει και οι χρωματικές τους παραλλαγές ποικίλουν ανάμεσα στο κίτρινο, στο κόκκινο, στο καφέ, και σε κάθε ρίπισμα του αέρα, κάποια αφήνουν τα κλαριά τους και με ανάλαφρες κινήσεις πέφτουν ήρεμα και σκεπάζουν το χώμα κι όσα κρύβονται μέσα στο χώμα.
Οι μέρες μικραίνουν συνέχεια μέχρι τις 21 του μήνα, που γίνεται το χειμερινό ηλιοστάσιο και ο ήλιος σταματάει επί τέλους να κατεβαίνει στον ορίζοντα, διστάζει για λίγο σαν αναποφάσιστος κι ύστερα την κάθε μέρα ανατέλλει λίγο πιο ψηλά και λίγο πιο ψηλά, μέχρι τις 21 του Θεριστή, που θα σταματήσει και πάλι να πάρει μιαν ανάσα.
Τα δέντρα μέχρι τότε αλλάζουν πολλές εικόνες. Το Γενάρη γυμνώνουν τα κλωνάρια τους, για ν’ αντιμετωπίσουν τους βοριάδες και την παγωνιά που φέρνουν τα πρώτα χιόνια στα βουνά, περιμένουν με λαχτάρα τις Αλκυονίδες μέρες να νιώσουν λίγη ζεστασιά, μα δεν ξανοίγονται, γιατί ξέρουν πως ο Φλεβάρης είναι ακόμη μπροστά και θα ’ρθουν βροχές και καταιγίδες, ίσως κι άλλα χιόνια, μέχρι το τέλος του μήνα, μερικές φορές μέχρι και τις αρχές του Μάρτη, αλλά μετά, με τις πρώτες λιακάδες, ανοίγουν δειλά τα μπουμπούκια τους, κι ύστερα ανθίζουν, με πρώτες τις βιαστικές αμυγδαλιές, δένουν καρπούς και γεμίζουν φύλλα καταπράσινα, γεμάτα δύναμη και σκιά.
Όλα γίνονται με μια τεράστια υπομονή, δίχως να μπορούν ν’ αλλάξουν θέση, να φύγουν ίσως για έναν άλλο τόπο, μένουν εκεί δεμένα με το χώμα, στο ίδιο περιβάλλον, μεγαλώνουν, γερνούν και πεθαίνουν, δίχως να βαρυγκωμούν για την μοίρα τους, δίχως ν’ αναρωτιούνται συνέχεια για τον σκοπό της ύπαρξής τους, δίχως μίση και πάθη, αθεράπευτα ερωτευμένα με τον αέρα, τα πουλιά και τα έντομα, με το νερό και τις εικόνες, γι’ αυτό και σηκώνονται κάθε χρόνο, όλο και πιο ψηλά, μέχρι ν’ αντικρύσουν επί τέλους τη θάλασσα.
Γαλαζοπράσινη κοντά στην ακτή, βαθειά μπλε στ’ ανοικτά, με το χειμέριο κύμα της να σκάει και ν’ απλώνεται 20 τόσα μέτρα στην αμμουδιά, ν’ αχολογάει κάθε που το μαζεύει πίσω, να έρχεται θυμωμένο το επόμενο, πάλι και πάλι, δίχως σταματημό, ένα ατελείωτο πηγαινέλα, ένας κατάλευκος παφλασμός, μια συνεχής, ατελέσφορη προσπάθεια, να βγει από τα όριά της, και να καλύψει τη στεριά, μα με τον ερχομό του Απρίλη, καταλαβαίνοντας ίσως το μάταιο του εγχειρήματος, μαζεύει το τεράστιο κύμα της, σταματάει το μούγκρισμα και το βουητό της, και σιγά-σιγά γλυκαίνει, μέχρι που οι φωνές της γίνονται, ένας γλυκός ψίθυρος, εκτός από τις μέρες που βρέχει, και ξαναθυμάται το χειμερινό θυμό της.
Η βροχή έχει μια άγρια ομορφιά, όταν έρχεται σαν καταιγίδα, με αστραπές, με βροντές, με αστροπελέκια, με δυνατό άνεμο, που την στριφογυρίζει μανιασμένα, σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από εκατομμύρια βολτ, μα όταν έρχεται με ηρεμία έχει μια δική της μουσική, που γίνεται αιτία περίσκεψης, αναπόλησης, μελαγχολίας.
Υγραίνει τα δέντρα, ποτίζει τα λιβάδια, μουσκεύει ως το κόκκαλο τους ’ξωμάχους, εισχωρεί στις χαλασμένες κεραμοσκεπές και στάζει μέσα στα σπίτια, γεμίζει τους νερόλακκους, γίνεται λάσπη στους χωματόδρομους του κάμπου και πάνω στα βουνά παγώνει, πέφτει σαν χιόνι και σκεπάζει τις βουνοκορφές του Ερύμανθου και της Φολόης.