Ψηφιακή Νεολαία και Ευρωπαϊκή Πολιτική-Το ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο ως πλαίσιο αναφοράς
Πολύδωρα Άννα-Ελένη
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Πρόλογος
Στην παρούσα μελέτη διερευνάται η διασύνδεση του ανθρωπίνου και κοινωνικού κεφαλαίου με την ψηφιακή νεολαία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σύγχρονη νεολαία χαρακτηρίζεται ως “ψηφιακή”, διότι οι περισσότεροι νέοι γεννιούνται, μεγαλώνουν και χρησιμοποιούν στην καθημέρινή τους ζωή τα νέα ψηφιακά εργαλεία και μέσα. Ο όρος “ψηφιακή νεολαία” συναντάται ελάχιστα στην ελληνική βιβλιογραφία. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη της σημασίας της απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων από τους νέους. Ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να κατανοήσει το πόσο σημαντικές είναι οι νέες τεχνολογίες για την ολοκλήρωση απλών, καθημερινών εργασιών, την ανταπόκριση σε σύνθετες επαγγελματικές υποχρεώσεις, για να έρθει σε επικοινωνία με άλλα άτομα και για να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η σημασία των νέων τεχνολογιών για τους σύγχρονους πολίτες αποδεικνύεται μέσα από τη μελέτη των επίσημων κειμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κείμενα και οι περισσότερες δράσεις αφορούν επι μέρους την απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων από τους Ευρωπαίους πολίτες, την αυτοματοποίηση των καθημερινών εργασιών και την ψηφιοποίηση της αγοράς εργασίας.
Το πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζει τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς που εμπεριέχονται στην έρευνα. Έχουν ως αφετηρία το ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους όρους “νεολαία”, “ψηφιακή νεολαία”, “δεξιότητα”, “ψηφιακή δεξιότητα” και “ψηφιακός γραμματισμός”. Ακόμα, γίνεται αναφορά στην αγορά εργασίας και στα είδη της μάθησης. Έμφαση δίνεται στη μικτή μάθηση, η οποία είναι απότοκο της σύνδεσης της χρήσης των νέων τεχνολογιών και της παραδοσιακής διδασκαλίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται θέματα που συνδέονται με τους άξονες ανάλυσης της διατριβής. Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται οι θεωρήσεις που αφορούν το ανθρώπινο κεφάλαιο, το κοινωνικό κεφάλαιο, τη δεξιότητα, τη μάθηση και τον ψηφιακό γραμματισμό. Μέσα από την παρουσίαση των συγκεκριμένων θεωρητικών προσεγγίσεων καθίσταται δυνατή η σύνδεση των επιμέρους αξόνων με τη βιβλιογραφική και την ερευνητική διερεύνηση του θέματος. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια συνοπτική παρουσίαση της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη νεολαία και τις δεξιότητες. Οι επιμέρους υποενότητες εστιάζουν στις συνθήκες της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις πρωτοβουλίες και στη διοργάνωση δράσεων και προγραμμάτων που προωθούν τους νέους και την απόκτηση δεξιοτήτων.
Το επόμενο κεφάλαιο περιγράφει λεπτομερώς τη μέθοδο που θα χρησιμοποιηθεί. Είναι η διερευνητική μέθοδος. Η συγκεκριμένη χαρακτηρίζεται ως ποιοτική, διότι στηρίζεται σε μια πρώτη διερεύνηση των κειμένων που συνιστούν τις προτροπές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις σύμφωνες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ακόμα, εμπεριέχει μια ποσοτική διάσταση, διότι η διερεύνηση των κειμένων στηρίζεται και σε αριθμητικά δεδομένα, τα οποία προέρχονται από δευτερογενείς πηγές. Ως δευτερογενείς πηγές εννοούνται οι ερευνητικές εργασίες άλλων ερευνητών και τα στατιστικά δεδομένα που παρέχει η Eurostat.
Στο πέμπτο, έκτο και έβδομο κεφάλαιο επιχειρείται η διερεύνηση της διασύνδεσης του ανθρώπινου κεφαλαίου με τον ψηφιακό γραμματισμό στους τομείς της εκπαίδευσης, της απασχόλησης και της νεολαίας. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα ευρωπαϊκά σχέδια δράσης για την Ψηφιακή Εκπαίδευση και στην ευρωπαϊκή στρατηγική για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η παρούσα στρατηγική λειτουργεί ως αφόρμηση για την αναφορά κειμένων που σχετίζονται με πολιτικές ενίσχυσης του ψηφιακού γραμματισμού και με τα ευρωπαϊκά θεματολόγια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το έκτο κεφάλαιο αναφέρεται στη σύγχρονη αγορά εργασίας μέσα από την παρουσίαση δεδομένων που προέρχονται από δευτερογενείς πηγές και καταλήγει στη διερεύνηση των επίσημων κειμένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία συνιστούν πρωτοβουλίες και εργαλεία στήριξης της απασχόλησης μέσα από την απόκτηση ψηφιακών και παρεμφερών δεξιοτήτων. Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις λευκές βίβλους και στις Ευρωπαϊκές Στρατηγικές για τη Νεολαία. Παράλληλα, σε κάθε κεφάλαιο πραγματοποιείται μια βιβλιομετρική επιστημομετρία, η οποία διερευνά τις τάσεις και τις θεματικές στη διεθνή βιβλιογραφία, έχοντας ως γνώμονα την ανάδειξη των διεθνών τάσεων και θεματικών και την ολιστική διερεύνηση του ερευνητικού αντικειμένου.
Στο όγδοο κεφάλαιο υλοποιείται η διερεύνηση της διασύνδεσης του κοινωνικού κεφαλαίου με τον ψηφιακό γραμματισμό υπό το πρίσμα της κοινωνικής ενεργοποίησης και της ασφάλειας κατά την πλοήγηση στο διαδίκτυο. Ακόμα, αναλύεται ενδελεχώς το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών πλατφορμών που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρέχουν χρήσιμες, έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες απασχόλησης και επιμόρφωσης, αλλά δίνουν παράλληλα την ευκαιρία να ενεργοποιηθούν κοινωνικά οι πολίτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο παρόν κεφάλαιο προστίθεται εξίσου μια βιβλιομετρική επιστημομετρία διερεύνησης των τάσεων και των θεματικών στη διεθνή βιβλιογραφία.
Το ένατο και τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων, καταγραφής των περιορισμών και των προτροπών για μια καλύτερη διαχείριση του πολύπλοκου φαινομένου, που ονομάζεται “ψηφιακός γραμματισμός”.

Κεφάλαιο 1ο: Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί
Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας μελέτης πραγματοποιείται η ανάλυση βασικών εννοιών που χρησιμοποιούνται στην προσέγγιση του θέματος. Οι βασικοί όροι που αναλύονται είναι το “ανθρώπινο κεφάλαιο”, το “κοινωνικό κεφάλαιο”, η “νεολαία”, η “ψηφιακή νεολαία”, η “δεξιότητα”, η “ψηφιακή δεξιότητα” και ο “ψηφιακός γραμματισμός”. Στη συνέχεια η εννοιολογική ανάλυση συμπληρώνεται με τους όρους “αγορά εργασίας” και “μάθηση” με τις διάφορες μορφές της, όπως η “τυπική”, η “μη τυπική” και η “άτυπη”, αλλά και η “δια βίου μάθηση” σε συνδυασμό με την “εκπαίδευση ενηλίκων” και τη “μικτή μάθηση”. Η καλύτερη κατανόηση των εννοιών εξυπηρετεί την ευχερέστερη αντίληψη των διασυνδέσεων και των διαδράσεών τους στο πλαίσιο ανάλυσης της διατριβής που ακολουθεί στα επόμενα κεφάλαια.
1.1. Ανθρώπινο Κεφάλαιο
Η ανάδειξη της σημασίας του όρου “ανθρώπινο κεφάλαιο” ως σημαντικής οικονομικής έννοιας συντελέστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, αν και η ιδέα του ανθρωπίνου κεφαλαίου μπορεί να αναχθεί στον 18ο αιώνα, καθώς συναντάται στο συγγραφικό έργο του Σκωτσέζου οικονομολόγου Adam Smith (1776), με τίτλο «Ο πλούτος των Εθνών». Από τη δεκαετία του '60 ο Theodore Schultz και άλλοι οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι τόσο οι άνθρωποι σαν μονάδες, όσο και τα κράτη στο σύνολό τους οφείλουν να επενδύουν στην εκπαίδευση και στην κατάρτισή τους, προκειμένου να συγκεντρώσουν απόθεμα δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Το απόθεμα που θα δημιουργήσουν σε δεξιότητες, γνώσεις και ικανότητες είναι πιθανό να αποφέρει μακροπρόθεσμες αποδόσεις. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ το ανθρώπινο κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα μείγμα από εγγενή χαρίσματα και ικανότητες των ατόμων, καθώς και τις δεξιότητες και τις γνώσεις, τις οποίες αποκτούν μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου εξυπηρετεί πρωτίστως την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του ατόμου και ευρύτερα την ανάπτυξη της οικονομίας του κάθε κράτους.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ανθρώπινο κεφάλαιο ορίζεται ως η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων από τους Ευρωπαίους πολίτες μέσω της συμμετοχής τους σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης σε όλη τη διάρκεια ζωής τους. Το ανθρώπινο κεφάλαιο μακροπρόθεσμα μπορεί να συμβάλλει στην προώθηση της οικονομικής μεγένθυσης της Ευρώπης και να εξυπηρετήσει το έργο των επιχειρηματιών στην αναζήτηση και εύρεση του κατάλληλου εργατικού δυναμικού που θα καλύψει τις προσφερόμενες θέσεις απασχόλησης. Ο Schultz τόνισε ότι ως ανθρώπινο κεφάλαιο μπορούν να οριστούν εκείνες οι ικανότητες και δεξιότητες του ατόμου που μπορούν να του αποφέρουν οικονομικά κέρδη. O Schultz αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση και κατάρτιση ως μέσα άμεσης ικανοποίησης, αλλά ταυτοχρόνως αναγνωρίζει την επενδυτική τους αξία, διότι μπορούν να αποφέρουν στο άτομο και στην κοινωνία μελλοντικά οφέλη. Μεγάλος υποστηρικτής του Schultz ήταν ο Becker, ο οποίος υποστήριξε ότι η εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν επένδυση και ενστερνίστηκε την άποψη ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί έναν παράγοντα με σημαντική επίδραση στην παραγωγική διαδικασία. Οι Hornbeck και Salamon θεωρούν ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο αναφέρεται στις παραγωγικές δυνατότητες των ανθρώπων ως πηγή εσόδων σε μια οικονομία. Ο Ψαχαρόπουλος τονίζει ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο καλύπτει το σύνολο της σοφίας, των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ταλέντων και των εμπνεύσεων που οδηγούν το άτομο στην επίτευξη υψηλών στόχων. Για τον Ψαχαρόπουλο το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει μόνο τις επίκτητες ιδιότητες ενός ατόμου, αλλά και τις φυσικές ικανότητές του, οι οποίες εξελίσσονται μέσω της συμμετοχής του σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Με παρόμοιο τρόπο τοποθετούνται και άλλοι θεωρητικοί, ο Malhorta υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί ένα “περιουσιακό” στοιχείο για έναν οργανισμό, διότι τα άτομα που απασχολούνται στον συγκεκριμένο οργανισμό σε περίπτωση που διαθέτουν υψηλό ανθρώπινο κεφάλαιο, μπορούν να ενισχύσουν την οικονομική και παραγωγική δύναμη του οργανισμού.6 Ο Baptiste υποστηρίζει ότι στον όρο “ανθρώπινο κεφάλαιο” εμπεριέχονται οι γνώσεις, οι συμπεριφορές και οι δεξιότητες, οι οποίες αναπτύσσονται και αξιολογούνται κυρίως με βάση την οικονομική τους σημασία.7 Η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη σύγχρονη εποχή, κυρίως λόγω των συνεχών τεχνολογικών εξελίξεων και των προκλήσεων που προκαλούνται από τους διαρκείς μετασχηματισμούς στην εργασία. Για το λόγο αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο των αναπτυξιακών πολιτικών των σύγχρονων κρατών, και επομένως και εκείνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.