Μαζάνθρωποι - Ένας Θεατρικός Μονόλογος
Παύλου Αλέξανδρος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ρόλος Α΄ και μοναδικός: Γυναίκα
Σκηνικό: Τέσσερα μαξιλάρια στο κέντρο της σκηνής για
να θυμίζουν καναπέ. Μπροστά τους ένα μεγάλο πλαστικό
καπάκι που θυμίζει τραπέζι μ’ ένα άδειο βάζο πάνω του.
Στα δεξιά και αριστερά του ‘‘τραπεζιού’’ υπάρχουν δύο
μεγάλες μαξιλάρες που παραπέμπουν σε πολυθρόνες. Αρι-
στερά και λίγο πιο μπροστά απ’ τα υπόλοιπα υπάρχει ένα
σκαμπό. Πίσω απ’ τη μαξιλάρα, όπου κάθεται η γυναίκα,
υπάρχει ένα τραπεζάκι μ’ ένα πορτατίφ και ένα μπουκά-
λι με κονιάκ.
Η Γυναίκα κάθεται στη δεξιά μαξιλάρα και κοιτά την αρι-
στερή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τάκη, ήτανε που ήτανε, απόγινε η κατάστα-
ση. Ήταν στραβό το κλήμα, τo ’φαγε κι o γάιδαρος, που
λένε και στο χωριό μου. Χωριό δεν έχω, αλλά έτσι συνεχί-
ζεται πάντα η ατάκα.
Η Γυναίκα σηκώνεται και απευθύνεται στο Κοινό περιφε-
ρόμενη, ανά διαστήματα, παράλληλα με τη σκηνή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πρέπει να λες μια ατάκα ώστε να φαίνεσαι
ιδιαίτερος, μυστήριος, αστείος. Να γράφεις ένα απόφθεγ-
μα στο Facebook ταυτίζοντάς το με την ερωτική σου
απογοήτευση. Φαντάσου να είσαι ο Σοπενχάουερ και να
χρησιμοποιούνται αποσπάσματα απ’ τα βιβλία σου για να
λυτρωθεί ο χωρισμός της Σούλας και του Τηλέμαχου ή
της Αντιγόνης και του Θράσου. Θα αυτοκτονούσε και ο
ήδη νεκρός φιλόσοφος. Θα έλεγε “Δεν άξιζε καν τον κόπο
να είμαι μισάνθρωπος. Τι να μισήσω άλλωστε;” Το να μι-
σήσεις κάτι σημαίνει πως του δίνεις μια αξία, μια σημα-
ντική θέση. Εδώ, στα χρόνια που ζω στη Νέα Σμύρνη δεν
έχω βρει κάτι σημαντικό για να μισήσω. Οι άνθρωποι, όσο
τους ξέρω, μόνο μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε. Λες και δεν έχουν
άλλη δουλειά πέρα απ’ το να μας πουν τη γνώμη τους.
Από τότε, μάλιστα, που εμφανίστηκε και το Facebook, οι
γραφικοί των καφενείων απέκτησαν δημόσιο λόγο, βήμα,
έγιναν οι σύγχρονοι Σωκράτηδες και Πλάτωνες. Το δια-
νοείσαι; Αντικαταστάθηκε ο Πλάτωνας απ’ τον κυρ Κώ-
στα, τον λογιστή, το φαντάζεσαι;
Ο κόσμος έχει ανάγκη να μιλήσει, να πει την άποψή του,
να τη φωνάξει, να την ακούσουμε όλοι. Να κάνει τον δι-
καστή, τον εισαγγελέα, τον παντογνώστη. Μην τύχει και
τον περάσουν για χαζό ή, ακόμα χειρότερα, για πρόβατο.
Η νέα μάστιγα της εποχής, «όποιος σιωπά είναι συνένο-
χος», αν δεν ενώσεις τη φωνή σου με του κάθε τυπάκου
που ξεσηκώνεται και ουρλιάζει σαν μαλάκας χωρίς να ξε-
καθαρίζει τα κίνητρά του, πάει να πει πως είσαι εχθρός,
είσαι με τους “άλλους”. Δέχεσαι μια πίεση για να μιλήσεις
υποχρεωτικά, πρέπει να πεις κάτι, για να μας πείσεις ότι
είσαι δικός μας, με το μέρος μας, με το δίκιο μας. Γιατί δεν
μιλάς; Μίλα ρε! Γιατί δεν μιλάς;
Και να μιλήσω, τι να πω; Ξέρω, τι ξέρω; Επειδή έχω διαβά-
σει διακόσια βιβλία; Τι ξέρω; Πού μπορώ να βοηθήσω; Τα
χέρια μου πιάνουν, αλλά δεν τα θέλετε. Το στόμα μου έχε-
τε ανάγκη, μια ανούσια φασαρία, ακαταλαβίστικη, για να
ακουστεί παχιά μπας και φοβηθεί το θηρίο. Πόσες κοινω-
νικές αλλαγές έχουμε πετύχει μιλώντας; Με πόσα status
στο Facebook θα φάνε τα παιδιά στην Αφρική, ρε Τάκη;
Με πόσα έλεος κάτω από μια είδηση λαδώματος ενός
πολιτικού, θα σταματήσουν τα λαδώματα;
Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα τα τελευταία πε-
νήντα χρόνια, έχει αλλάξει όμως ένα πολύ σημαντικό, ο
τρόπος διαχείρισης των καταστάσεων. Συγκεκριμένα, η μη
διαχείριση των καταστάσεων. Ο κόσμος απλώς κοιτά και
σχολιάζει, δεν κάνει τίποτε άλλο. Δεν δρα, δεν πράττει,
δεν συμπάσχει, δεν αγαπά, δεν βοηθά, δεν επαναστατεί.
Μόνο δέχεται και πληκτρολογεί. Δεν καταλαβαίνει πως
πληκτρολογώντας το κακό που του επιβάλλουν, είναι σαν
να παραδέχεται δημόσια την ήττα του, αφού πέραν της
διαδικτυακής του γκρίνιας δεν θα ωφεληθεί πουθενά. Θα
σκύψει το κεφάλι, θα πάει στο γραφείο, θα ανεχτεί το
δωδεκάωρο, θα ανεχτεί τα 850 ευρώ μεικτά και θα γκρι-
νιάξει κι άλλη μια φορά στην κουζίνα της εταιρείας τρώ-
γοντας απ’ το μίζερο ταπεράκι που του έχει ετοιμάσει η
γυναίκα του.
Η αίσθηση που έχω είναι πως υπάρχει μια συνολική άρνη-
ση για κινητοποίηση. Θες γιατί έχουμε πολλές ευκολίες
λόγω της τεχνολογίας, θες γιατί ζούμε καλύτερα σε σύ-
γκριση με το 1700, δεν έχω απάντηση, εκτός από το να πω
ότι για διάφορους λόγους είμαστε πιο μαλθακοί, περισ-
σότερο ευάλωτοι, αναγκασμένοι να βουτάμε σε χούφτες
αντικαταθλιπτικών έχοντας μετατρέψει τους ψυχολόγους
σε επαγγελματίες με τις αμέσως καλύτερες προοπτικές
εξέλιξης μετά τους υδραυλικούς. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, εί-
ναι θλιβερό αλλά δεν έχω απαντήσεις. Το μόνο που έχω
μπροστά μου είναι ένας κόσμος μίζερος και ικανοποιημέ-
νος με ψίχουλα. Με σχεσούλες, με δουλίτσες, με μια μπίρα
με τους παλιούς συμμαθητές κάθε μήνα. Με το σκατό
του παξιμάδι για μια εκδρομή με την οικογένεια, που με-
τρά το ευρώ αν βγαίνει να φάει και γλυκό.
Αλλά δεν κλαίω κανέναν, κανέναν δεν κλαίω.
Κάθεται ξανά στη μαξιλάρα, κοιτά το ταβάνι νευρική,
σαν να σκέφτεται κάτι έντονο.
Κοιτά καθισμένη το Κοινό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τέλος πάντων. Όλοι κάνουν αυτό ακριβώς
που θέλουν. Σπούδασαν αυτό που ήθελαν ή δεν σπούδα-
σαν καθόλου ή μπήκαν σε μια σχολή για να μην μουρ-
μουρά ο πατέρας τους και κατέληξαν να καταχωρίζουν
δεδομένα δουλεύοντας σε μια τράπεζα για οκτώ ώρες τη
μέρα. Και τον ρωτάς: «Πώς είσαι;» «Είμαι καλά», σου λέει
μ’ ένα ύφος κι ένα ηχόχρωμα που εννοούν άλλα... “Δώστε
μου τα παιδικά μου χρόνια πίσω, κάνω δυο δουλειές για
να πηγαίνουν τα παιδιά φροντιστήριο κι εγώ δεν μπορώ
να δω ούτε τον Παναθηναϊκό την Κυριακή. Δεν προλα-
βαίνω, δώστε μου τη ζωή μου πίσω”.
Σηκώνεται πάλι και κοιτά το Κοινό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν το λέει, όμως, μόνο το βλέπεις στη γλώσ-
σα του σώματος. Μούγκα. Βλέπεις την Νάντια απ’ το λύ-
κειο. Αδύνατη και μουνάρα μ’ ένα παιδί στο καρότσι κι
ένα στα χέρια και κοιτάς ακριβώς δίπλα της τον αδιάφορο
και απεριποίητο άντρα της που πίνει μπίρες και κοιμάται.
Μόνο αυτό κάνει, το ζώο. Την κοιτάς και ξέρεις τι σκέ-
φτεται. “Εγώ παντρεύτηκα τον Τομ Κρουζ του σχολείου
και τώρα τα έχω μ’ έναν πρόωρο συνταξιούχο που κοιτάει
κώλους από πιτσιρίκες στον δρόμο γιατί μ’ έχει βαρεθεί.
Ποιος; Ο σαπιοκοιλιάς έχει βαρεθεί εμένα!”
Ούτε αυτή μιλάει, όμως, μόκο. Φοβάται για το μετά. ‘‘Πού
θα πάω μόνη με δύο παιδιά;’’ Το φωνάζουν τα μάτια της,
αλλά τα χείλη της λένε: «Τι ώρα θα πάμε στη μάνα σου
για φαγητό;»
Δεν μιλά κανείς. Για το τι νιώθει, τι θέλει, πού πάει. Δεν
μετακινείται, δεν κάνει τίποτα, δεν πάει πουθενά. Κολ-
λημένοι στα σκατά μέχρι να πνιγούν. Καθισμένοι σ’ έναν
καναπέ ο ένας στο laptop κι ο άλλος στο τελεβίζιο (που
έλεγε κι ο Λιαντίνης) να ασχολούνται με τις ζωές των άλ-
λων για να ξεχνούν τις δικές τους. Μπορείς ν’ ακούσεις
την πιο σκληρή χοντράδα για τον άγνωστο της τηλεόρα-
σης, αλλά για το μέσα τους δεν θα ακούσεις τίποτα. Μια
ατελείωτη φανφάρα για πράγματα που δεν έχουν καμία
ουσία. Για τα παιδιά της Μαρίας, την ηλικία της Χριστί-
νας, τον σκατοχαρακτήρα του Βασίλη και ούτω καθεξής.
Πολλές φορές θέλω να τους βουλώσω το στόμα, δε μι-
λάς που δε μιλάς για κάτι ουσιώδες, σκάσε! Γιατί υπάρ-
χει κι αυτή η νέα μόδα, το καινούριο χαρακτηριστικό του
ανθρωπάκου, να θεωρεί την παύση πρόβλημα. Είναι δυ-
νατόν να καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι δύο άνθρωποι και
ξαφνικά να υπάρξει πεντάλεπτη παύση; «Έχουμε επικοι-
νωνιακό θέμα». Δεν μπορείς να ρεμβάσεις και να συλλο-
γιστείς την ύπαρξή σου, πρέπει να βρεις μια μαλακία να
πεις. Πάντα πρέπει να βρίσκεις κάτι να πεις. Ανούσιο, άο-
σμο, αδιάφορο, γιατί μπορεί να σε περάσουν για βαρετό
τύπο αν δεν μιλήσεις πέντε λεπτά. Κρατιέσαι με νύχια
και με δόντια να μην πιάσεις το κινητό σου (αυτή είναι η
απάντηση στην παύση, όχι ο ουρανός ή η γιαγιά με τον
παππού που περπατούν στο απέναντι πεζοδρόμιο χέρι
χέρι βγαλμένοι από ταινία) και σου πουν πως ασχολείσαι
συνέχεια μ’ αυτό.