1. Το όνομα στο φάκελο
Ο Τηλέμαχος Δελβένης στεκόταν στην ουρά της Εθνικής
Τράπεζας με τα χέρια στις τσέπες του σκούρου σακακιού του.
Κρατούσε έναν κόκκινο φάκελο ταλαιπωρημένο. Οι παλάμες
του ίδρωναν. Δεν ήταν από την αγωνία, αλλά από ένα αδιόρα-
το αίσθημα ότι σε λίγο θα έκανε κάτι σπουδαίο. Ήταν σα να
περνούσε το συνειδητό κατώφλι της ωρίμανσης. Είχε δουλέψει
πολύ και από μικρός. Χρόνια σε βιοτεχνίες, εργάτης στα ναυ-
πηγεία, φορτοεκφορτωτής σε αποθήκες και πλέον βοηθός δί-
πλα σ’ έναν κλειδαρά. Κατασκευή κλειδαριών, λουκέτων και
πάσης φύσεως κλειδωνιών. Τα κατάφερνε άψογα. Τώρα, στα
είκοσι οχτώ του, είχε καταφέρει να βάζει λίγα λεφτά στην ά-
κρη. Και ακολουθούσε τη συμβουλή του πατέρα του: Αποτα-
μίευση, όπως έκανε κι αυτός, ακόμα κι αν έβγαζε ελάχιστα.
Δεν είχε όμως πια τον πατέρα του. Ο Οδυσσέας Δελβένης εί-
χε «χαθεί» στην Κατοχή. Ποτέ δεν έμαθε τις πραγματικές
συνθήκες, δε γνώριζε ακριβώς τι του είχε συμβεί. Ποτέ δεν είχε
βρεθεί το σώμα του, έστω νεκρό, αλλά και ποτέ από τότε δεν
υπήρξε κάποιο σημάδι ότι ήταν ζωντανός. Ακόμα και η μητέρα
του, που τη συντηρεί από το σκληρό του μεροκάματο, δεν ήξε-
ρε. Ή δεν ήθελε να πει. Ήταν όλα τόσο θολά εκείνη την εποχή.
Μια εποχή που έφτιαξε ήρωες, που δημιούργησε δολοφόνους
και εν πολλοίς στελέχωσε κάποια καίρια κομμάτια του μετα-
πολεμικού κρατικού μηχανισμού. Αυτοί, που είχανε χωθεί κα-
λά μέσα στις ακραίες ιδεολογίες του μισανθρωπισμού, αφοί
φοιτήσαν με άριστα στη συνεργασία με τους κατακτητές, προ-
σφέρανε απλόχερα τη γνώση τους στις ελεύθερες και δημο-
κρατικές κυβερνήσεις. Αντί να στέκονται με όνειδος και ειλι-
κρινή μεταμέλεια μπροστά στα δίκαια ικριώματα που θα έ-
πρεπε να στηθούν γι’ αυτούς, εντάχθηκαν με ονόματα καθαρά
και επώνυμα καθωσπρέπει.
Μπροστά του η γραμμή των πελατών κινούταν αργά. Έ-
στρεψε το κεφάλι του στον εντυπωσιακό χώρο της τράπεζας.
Το ύψος του ταβανιού ήταν ακαθόριστα μεγάλο. Γύψινες κορ-
νίζες και μεγάλα παράθυρα άφηναν να διαπερνά το φως θα-
μπό, φιλτραρισμένο από βαριές κουρτίνες. Το πάτωμα ήταν
γυαλισμένο, μωσαϊκό, φθαρμένο στις γωνίες από τα χιλιάδες
βήματα που είχε αντέξει. Οι πάγκοι εξυπηρέτησης σα μικρά
ξύλινα φρούρια, μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν από καρυ-
διά, γυάλινες προστατευτικές λωρίδες και θυρίδες για τα χαρ-
τιά, τα λεφτά και τα χρυσά νομίσματα. Ένα νοητό σύνορο, ό-
που εκεί πίσω το χρήμα αποθηκευόταν και αποταμιευόταν,
συνάρτηση σκληρής εργασίας από τους καταθέτες και αν σκε-
φτόταν ακόμα πιο τολμηρά, ίσως στα υπόγεια μπορεί και να
ξεπλενόταν.
Πίσω από τα ταμεία, οι υπάλληλοι με στυλό έγραφαν με τα-
χύτητα σε βιβλία με κόκκινο εξώφυλλο και τριμμένες ράχες,
έπειτα μετρούσαν τα χαρτονομίσματα, αριθμοί και προσθέ-
σεις, ο γλυκός πειρασμός να περνάνε εκατοντάδες χιλιάδες
δραχμές κάθε μέρα ανάμεσα από τα δάχτυλά τους κι αυτοί,
τίμιοι γαρ, να περιμένουν το καθορισμένο μηνιάτικό τους. Σε
μια γωνιά, μια γυναίκα με σκούρα μπλε ποδιά, καθάριζε αργά
έναν λεκέ από μελάνι με πράσινο σαπούνι και σφουγγάρι. Α-
νέπνευσε ο Τηλέμαχος, οι μυρωδιές ανακατευτήκανε. Μπο-
ρούσε να ξεχωρίσει το μείγμα: παλιό χαρτί και καρμπόν. Ακό-
μα οσφραινόταν έντονα και το άρωμα μιας κολόνιας. Ναι, ή-
ταν η κλασική γερμανική 47111 κάτι από περγαμόντο και λε-
βάντα. Ήταν ένας συγχρονισμός των τραπεζικών υπαλλήλων,
που εκτός από το βαριεστημένο και πολλές φορές αυστηρό
ύφος τους, ξεχώριζαν από τη συγκεκριμένη κολόνια.
Μετά παρατήρησε τους άνδρες που στεκόντουσαν μπροστά
του. Όλοι καλοντυμένοι. Σκούρα κουστούμια ραμμένα στο μέ-
τρο, γυαλισμένα παπούτσια, ρολόγια τσέπης με ασημένια α-
λυσίδα στο γιλέκο. Λίγοι κρατούσαν μπαστούνια, όχι απαραί-
τητα από ανάγκη, αλλά από μια υπενθύμιση μιας παλιάς αρι-
στοκρατικής συνήθειας. Ο τρίτος στη σειρά με το καλοσιδερω-
μένο παντελόνι διάβαζε την «Εθνική Φωνή» ή μάλλον την επι-
δείκνυε για να τον βλέπουν οι άλλοι ότι τη διαβάζει. Ακόμα κι
αυτές οι μικρές κινήσεις είχαν το δικό τους ειδικό βάρος. Την
κρατούσε σαν ένα εμβληματικό αντικείμενο. Με αυτόν τον
τρόπο δήλωνε πιστός στην αξιοπρέπεια, στην τάξη και στην
παράδοση. Στηριζόταν σε έναν εσωτερικό κόσμο που στηρίζει
την πειθαρχία, τη συγκράτηση και τη λογική ιεραρχία των
πραγμάτων. Απλά, δήλωνε υποστηρικτής της κυβέρνησης.
Ένας όρκος χωρίς λόγια. Έμπιστος στη νομιμότητα, στη συ-
ντηρητική κυβέρνηση, στην έννοια μιας χώρας που χρειάζεται
«σταθερό χέρι» και «εθνική ανάταση». Έλεγε, χωρίς να μιλά:
«Εγώ ανήκω εδώ, στον κόσμο, στον πυρήνα». Ήδη όλοι στην
τράπεζα του έδιδαν το διακριτικό της κομματικής νομιμοφρο-
σύνης.
Ο Τηλέμαχος ένιωθε να περισσεύει εκεί μέσα. Το σακάκι του
φθαρμένο στους αγκώνες, μέτρια σιδερωμένο. Τα παπούτσια
του είχαν ελαφρύ σκίσιμο στη ραφή και προσπαθούσε να στέ-
κεται με τρόπο, ώστε να το κρύβει. Το ένιωθε, αλλά δεν τον ε-
νοχλούσε. Ήταν εκείνο το γρήγορο κοίταγμα των άλλων, που
δεν κρατάει πολύ, αλλά λέει πολλά. Είχε μάθει να αναγνωρί-
ζει αυτά τα βλέμματα. Τα είχε συνηθίσει, ως καθημερινό βίω-
μα. Θα τα περιέγραφε κάπως υπολογιστικά, λίγο αφ’ υψηλού,
αλλά συγχρόνως ανώδυνα και συνάμα κοφτερά. Τις αδιευκρί-
νιστες ομιλίες που ερχόντουσαν στα αυτιά του από όλη την
αίθουσα του ισογείου, τις σκέπασε το μεταλλικό τρίξιμο από
το βαρύ ρολόι του τοίχου, καθώς γύριζε το λεπτοδείχτη. Τίποτα
δε φαινόταν να κινείται βιαστικά, όμως όλοι βιαζόντουσαν σα
να είχε συμφωνηθεί σιωπηρά πως η υπομονή είναι υποχρέω-
ση, αλλά ο χαμένος χρόνος καθήκον.
Ήδη είχε φτάσει μπροστά στο ταμείο. Είδε την πινακίδα που
έγραφε: «Άνοιγμα Τραπεζικών Λογαριασμών – Κατώτατο Πο-
σό: 2.500 δρχ». Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έπιασε το
πορτοφόλι του. Είχε αγνοήσει αυτήν τη λεπτομέρεια. Δε χρεια-
ζόταν όμως να ανησυχεί. Είχε ήδη αποταμιεύσει 3.243 δραχμές.
Θα τις έδινε όλες. Εκεί, φυλαγμένες δραχμές για να τοκίζο-
νται.
«Επόμενος», είπε βαριεστημένα ο υπάλληλος. Ήταν ένας
ηλικιωμένος, που έμοιαζε να περιμένει με προσμονή την εντο-
λή της σύνταξής του, αλλά ο κλητήρας που θα την έφερνε δε
εντόπιζε τη σωστή διεύθυνση για να την παραδώσει. Είχε λευ-
κά αραιά μαλλιά, όχι ικανά για να κρύψουν τη γύμνια της κε-
φαλής του. Φορούσε ένα καφέ σακάκι κι ένα μονόχρωμο με-
λαγχολικό πουκάμισο. Ακόμα κι όταν ο Τηλέμαχος στάθηκε
απέναντί του, παρέμεινε σκυμμένος πάνω από ανοιχτά τετρά-
δια με αριθμούς. Σα να είχε συνηθίσει μια ζωή να κοιτά τα τε-
φτέρια κι όχι τους ανθρώπους. Μπροστά του και λίγο στα
πλάγια υπήρχε μια επιγραφή σκαλισμένη σε επίχρυση επιφά-
νεια που στηριζόταν ενσωματωμένη σ’ ένα βαρύ ξύλο. «Ευθύ-
μιος Ραζής». Στην άλλη άκρη υπήρχε η πένα και το μελανοδο-
χείο για την εξυπηρέτηση των πελατών.
Αφού ο Ραζής, ύστερα από τόσες στιγμές αναμονής δεν είπε
τίποτα, μίλησε ο υπομονετικός πελάτης.
«Χαίρετε, είπε με συστολή ο Τηλέμαχος. Ήρθα ν’ ανοίξω λο-
γαριασμό ταμιευτηρίου».
Μάλλον η κίνηση του λεπτοδείκτη από το βαρύ ρολόι ήταν
πιο γρήγορη από το να φέρει το βλέμμα του που ήταν στραμ-
μένο προς τα κάτω και να κοιτάξει τον Τηλέμαχο. Τον είδε,
αλλά δεν τον παρατήρησε καθόλου. Η διαδικασία ήταν τυπική,
την είχε κάνει χρόνια και χρόνια. Οι λέξεις που έπρεπε να πει
καθημερινά ερχόντουσαν πια αυτόματα. Κι απλά είπε:
«Χαρτιά».
Με γρήγορες κινήσεις ο Τηλέμαχος, πέρασε το φάκελο κάτω
από το άνοιγμα που τους χώριζε. Ο Ραζής σα να δυσανασχέ-
τησε. Πάντα ζητούσε ένα ένα τα χαρτιά, είχε αυτό το ρυθμό
στην εργασία του. Αλλά εκείνη την στιγμή είτε από κούραση
είτε από πλήξη άλλαξε τον τρόπο του. Άπλωσε μπροστά του
ό,τι περιείχε ο φάκελος. Το πρώτο που τον ενδιέφερε ήταν το
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Είχε πια μάθει ότι
ακόμα κι όλα τα υπόλοιπα ήταν τυπικά εντάξει, χωρίς την κα-
θαρότητα αυτού του πιστοποιητικού, τίποτα δεν μπορούσε να
προχωρήσει. Το διάβασε με τα μικρά γαλάζια μάτια του. Το
διάβασε δεύτερη φορά. Κοίταξε τον Τηλέμαχο. Έβλεπε μπρο-
στά του ένα νεαρό άνδρα, ίσως ταλαιπωρημένο από τις βαριές
δουλειές που έκανε. Αλλά δεν επιτρεπόταν να παρασυρθεί
από το συναίσθημα. Είχε μια θέση ευθύνης. Αν δεν πληρούσε
τις προϋποθέσεις ο πελάτης, δεν είχε καμία δυνατότητα ο ίδιος
να παρακάμψει το νόμο.
«Να εδώ, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων… Πώς
να το πω; είναι κάπως θολό».
«Θολό;» ρώτησε ο Τηλέμαχος έκπληκτος.
«Ναι, είναι πώς να το πω; Δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό»,
συνέχισε ο Ραζής. «Υπηρετήσατε την στρατιωτική σας θητεία;»
«Φυσικά. Υπάρχει το απολυτήριο του στρατού».
«Περάσατε καλά;»
Ο Τηλέμαχος δεν καταλάβαινε που αποσκοπούν αυτές οι
παράξενες ερωτήσεις, αλλά απάντησε.