Σουπάι: Η Καρδιά του Δαίμονα
Μητσόπουλος Μάριος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το φως του φεγγαριού έπαιζε με τα στάσιμα νερά της λίμνης. Τα αρχαία δέντρα άπλωναν επιβλητικά τα φυλλώματά τους και αντιστέκονταν στο ταξίδι του
ανέμου που κουβαλούσε τις μυρωδιές της ζούγκλας.
Κοιτούσε τριγύρω και πάσχιζε να μην κάνει θόρυβο κανέναν. Ακόμη και η ανάσα με βία άφηνε τα στήθια του. Κρατούσε σφιχτά το πέτρινο εγχειρίδιό του,
αλλά ήξερε καλά πως οι μέρες της δόξας είχαν πια περάσει. Ήταν γέρος πια, αδύναμος και κουβαλούσε μυστικά ισχυρά, κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Δύναμη
όμως δεν είχε καμιά για να τα προστατέψει.
Βγήκε στο ξέφωτο και αντίκρισε τη λίμνη με τα θολά της νερά. Από μικρό παιδί ψάρευε εκεί και τώρα ένιωθε πως γύρισε για να πεθάνει. Ψαχούλεψε το
σακούλι που είχε κρεμασμένο στα λαγόνια του και τράβηξε ένα πετράδι. Αναμνήσεις ατέλειωτες το έσκασαν από τις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού του
και ύστερα το πέταξε με δύναμη μέσα στο νερό. Γύρισε και ετοιμάστηκε.
Θόρυβοι άρχισαν να ακούγονται και δεν ήταν οι θηρευτές της νύχτας. Ήταν η κατάρα που μάστιζε τη ζούγκλα εδώ και πολλά χρόνια. Ξένοι σε ξένο τόπο να
διεκδικούν χρυσάφια και δύναμη, βασιλιάδες μακριά από τον τόπο τους, εκεί που ήταν απόκληροι και ποταποί.
Πάνοπλοι εμφανίστηκαν μπροστά του οι τέσσερις καβαλάρηδες. Καλύτερα από αδερφούς τους ήξερε και γνώριζε την κατάρα που κουβαλούσαν στις
πλάτες τους. Είχαν αφήσει μακριά τα υποζύγιά τους, αλλά το ατσάλι μπήκαν στον κόπο να το κουβαλήσουν.
Γυάλιζε διψασμένο για αίμα και δεν άργησαν να του το χαρίσουν. Ρίχτηκαν πάνω του και τον πετσόκοψαν.
Αντιστάθηκε τίμια, αλλά η ζωή του έγινε μια σκόνη που απλώθηκε και ταξίδεψε στα βασίλεια της νύχτας.
Ένας από τους εχθρούς βούτηξε στη λίμνη και ψαχούλεψε για ώρα στα τυφλά. Βρήκε το πετράδι και το τράβηξε. Το έσφιξε στη χούφτα του και ύστερα το
έκρυψε σε μια τσέπη. Όπως εμφανίστηκαν έτσι και εξαφανίστηκαν, σαν αερικά. Τίποτα δεν σεβάστηκαν και για άλλη μια φορά μίαναν την παρθένα ζούγκλα την
παλιά.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΟΥΓΙΟΥ
Στην πιο δύσβατη επικράτεια της ζούγκλας μία ακόμη μέρα ξημέρωνε. Οι γυναίκες βάλθηκαν να ετοιμάσουν το πρωινό με τα φρούτα του δάσους και οι άντρες
ζώστηκαν τα ακόντια και τα τόξα για να τιμήσουν τους θεούς του κυνηγιού.
Ο Ναγί άργησε να ξυπνήσει εκείνη τη μέρα. Σηκώθηκε νωχελικά και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στις σκονισμένες γωνιές της καλαμωτής
καλύβας του. Ποτέ δεν έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον τόπο του, αλλά όπως και να είχε θα του έλειπε.
Με το μυαλό να ταξιδεύει στην λαμπρή πόλη του ηγεμόνα του Ήλιου και όχι στην ταπεινή Αντισούγιου και την άχαρη καθημερινότητά της, άνοιξε
το μοναδικό μπαούλο που είχε στο σπίτι και έβγαλε από μέσα ένα χρυσό αγαλματίδιο. Τούτο ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε στην κατοχή και ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να το θυσιάσει για το μέλλον του. Το τύλιξε
σε ένα πανί και το έθεσε στο δερμάτινο σακί που χρησιμοποιούσε για όλες τις καθημερινές δουλειές.