Λειψώ
Γιαμά Κατερίνα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΛΙΝΑ
Τα σκαλιά είχαν περαστεί με φτηνό απορρυπαντικό αφήνοντας ένα παράξενο έως και αλλόκοτο άρωμα στο χώρο. Μάρμαρο δεύτερης διαλογής, κοφτερό στις άκρες με το που έστριβε για να ανέβει από όροφο σε όροφο του κτιρίου. Σταματούσαν απότομα δημιουργώντας την έντονη αίσθηση ότι η διαδρομή συνεχιζόταν, αρκεί όποιος τα ανέβαινε να είχε αντοχές και πείσμα για μια ανάβαση δέκα ορόφων.
Το ασανσέρ περασμένης δεκαετίας, αγκομαχούσε σαν τρένο παραφορτωμένο, χαλούσε συχνά πυκνά από την πολυχρησία και κάθε τρεις και λίγο ερχόταν ένας τυπικός στο επάγγελμά του τεχνικός της εταιρείας κατασκευής, σταματούσε τη λειτουργία του και έκανε τη συντήρηση. Μέσα στα είκοσι χρόνια κατασκευής του κτιρίου το ασανσέρ αυτό προειδοποιούσε ότι οι αντοχές του δοκιμάζονταν σκληρά, και οι ένοικοι που το χρησιμοποιούσαν έτρεμαν κάθε φορά μήπως τους αφήσει μετέωρους ή μήπως τους γκρεμίσει από τον δέκατο όροφο στο ισόγειο. Ο ήχος του συρματόσχοινου θαρρείς ότι προοιώνιζε το μοιραίο αλλά κανείς δεν ήξερε πότε θάρθει. Ανατριχιαστικός και υπόκωφος έκανε το αίμα στις φλέβες να παγώνει και μετά πάλι να επανέρχεται στην κανονική ροή του. Καθημερινός, σαν γρανάζι πολυκαιρισμένο με ημερομηνία λήξεως. Παρόλα αυτά, οι ένοικοι του κτιρίου, ιδιοκτήτες και μη, τον είχαν συνηθίσει, όπως τον καφέ τους το πρωί, και απορούσαν όταν ο θάλαμος του ασανσέρ κατέβαινε χωρίς τρίξιμο και αναταράξεις.
-Διάολε, φοβάμαι ότι ανά πάσα στιγμή θα ακινητοποιηθεί. Σταμάτησε κάποτε ανάμεσα σε δυο ορόφους, μόλις είχα μπει από τον ένατο για το ισόγειο. Ο φόβος μού πότισε τα κύτταρα, αισθάνθηκα την κύστη μου να σπάει και να μυρίζει κάτουρο. Είχα κατουρηθεί πάνω μου, σοβαρολογώ, εξομολογιόταν ο μεσόκοπος δικηγόρος του ενάτου στον δάσκαλο του τρίτου, κατεβαίνοντας την ίδια ώρα για να φύγουν.
Εκείνος τον κοίταξε λοξά.
-Στην κυριολεξία δηλαδή; Κατουρήθηκες! Λέρωσες το κουστούμι του δικαστηρίου; Ξέρεις λοιπόν ποιος άλλος παίζει να τα έχει κάνει επάνω του από εδώ μέσα; Ο διαχειριστής. Αυτός, ναι. Από φόβο. Ο δικός του φόβος όμως, αρχίζει όταν παίρνει το αναθεματισμένο ασανσέρ για το ισόγειο όπου δίπλα είναι η πόρτα για το υπόγειο. Κάνει λες και τον πιάνει το στερητικό του. Τρέμει λίγο το σαγόνι του, λίγο τα πόδια του, λίγο η ψυχή του. Κάθε φορά που κατεβαίνει εκεί κάτω, για να μετρήσει το πετρέλαιο, να δει τον καυστήρα ή να βγάλει λάδι απ΄ τη λαδίκα του. Μου το έχει εκμυστηρευτεί, όμως δεν μου αποκαλύπτει το λόγο. Βάζω πολλά στο νου μου. Στις μέρες μας τα πάντα είναι υπό αμφισβήτηση.
Με τα τελευταία του λόγια ο δάσκαλος πήρε το ύφος ενός μύωπα αστυνομικού. Σούφρωσε τα χείλη και τα μάτια σε μια ταυτόχρονη κίνηση σα να προσπαθούσε να δει μακριά. Έβηξε συνθηματικά, αντάλλαξε ένα βλέμμα γεμάτο ερωτηματικά με τον άλλον και μετά έδειξε ότι δεν ήθελε να επεκταθεί περισσότερο. Ο δικηγόρος με την κίτρινη κοντομάνικη μπλούζα και το μπεζ χακί παντελόνι από ακριβό λινάρι, έπιασε το νόημα και άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ.
-Ώρα να αναλάβουμε καθήκοντα. Ο καθείς εφ΄ ώ ετάχθη. Εσύ στις τελευταίες εξετάσεις των μαθητών σου κ΄εγώ στο δικαστικό μου μέγαρο. Τα μυστήρια λύνονται μόνο τις νύχτες. Το σκοτάδι βλέπεις, αποκαλύπτει κατά παράξενο τρόπο τα σκοτάδια που κρύβουμε ο καθένας μέσα του. Αν δεν τα κρύβουμε καλά εννοείται..., ήταν η τελευταία του φράση πριν εξαφανιστεί με βιασύνη από τα μάτια του άλλου.
Λίγο πριν βγει από την είσοδο, γύρισε και κοίταξε φευγαλέα την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο. Σαν κάτι να έψαχνε, όμως μετά άνοιξε απότομα και βγήκε. Ο δάσκαλος, που άκουγε στο όνομα Σίμος, κοντοστάθηκε εξετάζοντας τη δική του περίπτωση. Κάθε φορά που κατέβαινε εκεί κάτω είχε την έντονη αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθεί κρυμμένος πίσω από την πόρτα μιας από τις τριάντα αποθήκες. Κάθε αποθήκη αντιστοιχούσε σε ένα διαμέρισμα αλλά υπήρχαν και διαμερίσματα που δεν είχαν την πολυτέλεια αυτή. Ο ίδιος είχε στην κατοχή του μία από τις πρώτες στη σειρά. Απέφευγε να κατεβαίνει, και ο φόβος του είχε να κάνει με το βάθος του υπογείου, το σκοτάδι και το άγνωστο που κρυβόταν πίσω απ΄τους τοίχους του. Γι΄ αυτό όταν έπρεπε να κατέβει, έπαιρνε τον φακό και το κινητό μαζί του. Η μαυρίλα των τοίχων από την υγρασία και η σιωπή που επικρατούσε, αντιπροσώπευε γι΄ αυτόν έναν άγνωστο και απειλητικό κόσμο. Όπως ο κόσμος που υποψιαζόταν ο ίδιος ότι υπήρχε σε κάποιους από τους ενοίκους και ιδιαίτερα σε δύο συγκεκριμένους από αυτούς.
Μόλις άρχιζε το Φθινόπωρο. Οι ζαβολιές του καλοκαιριού πάνω απ΄ τις ιαματικές πηγές που σχημάτιζαν γούβες γεμάτες αχνιστό νερό, για τους ντόπιους και τους ξένους τουρίστες, έπαιρναν τέλος. Μια μελαγχολία σκέπαζε την παραλία κατά μήκος. Επεκτεινόταν στα μαγαζιά που άρχισαν να κατεβάζουν τα πλαστικά προστατευτικά για τις πρώτες βροχές, στους δρόμους με τη λιγοστή κίνηση, στα πρόσωπα που αν και ηλιοκαμένα, έδιναν την έντονη εντύπωση μιας γκρίζας διάθεσης. Κινούνταν σε αργή κίνηση, πάνω σε ποδήλατα ή με τα πόδια, σαν σε ασπρόμαυρο φιλμ. Ο θερινός κινηματογράφος έβαλε ταμπέλα απέξω που έγραφε «Κλειστόν» και το γαλακτοπωλείο με τα ντόπια σιροπιαστά μάζεψε τα καρεκλοκαθίσματα. Η λουτρόπολη μετατράπηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε μια μουντή κωμόπολη χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μοναδικό ενδιαφέρον ήταν η θάλασσα, τα τακτικά δρομολόγια του φέρυ μποτ μέχρι την απέναντι ακτή, και τα υδροθεραπευτήρια που άντεχαν για ακόμα λίγο ανοιχτά.
-Έχουμε λίγο χρόνο ακόμα. Η σεζόν κατεβάζει ρολά. ΄Οπως πάντα, ξέρεις. Μας σώζουν μόνο τα λουτρά με τους΄Ελληνες ηλικιωμένους που εξακολουθούν για λίγο ακόμη τα μπάνια τους. Άντε και λίγο οι ξένοι. Αλλά βλέπεις, αυτοί δεν ξοδεύουν ρε παιδί μου. Τι τρώνε στον τόπο τους δηλαδή; Μόνο σαλάτες; Δεν ζηλεύουν κανένα χταποδάκι, καλαμάρι; Τι διάολο.. Μήπως να τολμούσαμε τώρα με την αναβροχιά εκείνο το ταξίδι που λέγαμε πίσω απ΄τα κάγκελα της φυλακής, για το παλιό βουνό ή το Μάτσου Πίτσου; Η ζωή είναι μικρή, σχολίασε με πικρία ο αρρενωπός ταβλαδόρος που έριχνε εκείνη τη στιγμή το ζάρι φιλώντας το για να βγάλει εξάρες.
Ο αντίπαλός του τον κοίταξε μέσα απ΄ τα γυαλιά με νόημα δείχνοντας ότι μάλλον συμφωνεί αλλά ότι δεν του πέφτει λόγος. Είχε καταγράψει την πρώτη επιτυχία στο παιχνίδι και ετοιμαζόταν για τη δεύτερη.
-Η ιστορία επαναλαμβάνεται, μάγκα μου Φίλωνα. Γούσταρα που όλοι μιλούσαν για τη φετινή θερινή σεζόν λες και μιλούσαν για κάτι σίγουρο. «Αναμένεται μεγάλος όγκος τουριστών από την ενδοχώρα και όχι μόνο. Τα καταλύματα έχουν ετοιμαστεί για την υποδοχή, κλπ. κλπ.». Πατάτα, αγαπητέ μου! Μπούρδες! Τίποτε απ΄αυτά δεν συνέβη. ΄Ολα λόγια του υπουργείου και των ξενοδόχων. Ας ρωτήσουν εμάς που το ζούμε, και θα πάρουν την απάντηση. Όσο για το περιβόητο ταξίδι φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να το αναβάλλουμε επ΄ αόριστον μέχρι νεωτέρας, σχολίασε με την ίδια πικρία.
Από εκεί και πέρα έπεσε σιγή. Μια μύγα πετούσε χαμηλά, με κίνδυνο να την συλλάβει η σκοτώστρα του ιδιοκτήτη του καφενείου. Στάθηκε, σα να είχε καρμικό ρόλο στο παιχνίδι των δυο ανδρών, μεσόφρυδα στο μέτωπο του Φίλωνα και δεν έφευγε με τίποτε. Μέχρι που βαρέθηκε να είναι ακίνητη, οπότε πέταξε μακριά του, έξω προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Το παιχνίδι την ίδια στιγμή είχε νικητή και αυτός ήταν ο Φίλωνας. Ένας γκριζομάλλης πενηντάρης περίπου, με την άνεση του ανθρώπου που ό,τι και να γινόταν θα έβρισκε την άκρη. Ο «αέρας» του την ώρα που σηκώθηκε για να φύγει, ρίχνοντας στο τραπέζι ένα ολόκληρο πεντάευρο για τον καφέ του, μαρτυρούσε με ακρίβεια αυτό που ήταν πραγματικά.΄Ενας κοσμοπολίτης ναυτικός που επέστρεψε ματσωμένος στη γενέθλια πόλη, επένδυσε το κομπόδεμά του σε κάποια μικροεπιχείρηση και γύρευε να πιάσει το κουβάρι των παλιών συνηθειών και φίλων από την αρχή.
«Ψευδαίσθηση», σκέφτηκε ο αντίπαλός του σα να βρισκόταν ακριβώς μέσα στο μυαλό και στα σχέδιά του. Συνηθισμένος να κάνει προβλέψεις, να διαβάζει το κακό εκεί που οι άλλοι μπορεί να μην το υποψιάζονταν καν, μάντευε συνήθως τις προθέσεις του αρρενωπού συμπαίκτη του. Μειδίασε ειρωνικά γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο περίπτωση να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρά του για ταξίδια πέρα από τη Θεράπολη. Απλά γιατί σ΄ εκείνη την ξεχασμένη λουτρόπολη, τη χαμένη μέσα στο μύθο της, η καθημερινότητα, παγιδευμένη μέσα στα γρανάζια της, είχε άλλα σχέδια κυρίως γι΄ αυτούς που επέστρεφαν. Κάτι σαν εκδίκηση, σαν τιμωρός νόμος, επειδή κάποτε έφυγαν από εκεί, χόρτασαν τη ζωή τους, την «έφαγαν» με το κουτάλι, απόλαυσαν τις ηδονές της, τις πλήρωσαν ακριβά μέσα στη στενή, και γύρισαν πίσω, ή γιατί δεν είχαν κάτι άλλο να κάνουν ή από νοσταλγία για όσα είχαν αφήσει πίσω τους.

Η δεκαόροφη πολυκατοικία έμοιαζε, από μακριά μέσα στη νύχτα και κάτω από τα δυνατά φώτα της κεντρικής οδού, σαν ένα άχαρο κτίσμα ογκώδες, χαρακτηριστικό δείγμα της νέας χιλετίας, χωρίς πράσινο στα μπαλκόνια, πολιορκημένη από τον όγκο του τσιμέντου σε βαθμό κακουργήματος. Ακόμη και τα μπαλκόνια της δεν άφηναν περιθώρια οπτικής επαφής με τον ορίζοντα. Μόνο από τον δέκατο όροφο μπορούσε κανείς, αν καθόταν στο μπαλκόνι, να αγναντέψει τις χαμηλές ταράτσες των διπλανών σπιτιών, διάσπαρτες από δεκάδες ηλιακούς θερμοσίφωνες και κεντρικές κεραίες τηλεοράσεων. Πλησίαζε δέκα το βράδυ και η κινητικότητα στο εσωτερικό της άρχιζε να λιγοστεύει. Οι τηλεοράσεις στη διαπασών, καθώς γηραλέες, πικρόχολες υπάρξεις είχαν πρόβλημα ακοής και δυνάμωναν τον ήχο συνεχώς, ενώ κάπου κάπου ακούγονταν κλάματα μωρών των νεαρών ζευγαριών που έμεναν εκεί. Κάποια στιγμή, έπεσε το ρεύμα και ακούστηκαν φωνές μέσα από το ασανσέρ. Ο διαχειριστής έτρεξε έντρομος να ειδοποιήσει την πυροσβεστική και επικράτησε μια σχετική αναστάτωση. Μέσα στη χανταβάρα, κανείς δεν πρόσεξε τον άνδρα που γλίστρησε έξω από το διαμέρισμα του εβδόμου ορόφου, κατέβηκε προσεκτικά τις σκάλες ανάμεσα στους άλλους ορόφους και έφτασε ανενόχλητος στο ισόγειο. Μια γάτα που είχε μπει κατά λάθος στην είσοδο και είχε κλειστεί μέσα νιαούρισε μακρόσυρτα, αλλά η αλήθεια ήταν ότι κάτι είχαν δει τα σαγηνευτικά μάτια της, κάτι την έκανε να τρομάξει. Κάτι που οι άλλοι δεν το έβλεπαν μέσα στο σκοτάδι.
-Είναι κανείς στη σκάλα; Παρακαλώ να παραμείνει στη θέση του μέχρι να αποκατασταθεί η βλάβη, ακούστηκε από ψηλά η φωνή του διαχειριστή.
Έστησε αυτί για να αφουγκραστεί. Κανένας θόρυβος, ανάσα, ψίθυρος. Μόνο η κομμένη ανάσα του άντρα που άρχισε να γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας που οδηγούσε στο υπόγειο. Ακούστηκε το τρίξιμο της ξύλινης πόρτας, μετά κόπηκε απότομα και στη συνέχεια το κλειδί άρχισε να γυρίζει από τη μέσα μεριά αυτή τη φορά.
«Δεν μπορεί να με γελούν τ΄ αυτιά μου. Κάποιος μπήκε στο υπόγειο που οδηγεί στις αποθήκες των διαμερισμάτων. Αυτός ο κάποιος όμως δεν έχει καμιά δουλειά τέτοια ώρα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι θα κινδυνέψει να κουτρουβαλιαστεί».
Αυτή η σκέψη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του διαχειριστή που ξαναφώναξε από ψηλά σκύβοντας στα κάγκελα της σκάλας.
-Είναι κανείς εκεί;
Η αγωνία του χτυπούσε κόκκινο καθώς το μόνο που άκουγε ήταν τα χτυπήματα αυτών που είχαν εγκλωβιστεί στο θάλαμο τού ασανσέρ και τους φώναξε « Έρχεται η διάσωση. Σε πέντε λεπτά θα είστε έξω. Παρακαλώ, όχι πανικός».
Eπικράτησε για λίγο σιωπή. Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος προειδοποιητικής κόρνας πυροσβεστικού οχήματος και αμέσως μετά αναγκάστηκε να κατέβει για ν΄ανοίξει την κεντρική είσοδο.