Το όραμα του Άμλετ
Σακέλης Πάνος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Κεφάλαιο Πρώτο: Η Αναζήτηση
Ήταν από εκείνες τις νύχτες που δεν σου έκανε καρδιά να κλειστείς στο
σπίτι σου. Ο Άβελ Χάμιλτον περπατούσε αφηρημένα στους δρόμους της
Νέας Υόρκης προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει
τελικά να ζητήσει τόσο ξαφνικά αυτήν την δεκαήμερη άδεια. Ο
αρχισυντάκτης του τον είχε κοιτάξει περίεργα και σαν να ήξερε κάτι
παραπάνω του είχε πει,
"Οκτώβρη μήνα άδεια; Να υποθέσω ότι έχεις βρει κάποιο θέμα για
κανένα βιβλίο ή πάλι θα γυρνάς χωρίς σκοπό και μια ακόμα άδεια θα πάει
χαμένη;"
"Έχεις παράπονο από μένα;"
"Εγώ; Όχι. Εσύ πρέπει να έχεις. Είσαι ένας δημοσιογράφος πρώτης
κατηγορίας και δεν θ' αργήσει η μέρα που θα βρεθείς σε μια θέση σαν την
δική μου. Όμως άλλο δημοσιογραφία και άλλο λογοτεχνία. Τι απ' τα δύο
θέλεις Άβελ; Το πρώτο το έχεις στο τσεπάκι σου. Το δεύτερο, δεν ξέρω. Το
γράψιμό σου μερικές φορές έχει κάτι το φευγάτο, αλλά δεν αρκεί. Όμως για
να ζητάς άδεια, κάτι θα έχεις στο μυαλό σου".
"Άστο αυτό. Για το προηγούμενο που είπες, τι προτείνεις;"
"Τι προτείνω; Βρες ένα θέμα και ξεκίνα ένα μυθιστόρημα. Νομίζω
πάντως ότι γι' αρχή δέκα ημέρες είναι αρκετές. Μετά βλέπουμε. Και πού
'σαι; Μην αράξεις στον καναπέ σου. Φύγε. Βγάλε ένα εισιτήριο για
οπουδήποτε, αλλά φύγε".
"Λες;"
"Λέω. Κάποτε είχα κι εγώ ένα παρόμοιο δίλημμα αλλά προσπάθησα να
το λύσω στο μπαρ της γειτονιάς μου".
"Και τι έγινε;"
"Δεν έγινε, έγινα. Αρχισυντάκτης. Ρε Άβελ, αν είχα κάνει κάτι δεν θα το
ήξερες; Δρόμο τώρα γιατί έχω να διαβάσω ένα μάτσο άρθρα".
Ο Άβελ έμενε στο Μπρούκλιν, στην οδό Κέαπ, στον πέμπτο και τελευταίο όροφο μιας παλιομοδίτικης πολυκατοικίας. Ζούσε μόνος του και
ήταν οικονομικά άνετος, μια που ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε τρία
διαμερίσματα στην περιοχή, τώρα δικά του, που ήταν νοικιασμένα και του
έδιναν ένα σταθερό εισόδημα. Το σπίτι που έμενε ήταν των γονιών του. Η
μητέρα του είχε φύγει στην αδελφή της, στα νότια, μην αντέχοντας την Νέα
Υόρκη, αλλά λίγο μετά είχε κι αυτή φύγει.
Το να γράφει μυθιστορήματα ήταν μια παλιά του αγάπη που όμως είχε
μείνει μόνο στο να ξεκινάει κάποιες ιδέες και να τις αρχειοθετεί σαν
ακατάλληλες. Το όλο θέμα το είχε φέρει στο προσκήνιο η φίλη του, μια
σαραντάρα αρχιτεκτόνισσα, όταν στα γενέθλιά του πριν δυο μήνες τον είχε
προβοκάρει πάνω σ' αυτό.
"Άβελ, γιατί δεν γράφεις ένα μυθιστόρημα;"
"Πού σου ήρθε;" την είχε ρωτήσει για να μην πάρει καμμία απάντηση.
Του είχε κλείσει πονηρά το μάτι, τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρά της
και χωρίς άλλα λόγια άρχισε να τον γδύνει.
"Τώρα αυτό τι σχέση έχει με το μυθιστόρημα;"
"Σου δίνω ιδέες", του είχε πει και είχε βάλει τα γέλια.
"Όταν λες μυθιστόρημα, εννοείς να γράψω καμμιά ερωτική ιστορία;"
Τον κοίταξε χωρίς να προσθέσει τίποτα. Ξάπλωσε και του έκανε νόημα
να ξαπλώσει κι αυτός.
"Σήμερα έχεις τα γενέθλιά σου. Αυτά άφησέ τα γι΄ άλλη φορά".
Είχαν περάσει κοντά δύο μήνες από εκείνο το βράδυ μέχρι ν'
αποφασίσει να ζητήσει την άδεια που θεωρούσε πως χρειαζόταν, και
ύστερα από μια έντονη νύχτα με την Αμέλια, είχε έρθει η στιγμή που
περίμενε, αυτή της αναχώρησης. Δεν έμεναν μαζί. Η σχέση τους ήταν από
αυτές που θα τις χαρακτήριζες σαν ερωτικές. Απλά, κάθε τόσο,
κοιμόντουσαν ή καλύτερα συναντιόντουσαν σε όποιο σπίτι ήθελαν και
πάντα ανάλογα με την δουλειά που έτρεχε η Αμέλια. Αυτό το διάστημα
κάθε πρωί πήγαινε σε μια οικοδομή κοντά στο δικό του σπίτι και του είχε
κάνει κατάληψη. Μαζί μ' αυτό και πιο πολλές ερωτικές στιγμές. Αυτά
πήγαιναν πακέτο.
Εκείνο το πρωί, πρώτη μέρα των διακοπών του, ο Άβελ δεν είχε
αποφασίσει ακόμα που θα πήγαινε και πολύ περισσότερο ποιο θα ήταν τοφόντο του βιβλίου του. Στο μυαλό του σχηματίστηκε εκείνη την στιγμή κάτι
σαν παιχνίδι. Θα ετοίμαζε ένα σακβουαγιάζ με λίγα ρούχα, θα έπαιρνε τον
υπολογιστή του, ένα μικρό λάπτοπ, και θα πήγαινε στο αεροδρόμιο. Η
πρώτη πτήση που θα έφευγε για οπουδήποτε θα είχε κι αυτόν σαν επιβάτη.
Στην διάρκεια της διαδρομής θα έφτιαχνε το γενικό πλάνο του βιβλίου.
Τι βλακείες είναι αυτές; Ποιος είσαι; Εδώ τόσα χρόνια δεν βρίσκεις θέμα
και θα το χτίσεις σ΄ένα ταξίδι; μονολόγησε και αμέσως κατάλαβε πως
υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις του. Παραδόξως όμως δεν το έβαλε κάτω. Και
τι θα χάσω; Ποιος θα το μάθει;
Η Αμέλια είχε ξυπνήσει νωρίς, τον φίλησε κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
Την περίμεναν στην οικοδομή κι έπρεπε να είναι εκεί πριν αρχίσουν οι
εργασίες. Ο Άβελ σηκώθηκε βαριεστημένος έχοντας ήδη μετανιώσει για τις
πρώτες σκέψεις της ημέρας. Αυτό όμως τον έκανε να νοιώσει άσχημα και
αποφάσισε τελικά αυτήν την φορά ν' ακολουθήσει αυτό το εξωπραγματικό
σχέδιο.
Το πολύ πολύ να πάω διακοπές για δέκα μέρες και πάλι πίσω. Θα μου πεις
τελικά τι θα κάνεις με το πλάνο ζωής που λες; Συντάκτης ή συγγραφέας;
Προτίμησε να μην απαντήσει κι εντελώς νωχελικά έβγαλε ένα
σακβουαγιάζ απ' το πάνω μέρος της ντουλάπας του. Παρόλα ταύτα, μισή
ώρα μετά, με την δερμάτινη τσάντα του στον ώμο και κρατώντας το
σακβουαγιάζ σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε και του ζήτησε να τον
πάει στο αεροδρόμιο Τζων Κένεντυ.
"Ελπίζω να έχουμε χρόνο γιατί έχει πολύ κίνηση και δεν ξέρω πόση ώρα
θα κάνουμε. Τι ώρα πρέπει να είσαστε εκεί;" τον ρώτησε ο ταξιτζής.
"Δεν έχω πρόβλημα. Δεν έχω ακόμα αποφασίσει που θα πάω ούτε ποια
πτήση θα πάρω. Χαλάρωσε και βάλε αν θες καμμιά μουσική στο
ραδιόφωνο".
Ο ταξιτζής τον κοίταξε και σκέφτηκε, Τι σόι μούρλα κουβαλάει ο τύπος;
Κούνησε το κεφάλι του κι έβαλε έναν σταθμό στο ραδιόφωνο που πίστευε
πως ταίριαζε στο προφίλ του επιβάτη του. Ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζε
τακτικά με τον εαυτό του προσπαθώντας να καταλάβει από τις αντιδράσεις
τους αν είχε κάνει λάθος. Αυτήν την φορά όμως ο επιβάτης του ήταν
εντελώς ανέκφραστος.
Ο Άβελ χωρίς να το θέλει είχε μπλεχτεί στο δικό του παιχνίδι και προσπαθούσε να περιορίσει τουλάχιστον τις κατηγορίες του πιθανού του
βιβλίου. Επιστημονική φαντασία με τίποτα, σκέφτηκε. Ερωτικά
αποκλείονται, βιογραφίες να μου λείπουν. Τι μένει; Ιστορικά ή αστυνομικά;
Μπα, δεν νομίζω. Ο κύκλος των θεμάτων ένιωσε να στενεύει κι αυτό του
έφερε άγχος.
Δεν θα τα πάμε καλά! σκέφτηκε και προς στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό
να πει στον ταξιτζή να τον γυρίσει πίσω. Η εικόνα της Αμέλιας που θα τον
κορόιδευε ήταν ο λόγος που αποφάσισε τελικά να συνεχίσει το τόσο
περίεργο πείραμά του. Όταν τον κοιτούσε μ' εκείνο το ειρωνικό της βλέμμα
και του ζητούσε ύστερα από παρόμοιες συζητήσεις να την ακολουθήσει στο
κρεβάτι ήταν σαν να του έλεγε πως μόνο γι' αυτό ήταν ικανός.
Από εκείνη την στιγμή και μετά αφέθηκε εντελώς στην τύχη του. Και
ξαφνικά άρχισε να γίνεται περίεργος. Ποια θα ήταν η πρώτη ελεύθερη
πτήση; Το σχέδιό του είχε κενά. Τι θα συνέβαινε για παράδειγμα αν δεν
υπήρχε ελεύθερο εισιτήριο; Αν είχαν κλείσει οι πόρτες; Έπρεπε
ν΄αποφασίσει γρήγορα για τις μικρές αυτές λεπτομέρειες γιατί σύντομα θα
έφταναν.
"Όποια πτήση είναι στην πρώτη γραμμή στον πίνακα πτήσεων θα είναι
ο προορισμός μου ανεξάρτητα των εισιτηρίων", είπε σιγανά.
"Είπατε κάτι;" τον ρώτησε ο ταξιτζής.
"Όχι, κάτι θυμήθηκα και μάλλον το είπα δυνατά. Συγνώμη".
Το ταξί μπήκε στην είσοδο και σύντομα σταμάτησε μπροστά στην
αίθουσα αναχωρήσεων. Ο Άβελ πλήρωσε και φορτώθηκε τις τσάντες του
προσπαθώντας να μπει στην αίθουσα με ψηλά το κεφάλι. Και ο πίνακας
ανακοινώσεων ήταν σαν να ήθελε να τον εκδικηθεί. Την στιγμή που
μπαίνοντας έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του, αυτός άρχισε να
φρεσκάρει τις πληροφορίες του και τα μικρά πάνελ που τον αποτελούσαν
στριφογύριζαν μετά μανίας.
Αυτό βέβαια κράτησε μερικά δευτερόλεπτα που του Άβελ του φάνηκαν
αιώνες. Κι ήρθαν και σταμάτησαν. Πρώτη γραμμή προορισμός το
Εδιμβούργο. Αναχώρηση σε εξήντα λεπτά, μετά από καθυστέρηση λόγω
καιρού και αργοπορίας άφιξης του αεροπλάνου που θα έκανε την πτήση.
"Γαμώτο μου", σιγοψυθίρισε. "Είπα θα γλίτωνα το ρεπορτάζ και με
βλέπω να γράφω μυθιστόρημα με θέμα τα φαντάσματα. Τι άλλο έχουν στην Σκωτία; Την ιστορία του ουίσκι;"
Μια δεύτερη σκέψη όμως ήρθε και καρφώθηκε στο μυαλό του. Λες αυτό
το είδος μυθιστοριογραφίας να μου ταιριάζει; Να γράψω καμμιά ιστορία
μαγικού ρεαλισμού; Ας το ψάξω περισσότερο, τέλος πάντων, πάμε και
βλέπουμε κι έτσι και βαρεθώ, το Λονδίνο είναι δίπλa.
Βιάστηκε να βγάλει εισιτήριο και πριν προλάβει να το καταλάβει
προχωρούσε στον διάδρομο προς την φυσούνα του αεροπλάνου. Το
περίεργο ήταν πως το μυαλό του ήταν λες και είχε πάρει φωτιά. Αυτό που
συνέβαινε, πρώτη φορά το βίωνε. Ως δημοσιογράφος ήταν αυτός που
διάλεγε τα θέματά του. Τώρα του φαινόταν σαν να τον είχε διαλέξει το
θέμα.
"Άει στο διάολο", ψιθύρισε μ' αυτήν του την σκέψη και κάθισε στην θέση
του. Έβγαλε το λάπτοπ του απ' την τσάντα του και το ακούμπησε στο
τραπεζάκι μπροστά του. Η αεροσυνοδός βιάστηκε να τον ενημερώσει ότι
προς το παρόν έπρεπε να είναι κλειστό και παίρνοντας την τσάντα του με
μια χαριτωμένη κίνηση την έβαλε στον χώρο χειραποσκευών, πάνω απ' το
κάθισμα.
"Κρατήστε το λάπτοπ στα χέρια σας και μόλις απογειωθούμε θα
μπορέσετε να το χρησιμοποιήσετε. Παρακαλώ όμως όχι νωρίτερα".
Της έσκασε ένα χαμόγελο και την διαβεβαίωσε ότι θ' ακολουθούσε κατά
γράμμα τις συμβουλές της.
"Και που μένουμε;" μουρμούρισε. "Για κανένα παγκάκι με βλέπω".
Βιάστηκε να ψάξει στο κινητό του για ξενοδοχεία στο Εδιμβούργο. Ήταν
η πρώτη φορά που η πόλη αυτή είχε βρεθεί στον δρόμο του. Διάλεξε ένα
ξενοδοχείο πιο πολύ στην τύχη παρά σε άλλες λεπτομέρειες μια που στο
κινητό του όλες οι φωτογραφίες ήταν πολύ μικρές για να βγάλει ασφαλή
συμπεράσματα. Ήταν το Old Waverley Hotel, που στεγαζόταν σ' ένα παλιό
κτίριο που τουλάχιστον εξωτερικά σε παρέπεμπε σε άλλες εποχές. Το
Βικτωριανό του στυλ με κάποιο περίεργο τρόπο του φάνηκε πως έδενε με
το βιβλίο που ήταν ο στόχος του.
Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε πίσω το κεφάλι του. Ένιωσε το
αεροσκάφος να τροχοδρομεί και σύντομα οι κινητήρες του να δουλεύουν
στο φουλ. Σύντομα πήρε ύψος και ο μηχανισμός που χειριζόταν τους τροχούς ακούστηκε να μαζεύει όλο το σύστημα στα εντόσθια του
αεροπλάνου. Χωρίς να περιμένει την ανακοίνωση, άνοιξε το τραπεζάκι του
κι ακούμπησε τον μικρό υπολογιστή που είχε λίγο πριν βάλει δίπλα του στο
κάθισμα. Ευτυχώς δίπλα του δεν καθόταν κανένας και ένιωσε σαν ο χώρος
να τον ευνοούσε σ΄αυτό που σκεφτόταν να κάνει.
Άνοιξε το πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου και διάλεξε ένα έτοιμο
φορμάτ για μυθιστόρημα. Ο υπολογιστής του ζήτησε να γράψει τον τίτλο.
"Τώρα μάλιστα!" μουρμούρισε. "Τι γράφουν;"
Η φωνή της αεροσυνοδού τον διέκοψε.
"Θα θέλατε κάτι να πιείτε;"
"Ουίσκι;" την ρώτησε.
Του έγνεψε καταφατικά και του έδωσε ένα ποτήρι κι ένα μικρό
μπουκαλάκι.
"Πάγο;"
Της έγνεψε ότι δεν ήθελε. Ξανάσκυψε στον υπολογιστή του ενώ
ασυναίσθητα άνοιξε το μπουκαλάκι και χωρίς να χρησιμοποιήσει το ποτήρι
τράβηξε μια γουλιά. Περισσότερο σαν αστείο έγραψε σαν τίτλο Ένα
φάντασμα στον Πάγο. Γέλασε μια και ήξερε πως μέχρι να κατασταλάξει στο
θέμα του, ο τίτλος θα άλλαζε αρκετές φορές.
"Ελπίζω να μην με μπλοκάρει", μουρμούρισε ενώ διάφορες εικόνες από
παγωμένους ανθρώπους θαμμένους κάτω από χιονοστιβάδες του
ερχόντουσαν στον νου. Η εικόνα όμως που τον έκανε ν' ανατριχιάσει ήταν
μια εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου κάστρου που δίπλα σε μια μπερζέρα,
σ' ένα τραπεζάκι, ένα ποτήρι με παγάκια και ουίσκι περίμενε το χέρι που
θα το σήκωνε, ένα χέρι όμως που δεν υπήρχε πουθενά, ένα χέρι σαν από
κάποιο φάντασμα που σχεδόν σβησμένο φαινόταν σαν περίγραμμα.
Άβελ, οι ιστορίες τρόμου δεν είναι εύκολη υπόθεση και κυρίως δεν είναι
του γούστου σου. Τέλος το καλαμπούρι. Έσβησε αυτό που είχε γράψει κι
έγραψε απλά Χωρίς Τίτλο. Η γαμημένη φωτογραφία του ξενοδοχείου φταίει,
σκέφτηκε κι έκλεισε το καπάκι του υπολογιστή. Τράβηξε μια γουλιά ακόμα
απ' το μπουκαλάκι με το ουίσκι και αφοσιώθηκε να βλέπει τα σύννεφα απ'
το παράθυρο.