Μου Ανήκεις
Δαμιανάκου Μαρία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Κεφάλαιο 1

Ο χειμώνας στην Έδεσσα ήταν βαρύς. Οι κάτοικοι ήταν αποκλεισμένοι από το χιόνι που έφτανε κοντά στα τρία μέτρα. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης καλυπτόταν από ολόλευκο, απάτητο χιόνι, αφού οι πολικές θερμοκρασίες που άγγιζαν τους πρώτους δέκα βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν, καθιστούσαν αδύνατο να κυκλοφορήσει ζωντανή ψυχή στους δρόμους της. Ακόμη κι ο περίφημος Κάρανος, ο εντυπωσιακός καταρράκτης ύψους 70 μέτρων, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην λευκή δύναμη της παγωνιάς και το νερό κοκάλωσε στον αέρα παίρνοντας την μορφή ενός πελώριου σταλακτίτη.

Μόνο ο Γιώργος βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού κι έκοβε ξύλα. Το απότομο κρύο τους αιφνιδίασε και δεν είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα γι’ αυτό. Τα ξύλα που αποθήκευσε στο χαγιάτι *? κόντευαν να σωθούν. Έπρεπε να κόψει κι άλλα, διαφορετικά αυτός κι η γυναίκα του η Δέσποινα θα πέθαιναν από το κρύο. Δεν τους έφταναν για να βγάλουν τον χειμώνα. Κι αυτός ο χειμώνας προμηνυόταν δύσκολος και βαρύς.

Παρ’ ότι το θερμόμετρο είχε αγγίξει τους -7 βαθμούς Κελσίου, το μέτωπο του Γιώργου ήταν μουσκεμένο από χοντρές στάλες ιδρώτα. Ενώ το πρόσωπό του έκαιγε από το κρύο, γιατί ήταν το μοναδικό μέρος του κορμιού του που ήταν εκτεθειμένο, μέσα του φούντωνε από την πολύ προσπάθεια. Ο μοναδικός ήχος που έσπαγε την λευκή σιωπή, αυτή του χιονιού, ήταν το βαθύ λαχάνιασμά του και ο χτύπος του τσεκουριού πάνω στον κορμό. Ήταν δυνατός άντρας. Η γεροδεμένη κορμοστασιά του προσέδιδε αυτό το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του αγέρωχου κύρους στο παρουσιαστικό του. Δεν περνούσε απαρατήρητος. Η επιβλητική εμφάνισή του έδινε την υπόσχεση πως αν κάποιος χρειαζόταν την βοήθειά του, οι δυνατοί μύες του κορμιού του θα έδιναν την λύση. Ο χοντρός κορμός του δέντρου πάνω στον οποίο έκοβε τα κούτσουρα ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της αυλής. Ο ελεύθερος χώρος ήταν απαραίτητος στην κοπή των ξύλων. Εξάλλου δεν εμπόδιζε κανέναν εκεί που βρισκόταν, αφού η αυλή ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Ήταν γνώστης του αντικειμένου. Μεγάλωσε με δάσκαλο τον πατέρα του που του μάθαινε από μικρό παιδί τα μυστικά του ξύλου. Του είχε πει κάποτε πως για την σωστή κοπή των ξύλων χρειάζονται τρία πράγματα. «Ο άριστος χειρισμός του τσεκουριού, η σωστή θέση του ξυλοκόπου και γνώση της τεχνικής». Του έμαθε όλα τα μυστικά. Τα είδη των δέντρων, ποια δέντρα έχουν μαλακό ξύλο και ποια σκληρό. Τον έμαθε να αναγνωρίζει πότε ένα δέντρο είναι χλωρό και πότε ξερό και του είχε πει να αποφεύγει τα χλωρά, γιατί το κόψιμο είναι πιο δύσκολο. Τον είχε μάθει την τεχνική του σχήματος V, για να διευκολύνεται το κόψιμο του κούτσουρου σε μικρά κομμάτια. Και τέλος, του είχε δείξει τον τρόπο, ώστε το χτύπημα να έχει πλήρη απόδοση και να μην απορροφάται η ενέργειά του από ταλάντωση του κορμού ή από το μαλακό έδαφος. Έπρεπε να σταθεροποιεί τον κορμό, ώστε να μην φεύγει σε κάθε χτύπημα. «Χρειάζεται υπομονή κι όχι βιαστικές κινήσεις» του έλεγε με την ήρεμη φωνή του όποτε τον δίδασκε την τέχνη της κοπής. Όσο πρόλαβε, προτού έρθει το κακό στην χώρα.

Χάρη στις άριστες γνώσεις του γύρω από το θέμα αυτό, το κόψιμο των ξύλων ήταν γι’ αυτόν παιχνιδάκι. Εκτός όμως από τις ειδικευμένες γνώσεις του, είχε και τις αντοχές, αλλά και γερά μπράτσα που απαιτούνταν για την δουλειά αυτή. Ωστόσο, όπως λέει κι ο λαός, «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» κι επειδή η ώρα είχε περάσει κι ασχολιόταν από νωρίς το πρωί μ’ αυτή την κοπιαστική εργασία, άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα το άδειο του στομάχι και πήρε την απόφαση να κάνει ένα διάλειμμα. Μπήκε μέσα στην κουζίνα κρατώντας στο ένα χέρι το τσεκούρι. Η γυναίκα του η Δέσποινα έφτιαχνε πίτα και τα χέρια της ήταν ολόλευκα από το αλεύρι. Γύρισε ξαφνιασμένη και τον κοίταξε με ένα επιφώνημα φόβου το οποίο μετά κατέληξε σε γέλιο.
- Με κοψοχόλιασες! – του είπε γελώντας – Έτσι όπως μπήκες με το τσεκούρι στα χέρια, θα νόμιζε κανείς πως ήρθες να με σκοτώσεις! – τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη, αφήνοντας το αλευρωμένο αποτύπωμα της παλάμης της πάνω του.
Ο Γιώργος γέλασε μαζί της, της έδωσε ένα τρυφερό φιλί κι ακούμπησε το τσεκούρι πάνω στο τραπέζι. Ύστερα έβγαλε το βρεγμένο σκούφο του, τα χοντρά γάντια και το μπουφάν και τα κρέμασε στην κρεμάστρα στον τοίχο.
- Τίναξέ τα πρώτα, Γιώργο μου, να φύγουν οι νιφάδες του χιονιού από πάνω τους, αλλιώς δεν θα στεγνώσουν ποτέ! – του έκανε παρατήρηση η γυναίκα του – Και πάρε αυτό το πράγμα από το τραπέζι! Με τρομάζει! – συνέχισε δείχνοντας με το βλέμμα της το τσεκούρι.
- Δέσποινα… - την κοίταξε αυτός με ύφος.
- Μα τι το θέλεις τώρα και το φέρνεις μέσα στο σπίτι; Άστο έξω στην αυλή.