Μέχρι το τέλος...
Γεράνη Έλενα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1

Οδός Παλαιών Πατρών Γερμανού, μια μεγαλόπρεπη γκρι πολυκατοικία επτά ορόφων φυλακισμένη ανάμεσα σε όμοιές της ψηλότερες και μη. Πάτωμα τρίτο, ιατρικό γραφείο στα δεξιά της σκάλας. Ένα γραφείο ψυχιατρικής στην καρδιά της Θεσσαλονίκης με δεκάδες επισκέπτες. Περισσότερους από όσους θα αναμενόταν. Πότε έγινε άραγε η ζωή τόσο σύνθετη; Είναι η εποχή που έχει αλλάξει τόσο ή οι άνθρωποι; Θα έλεγε κανείς πως βρίσκεις περισσότερους σε ψυχολόγους και ψυχίατρους παρά σε παθολόγους και οδοντίατρους. Η ζωή για τους περισσότερους απαιτεί μια ιδιαίτερη διαχείριση.
Όσοι επισκέπτονταν το ιατρείο της Μελίνας Παύλου, καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, αμίλητοι τις περισσότερες φορές και ανέκφραστοι. Δεν αναζητούσαν προσωπικό χώρο, για αυτό και δεν κρατούσαν αποστάσεις μεταξύ τους. Κι όσοι το έκαναν απαιτούσαν τον διαχωρισμό, την απομόνωση. Μερικοί πόντοι απόστασης δεν θα τους ήταν αρκετοί για να νοιώσουν ότι άντεχαν την συνύπαρξη.
Για την βελτίωση της ψυχικής τους ισορροπίας η γιατρός είχε διακοσμήσει το σαλόνι του γραφείου με έναν απαλό πράσινο χρωματισμό στους τοίχους, πλούσια φυτά εσωτερικού χώρου και λευκούς αφράτους καναπέδες. Παρόλα αυτά, το φως που έμπαινε από την μεγάλη μπαλκονόπορτα ήταν αυτό που έκλεβε πάντα την παράσταση, καθώς οι παρευρισκόμενοι κάθε φορά που σήκωναν τα μάτια τους από το δάπεδο το κάρφωναν απευθείας σε αυτό το σημείο. Το δωμάτιο καθώς ήταν ανατολικό, αν και χωρίς ιδιαίτερη θέα δεν σταματούσε καθ’ όλη την διάρκεια της μέρας να είναι φωτεινό.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η γιατρός ύστερα από λίγο καιρό λειτουργίας έπαψε να ανοίγει την στερεωμένη στο τοίχο τηλεόραση δίπλα από την μπαλκονόπορτα και σιγά σιγά την απέσυρε. Φαινόταν πως οι ψυχές όσων την επισκέπτονταν δεν είχαν την ανάγκη από την πλασματική εικόνα που προσέφερε η τηλεόραση με τα προγράμματά της. Η ματιά τους μέσα στα δικά της ταξίδια είχε ξεπεράσει την ανάγκη αφαίρεσης καθώς βυθιζόταν σε δικά της μονοπάτια.
Όσο για τις ψυχές τους, αυτές ήταν αδιάφανες. Δεν ξεχώριζε πάνω τους ο πόνος, ο φόβος, η ντροπή και κάθε άλλη κατάστασή τους. Συνήθως δεν κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, πολλές φορές δεν έστρεφαν την προσοχή τους ούτε στους συνοδούς τους … όταν αυτοί υπήρχαν.
Επισκέπτες χωρίς ηλικία. Νέοι, ενήλικοι και ανήλικοι, οικογενειάρχες, πρόσωπα αναγνωρίσιμα, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, όλοι στην αναμονή για την βοήθεια της ψυχιάτρου. Δεν ήταν άνθρωποι που είχαν απλά την ανάγκη για κάποια συμβουλή, αλλά άνθρωποι που παρακολουθούσαν συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή… αποθαρρυντικό.
Αυτό που έσπαζε πότε πότε την παρατεταμένη σιωπή ήταν η λεπτή φωνή της γραμματέως που απαντούσε στα τηλέφωνα και καλούσε τους ασθενείς έναν προς έναν να περάσουν στο γραφείο της ιατρού. Μια κοπελίτσα είκοσι χρόνων που σπούδαζε ψυχολογία και για να τα βγάλει πέρα είχε πιάσει δουλειά στο πλευρό της ιατρού. Δεν σταμάτησε μέρα να ενθουσιάζεται για αυτό της το πόστο και το περιέγραφε σαν θεατρική παράσταση στους φίλους της. Ένοιωθε περήφανη πίσω από το κέδρινο γραφειάκι της με την ευρύχωρη λευκή της πολυθρόνα, να κανονίζει τα ραντεβού και να παρακολουθεί με απορία, με θαυμασμό και κάποιες φορές φόβο πιθανούς υποψήφιους μελλοντικούς της ασθενείς. Μάθαινε από πολύ νωρίς και έξω από τα βιβλία, πως οι ψυχικές ασθένειες είναι πολλές, σοβαρές και χτυπούν κάθε ηλικία.
Σε ένα από εκείνα τα τελευταία ηλιόλουστα απογεύματα προς το τέλος του Σεπτέμβρη, γύρω στις έξι το απόγευμα, την πόρτα του ιατρείου θα περνούσε μια όμορφη και προσεγμένη γυναίκα, στα εξήντα εφτά της χρόνια, συνοδευόμενη από την κόρη της. Το πρόσωπό της ήταν φωτεινό και γυάλιζε στις πύρινες αποχρώσεις του ήλιου που βυθιζόταν αργά αργά στην θάλασσα. Τα σχιστά μαύρα της μάτια ήταν καθηλωτικά. Το βλέμμα της δεν ταίριαζε με την ηλικία της, όμως οι ρυτίδες που είχαν χαραχτεί στο μέτωπο και γύρω από το στόμα της την πρόδιδαν. Τίποτα δεν φανέρωνε πως κάποτε αυτό το κεφάλι στόλιζαν μακριές μαύρες μπούκλες που τόνιζαν τα μάτια της μετατρέποντάς τα σε μαγνήτες.
«Κυρία Σταματάκου, μπορείτε να περάσετε…» ακούστηκε η φωνή της γραμματέως «η γιατρός σας περιμένει».
Δεν ήταν η πρώτη φορά για εκείνη. Τα τελευταία πέντε χρόνια συχνά περνούσε αυτό το κατώφλι, πάντα με την κόρη της. Σιωπηλή καθώς ήταν, πλησίασε το γραφείο, άπλωσε το χέρι της μηχανικά για να χαιρετήσει την γιατρό χωρίς να αφήσει τα βλέμματά τους να συναντηθούν. Ακόμη όμως και όταν το έκανε ποτέ δεν κοιτούσε την γιατρό με το ίδιο βλέμμα. Πάντοτε κάτι διαφορετικό φύλαγε για εκείνη, σαν να είχε απέναντί της έναν διαφορετικό άνθρωπο κάθε φορά.
Το χαμόγελο και η πάντα πρόσχαρη ομιλία της γιατρού δεν κατάφερε να απαλύνει τα δικά της χαρακτηριστικά. Με σοβαρό ύφος κοιτούσε έξω από το παράθυρο τη θέα. Δεν άκουγε τις ερωτήσεις που γινόντουσαν ή μάλλον δεν ήθελε να απαντήσει σε καμία από αυτές. Το σοβαρό της ύφος έκρυβε θυμό. Η κόρη της, Κατερίνα, την παρότρυνε ξανά και ξανά να μιλήσει, καθώς αισθανόταν αμήχανα για την στάση της.
«Κατερίνα μην την πιέζεις, σε διαβεβαιώ πως αυτό συμβαίνει καθημερινά!» Η γιατρός έσπευσε να καθησυχάσει την αμηχανία που εκείνη ένοιωθε. «Εμένα μου είναι αρκετό που ήρθατε μέχρι εδώ και την είδα, κατά τα άλλα θα συνεχίσετε την ίδια αγωγή».
Έσπρωξε την πολυθρόνα της προς τα πίσω και σηκώθηκε. Μια γυναίκα όμορφη, γύρω στα τριανταπέντε με γυαλιά μυωπίας και ένα φόρεμα εφαρμοστό που ξαφνικά την στένευε. Πλησίασε την Κατερίνα και με ύφος συμπαράστασης ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της. Μόνο τότε ήταν που γύρισε η Νάντια και την κοίταξε, καρφώνοντας τα μάτια της σε αυτή την κίνηση. Ήταν η ίδια κίνηση που ήθελε και η ίδια να προσφέρει στην κόρη της για να της δείξει πως την καταλαβαίνει και δεν κρύβει πείσματα η στάση της αλλά απελπισία.
Τα λόγια της γιατρού σε πιο ήπιο και σιγανό τόνο άλλαξαν θέμα και υφή. Πλησίασε κοντά στο πρόσωπο της Κατερίνας και πιστεύοντας ότι η Νάντια δεν την άκουγε ή ακόμη καλύτερα δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, δεν της έδωσε ελπίδες.
«Δεν είναι και τόσο καλά η μητέρα σου, θέλω να είσαι προετοιμασμένη» της είπε τεντώνοντας το ύφασμα, που τώρα είχε σουρώσει στην κοιλιά. Μέρα με την μέρα θα επιδεινώνεται και για αυτό δεν θα μπορούμε να κάνουμε πολλά. Δεν είναι μόνο η ασθένειά της αλλά και η ίδια φαίνεται να έχει παραιτηθεί αρκετά. Για παράδειγμα σήμερα φαινόταν να μην συμμετέχει καθόλου σε όσα λέγαμε, ίσως δεν καταλάβαινε καν που βρισκόταν».
Εύκολα και αβίαστα η Μελίνα Παύλου έδωσε στην ασθενή της ημερομηνία λήξης. Το ίδιο θα αισθανόταν η Κατερίνα ακόμη και αν της έλεγε πως η μητέρα της είχε καρκίνο. Δεν υπήρχε διαφορά και στην δεύτερη περίπτωση θα είχε την δυνατότητα να ελπίζει στην αναστροφή της.
Η Νάντια παρά την στάση που κρατούσε, άκουγε και καταλάβαινε όσα είχαν ειπωθεί. Ένοιωθε όμως αδύναμη να αντιδράσει και εκείνη την μέρα όπως και πολλές άλλες θα προτιμούσε να μην ζει. Η φλόγα μέσα της τρεμόπαιζε και δεν είχε την δύναμη να σηκωθεί. Το αναπηρικό της κάθισμα βρισκόταν συνέχεια εκεί για να της θυμίζει πως πλέον είναι ανήμπορη, πως εξαρτάται από τους άλλους.
Αυτό το κάθισμα είχε μετανιώσει που είχε επιτρέψει να μπει στη ζωή της από την πρώτη στιγμή. Την μέρα που πέρασε εκείνο το κατώφλι του σπιτιού της, άλλαξε η όψη της. Μια ζεσταινόταν και μια κρύωνε. Ένα τέρας με ρόδες και μαύρο δέρμα, έτοιμο να την κατασπαράξει. Η Κατερίνα το είχε διαλέξει. Εκείνη είχε αποφασίσει πως πια τους ήταν απαραίτητο. Η Νάντια δεν έβλεπε την χρησιμότητά του, αντίθετα έκανε την ίδια να αισθάνεται άχρηστη.
«Τι θέλει αυτό το πράγμα στο σπίτι μου;» ρώτησε με θυμό την κόρη της ενώ τα πόδια της ήδη έτρεμαν στηριγμένα στο τοίχο. Η Κατερίνα δεν απάντησε. Γνώριζε πως αυτή η συζήτηση θα κατέληγε σε καβγά και ήθελε να το αποφύγει. Είχε ήδη κουραστεί με αυτή την κατάσταση αλλά δεν ήθελε να έρθουν σε σύγκρουση.
Η Νάντια αναγκάστηκε να συμβιβαστεί σύντομα. Ήταν την μέρα που βρέθηκε για πρώτη φορά στο έδαφος, ανήμπορη να κρατήσει το βάρος της σε μια σταθερή θέση, καθώς ένοιωσε να παραλύει ολόκληρη. Ακόμη όμως και τότε δεν το έκανε για την ίδια. Ποιος θα μπορούσε όμως να την σηκώσει κάθε φορά που θα συνέβαινε το ίδιο; Το σώμα της είχε γίνει ξένο και δεν μπορούσε να το ελέγξει. Φοβήθηκε και έκτοτε έκανε υπομονή, τόση όση δεν προσπάθησε να κάνει ποτέ στη ζωή της.
Η γιατρός τους το είχε πει εξάλλου, πως η νόσος της εξελισσόταν ακάθεκτη. Δεν μπορούσαν να περιμένουν και τόσα πολλά στο εξής, αφού ο χρόνος, ο χειρότερος εχθρός τους στην συγκεκριμένη περίπτωση κέρδιζε συνεχώς έδαφος.
Η Νάντια κατάλαβε πως την ώρα που έφευγαν από το ιατρείο τα μάτια της Κατερίνας είχαν κοκκινήσει. Την κοιτούσε επίμονα, ήθελε να της πει συγγνώμη για την ταλαιπωρία που την είχε υποβάλλει, για κάθε κίνηση που έκανε χάνοντας τον έλεγχό της, όμως δεν το έκανε. Δεν έβγαινε η λέξη από τα χείλη της, κάπου συναντούσε εμπόδια. Η Κατερίνα δεν γύρισε παρά μόνο για μια στιγμή να την κοιτάξει με τα μεγάλα πράσινα μάτια της και αμέσως πήρε το βλέμμα της μακριά.
Όλη αυτή η κατάσταση ήταν θανατηφόρα για την Νάντια. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν το χειρότερο που της συνέβαινε ήταν η ασθένειά της ή το γεγονός ότι μαζί της βασανιζόταν και η κόρη της χωρίς να μπορούν να το αντιμετωπίσουν και με τον κίνδυνο να μεγαλώνουν την απόσταση μεταξύ τους. Αυτός ο Γολγοθάς είχε χαραχτεί για δύο και έσερναν μαζί ένα πολύ βαρύ σταυρό, κάθε μέρα πιο αδύναμες και πιο απελπισμένες.