Περί Αρετής, Κακίας, Φθόνου, Μίσους, Φιλοπλουτίας
Πλούταρχος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ
[1] Ο Ίππαρχος ο προπονητής, όταν κάποιοι επαινούσαν έναν άνθρωπο ψηλό και με μακριά χέρια ως κατάλληλο πυγμάχο, είπε: «Αν βέβαια χρειαζόταν να κατεβάσει στεφάνι που είναι κρεμασμένο ψηλά». Αυτό πρέπει να λέμε και σε αυτούς που μένουν έκθαμβοι και θεωρούν ευτυχία τα καλά χωράφια και τα μεγάλα σπίτια και το πολύ χρήμα. «Αν έπρεπε να αγοράσουμε την ευτυχία, αν αυτή πουλιόταν», (βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πολλοί επιθυμούν περισσότερο να είναι πλούσιοι και δυστυχισμένοι παρά να γίνουν ευτυχισμένοι προσφέροντας χρήματα). Αλλά δεν είναι δυνατόν να αγοραστούν με χρήματα η χαρά, η μεγαλοψυχία, η σταθερότητα, το θάρρος, η αυτάρκεια. Στον πλούτο δεν ενυπάρχει η περιφρόνηση του πλούτου, ούτε στην απόκτηση υπερβολικών αγαθών η έλλειψη ανάγκης των υπερβολικών αγαθών.
[2] Από ποια άλλα κακά απελευθερώνει ο πλούτος, αν δεν απελευθερώνει ούτε από την αγάπη για τον πλούτο; Το ποτό σβήνει την επιθυμία για ποτό και το φαγητό χορταίνει την επιθυμία για φαγητό. Και εκείνος που λέει: «Δώσε χιτώνα στον Ιππώνακτα, γιατί κρυώνω υπερβολικά», όταν του προσφέρουν πολλούς δυσανασχετεί και τους σπρώχνει μακριά. Τη φιλαργυρία όμως δεν τη σβήνουν ούτε το ασήμι ούτε το χρυσάφι, ούτε η πλεονεξία σταματά να υπάρχει όταν αποκτηθεί το επιπλέον. Αλλά μπορεί να πει κάποιος στον πλούτο ό,τι και στον αλαζόνα γιατρό: «Το φάρμακό σου κάνει μεγαλύτερη την ασθένεια».
Ενώ οι άνθρωποι χρειάζομαστε ψωμί και σπίτι και ανεκτή προφύλαξη και πότε πότε μια λιχουδιά, μας αιχμαλωτίζει ο πλούτος και μας γεμίζει με επιθυμίες για χρυσάφι και ασήμι, ελεφαντόδοντα και σμαράγδια, σκυλιά και άλογα, μετακινώντας την επιθυμία μας από τα αναγκαία σε πράγματα δύσκολα και σπάνια, δυσεύρετα και άχρηστα. Γιατί κανείς δεν είναι φτωχός στα βασικά αγαθά, ούτε ποτέ ο άνθρωπος δανείζεται χρήματα για να αγοράσει πλιγούρι ή τυρί ή ψωμί ή ελιές. Αλλά ο ένας χρεώθηκε για πολυτελή κατοικία, ο άλλος για γειτονικό ελαιώνα, ο άλλος για χωράφια με σιτάρι και αμπέλια, άλλος για Γαλατικά μουλάρια, άλλος για άλογα που ζεύονται «σέρνοντας με κρότο δυνατό το άρμα», αυτοί οι άνθρωποι παρασύρονται σε γκρεμούς συμβολαίων και τόκων και υποθηκών. Έπειτα, όπως ακριβώς αυτοί που πίνουν αφού έχουν ξεδιψάσει και τρώνε αφού έχουν χορτάσει, κάνουν εμετό και αποβάλλουν όσα ήπιαν και έφαγαν ενώ πεινούσαν και διψούσαν, με τον ίδιο τρόπο και αυτοί που επιθυμούν τα άχρηστα και υπερβολικά χάνουν και τα βασικά αγαθά. Έτσι καταλήγουν τέτοιοι άνθρωποι.
[3] Για όσους δεν αποχωρίζονται τίποτα, αν και έχουν πολλά, αλλά χρειάζονται πάντα περισσότερα, θα μπορούσε να μείνει έκπληκτος κάποιος αν φέρει στο μυαλό του τον Αρίστιππο. Εκείνος συνήθιζε να λέει: «Αν κάποιος, παρόλο που τρώει και πίνει πολύ, δεν κατορθώνει να χορτάσει τότε πηγαίνει στους γιατρούς και ζητά να μάθει τι είναι αυτό το πάθος και αυτή η κατάσταση και πώς θα μπορούσε να απαλλαγεί. Αν όμως κάποιος που έχει πέντε κρεβάτια ζητά δέκα, και, αφού έχει αποκτήσει δέκα τραπέζια, αγοράζει άλλα τόσα, και παρόλο που έχει πολλά χωράφια και χρήματα δεν νιώθει γεμάτος, αλλά σκέφτεται να αποκτήσει και άλλα και ξαγρυπνά και δεν χορταίνει με τίποτα, αυτός δεν θα πρέπει να θεωρεί ότι χρειάζεται κάποιον να τον θεραπεύσει και να του δείξει για ποιο λόγο το έχει πάθει αυτό;».
Βέβαια, από τους διψασμένους αυτός που δεν έχει πιει, θα περίμενε κάποιος να ξεδιψάσει όταν πιει, όμως αυτός που πίνει συνεχώς και δεν σταματά, θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να ξεδιψάσει, αλλά να καθαρίσει και τον παρακινούμε να κάνει εμετό, όχι γιατί ενοχλείται από κάποια έλλειψη, αλλά γιατί υπάρχει μέσα του αφύσικα κάτι καυστικό και θερμό.
Και από αυτούς που αποκτούν χρήματα, ο ένας θα σταματούσε να είναι φτωχός και άπορος, αν ίσως αποκτούσε εργασία ή εύρισκε θυσαυρό ή τον βοηθούσε κάποιος φίλος να ξεχρεώσει και να απαλλαγεί από τον δανειστή του, ο άλλος όμως που έχει περισσότερα από όσα χρειάζεται και που επιθυμεί ακόμη περισσότερα δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε από χρυσάφι, ούτε από ασήμι, ούτε από άλογα και πρόβατα και βοοειδή, αλλά έχει ανάγκη από απαλλαγή του κακού και κάθαρση. Γιατί το πάθος του δεν είναι η φτώχια, αλλά η απληστία και η αγάπη για τον πλούτο που βρίσκεται μέσα του εξαιτίας κακής και άλογης κρίσης. Αν αυτή δεν αφαιρεθεί από την ψυχή σαν μεγάλο σκουλήκι, τότε εκείνος δεν θα σταματήσει να χρειάζεται υπερβολικά αγαθά και κατ’ επέκταση να επιθυμεί όσα δεν έχει ανάγκη.
[4] Όταν κάποιος γιατρός που επισκέπτεται ασθενή που βρίσκεται στο κρεβάτι και στενάζει και δεν θέλει να φάει, τον εξετάσει και τον ρωτήσει και βρει ότι δεν έχει πυρετό, «ψυχική ασθένεια» λέει και αποχωρεί. Έτσι λοιπόν κι εμείς, όταν αντιληφθούμε κάποιον να μαραζώνει για τα υλικά αγαθά και να βαριαστενάζει για όσα ξοδεύει, και να μην τσιγκουνεύεται κανένα μέσο που συντελεί στην εξασφάλιση αισχρών και άθλιων χρημάτων, και έχει σπίτια και χωράφια και αγέλες ζώων και δούλους μαζί με ενδύματα, ποιο θα πούμε ότι είναι το πάθος αυτού του ανθρώπου παρά η ψυχική πενία; Γιατί από την υλική φτώχια, όπως λέει ο Μένανδρος, και ένας φίλος θα μπορούσε να τον απαλλάξει αν τον ευεργετούσε, όμως την ψυχική εκείνη πενία δεν θα την ικανοποιούσαν ούτε όλοι οι φίλοι, ζωντανοί και νεκροί. Είναι σωστό και αυτό που έχει ειπωθεί από τον Σόλωνα: «Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα όριο για τον πλούτο στους ανθρώπους».
Γιατί βέβαια, στους μυαλωμένους ανθρώπους, ο πλούτος της φύσης έχει οριστεί σαν ένας κύκλος που σχηματίζεται με κέντρο και ακτίνα την ανάγκη. Αλλά και αυτό είναι χαρακτηριστικό της φιλαργυρίας. Είναι επιθυμία που μάχεται εναντίον της ικανοποίησής της. Ενώ οι άλλες πράττουν για τις ίδιες. Γιατί κανείς δεν απέχει από το να τρώει λιχουδιές επειδή αγαπά να τρώει, ούτε από το κρασί επειδή αγαπά να πίνει, όπως κάποιοι απέχουν από τα χρήματα εξαιτίας της φιλαργυρίας. Όμως δεν είναι παρανοϊκό και θλιβερό το πάθος, εάν κάποιος δεν χρησιμοποιεί ρούχα επειδή κρυώνει, ούτε ψωμί επειδή πεινά, ούτε το χρήμα επειδή αγαπά τον πλούτο, αλλά πέφτει στα κακά που κατά τον Θρασωνίδη: «Είναι κοντά μου, είναι μέσα μου και το χρειάζομαι σαν παράφορα ερωτευμένος, όμως δεν το χρησιμοποιώ»; Αφού κλειδώσω τα πλούτη και τα σφραγίσω και εξαπατήσω στους αριθμούς τους τοκιστές και τους προμηθευτές, μαζεύω και επιδιώκω κι άλλα, και μαλώνω με τους δούλους, με τους γεωργούς, με τους δανειστές. «Απόλλωνα, έχεις δει από τους ανθρώπους πιο άθλιο; Πιο δυστυχισμένο στον έρωτα;»
[5] Όταν ρωτήθηκε ο Σοφοκλής, αν μπορεί να έρχεται σε επαφή με γυναίκα, είπε: «Μίλα σωστά, άνθρωπε, για να αποφύγω τα γηρατειά ελευθερώθηκα από λυσσασμένους και άγριους αφέντες». Γιατί είναι ευχάριστο μαζί με τις ηδονές να εξαφανίζονται και οι επιθυμίες, και συνεπώς και εκείνες για επαφή με γυναίκα, καθώς λέει ο Αλκαίος. Αυτό όμως δεν υπάρχει στην αγάπη του πλούτου. Η φιλαργυρία μοιάζει με δυσβάσταχτη και σκληρή αφέντρα που εξαναγκάζει για την απόκτηση αλλά εμποδίζει τη χρήση, και ξεσηκώνει την επιθυμία αλλά αφαιρεί την απόλαυση. Ο Στρατόνικος περιγελούσε τους Ροδίους για την πολυτέλειά τους, λέγοντας ότι έχτιζαν οικοδομήματα σαν να ήταν αθάνατοι, αλλά αγόραζαν τρόφιμα σαν να ζούσαν ελάχιστα. Από την άλλη, όσοι αγαπούν το χρήμα αποκτούν σαν πλούσιοι αλλά το χρησιμοποιούν σαν δούλοι, και υπομένουν τους κόπους όμως δεν απολαμβάνουν τα αγαθά. Ο Δημάδης όταν βρήκε κάποτε τον Φωκίωνα να παίρνει πρωινό και βλέποντας το τραπέζι του αυστηρό και λιτό, είπε: «Απορώ, Φωκίωνα, γιατί πολιτεύεσαι αφού μπορείς να τρως με αυτόν τον τρόπο». (Γιατί ο ίδιος είχε γίνει δημαγωγός για την κοιλιά του, και επειδή θεωρούσε την Αθήνα μικρό εφόδιο της ασωτίας του, έτρωγε από τη Μακεδονία. Γι’ αυτό ο Αντίπατρος, όταν τον είδε γέρο, είπε: «Όπως ένα σφάγιο που φαγώθηκε σε θυσία, δεν απέμεινε σ’ αυτόν τίποτα παρά η γλώσσα και η κοιλιά».)