Περί του ακούειν
Πλούταρχος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


[1] Τη μελέτη μου σχετικά με την ικανότητα κάποιου να ακούει, Νίκανδρε, αφού την έγραψα σου την έστειλα, για να κατανοήσεις το σωστό τρόπο να ακούς αυτόν που μιλά με επιχειρήματα, εφόσον τώρα έχεις απαλλαγεί από το στενό ρούχο των κηδεμόνων και έχεις γίνει άνδρας. Γιατί βέβαια η αναρχία, αυτήν που μερικοί από τους νέους θεωρούν ελευθερία εξαιτίας της αμάθειάς τους, καθιστά τις επιθυμίες, που είναι σαν να λύθηκαν από αλυσίδες, χειρότερους δυνάστες από την καταπίεση που ασκούν προς τα παιδιά οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί. Και, όπως ακριβώς λέει και ο Ηρόδοτος, όταν οι γυναίκες πετούν τα ρούχα τους πετούν μαζί και τη ντροπή τους, έτσι και μερικοί από τους νέους όταν απαλλάσσονται από το παιδικό ένδυμα και αλλάζουν ρούχα σύμφωνα με την ηλικία τους, συγχρόνως απαλλάσσονται από την ντροπή και το φόβο και αμέσως γίνονται ανάγωγοι. Εσύ, από την άλλη, αν έχεις ακούσει πολλές φορές ότι είναι το ίδιο πράγμα το να ακολουθείς το θεό και το να πείθεσαι με το λόγο, να ξέρεις ότι όσοι σκέφτονται σωστά δε θεωρούν τη μετάβαση από την παιδική στην ανδρική ηλικία απομάκρυνση από κάποια εξουσία, αλλά αντικατάσταση αυτού που ασκεί εξουσία. Και, αντί για κάποιον μισθωτό ή καλοπληρωμένο δάσκαλο, αντιλαμβάνονται το λόγο ως θεϊκό ηγεμόνα της ζωής, κατά τον οποίο αξίζει να θεωρούνται ελεύθεροι μόνο αυτοί που τον ακολουθούν. Γιατί μόνοι αυτοί ζουν όπως θέλουν, όσοι μαθαίνουν αυτά που πρέπει να επιθυμούν. Από την άλλη, μέσα στις απαίδευτες και παράλογες ορμές και πράξεις υπάρχει κάτι το αγενές και έχει πολύ μικρή σημασία το να αλλάζει κάποιος γνώμη με τη θέλησή του.
[2] Γιατί, όπως ακριβώς αυτοί που εγγράφονται στους καταλόγους μιας πολιτείας και αποκτούν πολιτικά δικαιώματα, οι μεν αλλοδαποί και ξένοι εκφράζουν πολλές κατηγορίες και δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στην υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, ενώ αυτοί που προέρχονται από τους μέτοικους είναι δεκτικοί και υπάκουοι στους νόμους, δέχονται εύκολα όσα επιβάλλονται και τα στηρίζουν, έτσι κι εσύ, επειδή για πολύ καιρό έχεις ανατραφεί με φιλοσοφία και έχεις συνηθίσει να αποδέχεσαι από την αρχή κάθε μάθημα και άκουσμα παιδικό που έχει αναμειχθεί με φιλοσοφικό λόγο, πρέπει να είσαι καλοδιάθετος και φιλικός στη φιλοσοφία, η οποία είναι η μόνη που περιβάλλει τους νέους με ρούχο ανδρικό και αληθινά τέλειο μέσω του λόγου.
Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν θα άκουγες με αρνητική διάθεση για την αίσθηση της ακοής, για την οποία ο Θεόφραστος ισχυριζόταν ότι είναι η πιο ευαίσθητη από όλες τις αισθήσεις. Γιατί τίποτα σχετικό με την όραση, ούτε με τη γεύση, ούτε με την αφή μπορεί να δημιουργήσει τόσο μεγάλες εντάσεις και ταραχές και ανησυχίες, όσο αυτές που κυριεύουν την ψυχή, όταν της επιτεθούν κάποιοι χτύποι και θόρυβοι και ήχοι μέσω της ακοής. Και είναι η περισσότερο λογική παρά ευαίσθητη από τις αισθήσεις. Γιατί για την κακία προσφέρονται πολλές περιοχές και μέρη του σώματος μέσα από τα οποία αυτή εισβάλλει και αγγίζει την ψυχή, ενώ για την αρετή υπάρχει μόνο μια είσοδος, τα αυτιά των νέων, αν είναι καθαρά και απρόσβλητα στην κολακεία και προφυλάσσονται άθικτα στα φαύλα λόγια από την αρχή της ζωής τους.
Γι’ αυτό και ο Ξενοκράτης συμβούλευε περισσότερο τα παιδιά παρά τους αθλητές να φορούν ωτασπίδες, αφού τα αυτιά των μεν αθλητών είναι περισσότερο ευαίσθητα σε τραυματισμούς, ενώ τα αυτιά των παιδιών είναι ευαίσθητα σε λόγια που διαστρέφουν τα ήθη. Όχι ως πρόληψη για τη βαρηκοΐα ή την πλήρη απώλεια ακοής, αλλά απέναντι στα φαύλα λόγια, από τα οποία παρακινούσε να προφυλάσσονται, έως ότου κυριαρχήσουν στην περιοχή αυτή, την κυρίως κινητική και ευμετάβολη, λόγια άλλα χρήσιμα και έντιμα, σαν φύλακες του ήθους που έχουν ανατραφεί με φιλοσοφία.
Και ο Βίας, ο παλαιός σοφός, όταν του ζητήθηκε να στείλει στον Άμαση (το Φαραώ) το καλύτερο και συγχρόνως το χειρότερο κομμάτι κρέατος από σφάγιο θυσίας, εκείνος, έστειλε τη γλώσσα, αφού την έβγαλε, γιατί ο λόγος επιφέρει πολύ μεγάλες βλάβες και ωφέλειες. Και οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν δίνουν φιλιά στα μικρά παιδιά, ακουμπούν τα αυτιά τους και τα παροτρύνουν κι εκείνα να τους κάνουν το ίδιο, εννοώντας, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι πρέπει να αγαπούν κυρίως όσους τα ωφελούν μέσω των αυτιών.
Γιατί είναι φανερό ότι, αν ο νέος αποκλειστεί από κάθε επαφή ακοής και δε γευτεί κανέναν λόγο, όχι μόνο παραμένει ως προς την αρετή ολοκληρωτικά άκαρπος και χωρίς βλαστάρια, αλλά και, όμοια με γη ακαλλιέργητη και άγονη, η ψυχή του θα στραφεί προς την κακία αναδίνοντας πολλά και άγρια πάθη.
Γιατί, αν αφήσει κάποιος χωρίς έλεγχο τις ορμές προς την ηδονή και την καχυποψία προς το μόχθο (που δεν είναι επίκτητες ιδιότητες οι οποίες αποκτιώνται με την αναζήτηση και τα λόγια, αλλά έμφυτες και πηγές χιλιάδων παθών και νοσηρών επιλογών) να προχωρήσουν σύμφωνα με τη φύση τους και δεν ελέγξει τη φύση αφαιρώντας ή προσθέτοντας χρήσιμα και έντιμα λόγια, τότε κάθε θηρίο θα αποδεικνυόταν πολύ πιο ήμερο από τον άνθρωπο.
[3] Γι’ αυτόν το λόγο, επειδή η ακρόαση παρέχει μεγάλη ωφέλεια, αλλά και μεγάλο κίνδυνο για τους νέους, νομίζω ότι είναι σωστό κάποιος να συνδιαλέγεται συνεχώς και προς τον εαυτό του και προς κάποιον άλλο για την ακρόαση φιλοσοφικών συζητήσεων. Επειδή βλέπουμε ότι πάρα πολλοί το χρησιμοποιούν με κακό τρόπο αυτό και ασκούν τον λόγο, πριν συνηθίσουν να ακούν. Και ενώ πιστεύουν ότι για το λόγο υπάρχει διδασκαλία και μελέτη, αντίθετα για την ακρόαση θεωρούν ότι υπάρχει ωφέλεια με όποιον τρόπο κι αν γίνει.
Και όμως, το μάθημα σε όσους παίζουν σφαίρα γίνεται ταυτόχρονα και στο να την πετούν και στο να την πιάνουν. Αντίθετα, για τη χρήση του λόγου πρώτα διδάσκεται ο τρόπος που θα τον αποδέχεται κάποιος και ακολουθεί ο τρόπος που θα τον διατυπώνει, όπως σε μια γέννα πρώτα γίνεται η σύλληψη και η γονιμοποίηση και μετά ο τοκετός. Και στα πουλιά λένε ότι η γέννηση κλούβιων (αγονιμοποίητων) αυγών είναι αποτέλεσμα ανολοκλήρωτων και άψυχων υπολειμμάτων συνεύρεσης. Και στους νέους, αν δεν μπορούν να ακούν, ούτε έχουν συνηθίσει να ωφελούνται από την ακοή, ο λόγος τους πράγματι αποδεικνύεται άκαρπος, άδοξος, ασήμαντος σκορπίζεται κάτω από τα σύννεφα.
Γιατί τα μεν αγγεία, όταν θέλουν να τα γεμίσουν υγρό, τα κρατούν σε κλίση και τα περιστρέφουν, ώστε να γεμίσουν σωστά και να μη χυθεί το υγρό, αντίθετα, σε όποιον μιλά δε δείχνουν την ίδια προσοχή και ούτε συγκεντρώνονται στην ακρόαση, για να μην τους ξεφύγει από όσα ειπωθούν κάτι χρήσιμο, ούτε μαθαίνουν, αλλά, και αυτό είναι το πιο γελοίο από όλα, αν τυχαία ακούσουν κάποιον να μιλά για δείπνο ή πομπή ή όνειρο ή να κοροϊδεύει κάποιον άλλον, τον ακούν σιωπηλά και τον παρακινούν να μιλά. Αν όμως κάποιος, αφού τραβήξει την προσοχή τους, τους διδάσκει κάτι χρήσιμο ή τους παρακινεί για τα πρέποντα ή τους συμβουλεύει αν κάνουν λάθη ή τους ηρεμεί αν είναι οργισμένοι, δεν έχουν υπομονή, αλλά αν μπορούν προσπαθούν να του επιβληθούν με επιθετικά επιχειρήματα. Διαφορετικά, καταφεύγουν σε άσχετα λόγια και φλυαρίες, γεμίζοντας τα αυτιά τους με τα πάντα εκτός από τα απαραίτητα, σαν αγγεία βρώμικα και σάπια. Και αυτοί που εκτρέφουν σωστά τα άλογα φροντίζουν το στόμα τους να μη χαλάει με το χαλινάρι, ενώ οι δάσκαλοι διαπλάθουν παιδιά ευήκοα στα λόγια, διδάσκοντάς τα να ακούν πολλά, αλλά να μη λένε πολλά. Και ο Σπίνθαρος, επαινώντας τον Επαμεινώνδα, είπε ότι δε συνάντησε εύκολα άλλον που να γνωρίζει τόσα πολλά, αλλά να μιλά τόσο λίγο. Λέγεται μάλιστα ότι η φύση σε καθέναν από εμάς έδωσε δύο αυτιά, αλλά μία γλώσσα, γιατί οφείλουμε να μιλάμε λιγότερο από ό,τι ακούμε.
[4] Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, για τον νέο η σιωπή είναι ασφαλές στολίδι, κυρίως όταν, ακούγοντας κάποιον άλλο, μαθαίνει να μην ταράζεται ούτε να αντιδρά εναντίον του, αλλά ακόμη και αν ο λόγος του άλλου δεν του αρέσει, να κάνει υπομονή και να περιμένει μέχρι να σταματήσει να μιλά ο συνομιλητής του. Και αφού σταματήσει να μην του προβάλει αμέσως αντίρρηση, αλλά, όπως λέει ο Αισχίνης, να αφήσει λίγο χρόνο, είτε γιατί ο συνομιλητής μπορεί να θελήσει να προσθέσει κάτι στα λόγια του, είτε να αλλάξει και να αφαιρέσει κάτι.
Όσοι όμως αμέσως προβάλλουν αντιρρήσεις και μιλούν όσο μιλά ο άλλος, χωρίς να ακούγονται και χωρίς να ακούν, πράττουν άσχημα. Αυτός όμως που έχει συνηθίσει να ακούει με υπομονή και σεβασμό, δέχεται και κατακτά τον ωφέλιμο λόγο, ενώ τον άχρηστο ή ψεύτικο τον κατανοεί και τον αντιλαμβάνεται περισσότερο, γιατί αποδεικνύεται φιλαλήθης, όχι φιλόμαχος, ούτε προκλητικός και ανταγωνιστικός.
Επομένως, σωστά μερικοί λένε ότι πρέπει να ξεφουσκώνουν περισσότερο την έπαρση και την αλαζονεία των νέων παρά τον αέρα από τους ασκούς που θέλουν να τους γεμίσουν με κάτι χρήσιμο. Διαφορετικά, καθώς είναι γεμάτοι και παραφουσκωμένοι δεν μπορούν να δεχτούν οτιδήποτε.
[5] Ο φθόνος, λοιπόν, που συνοδεύεται με συκοφαντία και εχθρότητα δεν κάνει καλό σε καμία πράξη, αλλά είναι εμπόδιο σε κάθε καλό, και είναι πολύ κακός παραστάτης και σύμβουλος σε όποιον ακούει, κάνοντας όσα είναι ωφέλιμα να μοιάζουν βαρετά και απεχθή και δυσάρεστα. Γιατί οι φθονεροί άνθρωποι απολαμβάνουν περισσότερο τα ευχάριστα παρά τα σωστά λόγια. Και όμως, όποιος δυσανασχετεί για τον πλούτο, τη δόξα και την ομορφιά που έχουν άλλοι, μόνο φθονερός μπορεί να χαρακτηριστεί. Γιατί δυσφορεί όταν ευτυχούν άλλοι. Όποιος όμως δυσανασχετεί με το λόγο που έχει ειπωθεί σωστά, στεναχωριέται για όσα είναι καλά για τον ίδιο.
Γιατί, όπως το φως είναι καλό για όσους βλέπουν, έτσι και ο λόγος είναι καλό για όσους ακούν, αν θέλουν να τον δεχτούν. Τον φθόνο, λοιπόν, για άλλα ζητήματα τον δημιουργούν κάποιες απαίδευτες και κακές καταστάσεις, ενώ ο φθόνος για όσους μιλούν γεννιέται από άκαιρη φιλοδοξία και αδικαιολόγητη επιδίωξη φήμης, και δεν επιτρέπει σε όποιον βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση να προσέχει τους ομιλητές, αλλά κάνει θόρυβο και αποσπά τη σκέψη του. Την ίδια στιγμή αυτή (η σκέψη του φθονερού) εξετάζει σε ποια κατάσταση βρίσκεται, αν είναι κατώτερη από τη σκέψη του ομιλητή, και συγχρόνως εξετάζει τους άλλους που ευχαριστιούνται και θαυμάζουν (τον ομιλητή), σοκάρεται από τους επαίνους και θυμώνει με τους παρόντες, αν αποδέχονται τον ομιλητή. Και αφήνει και απορρίπτει τα λόγια που έχουν ήδη ειπωθεί, γιατί της προκαλούν λύπη όταν τα σκέφτεται, ενώ για όσα ακόμη υπολείπονται ταράζεται και τρέμει μήπως αποδειχθούν καλύτερα από τα προηγούμενα λόγια. Σπεύδει να σταματήσει τους ομιλητές, όταν λένε κάτι υπέροχο, και όταν σταματήσει η διάλεξη δεν ασχολείται με τίποτα από όσα ειπώθηκαν, αλλά παρατηρεί και καταμετρά τα λόγια και τη διάθεση των παρισταμένων. Και απομακρύνεται σαν τρελή και φεύγει τρέχοντας από όσους επαινούν τα λόγια του ομιλητή (η σκέψη του φθονερού), ενώ πλησιάζει αυτούς που κατακρίνουν όσα ειπώθηκαν και τα διαστρέφουν περιγελώντας τα.
Και αν δεν είναι δυνατόν να τα διαστρέψουν, συγκρίνουν τον ομιλητή με άλλους, ότι δήθεν θα είχαν μιλήσει καλύτερα για το ίδιο θέμα και θα είχαν προβάλλει ισχυρότερα επιχειρήματα, έως ότου φθείροντας και συκοφαντώντας την ομιλία, την κάνουν να φαίνεται άχρηστη και ανώφελη ακόμη και για την ίδια.
[6] Γι’ αυτό πρέπει κάποιος, αφού φέρει σε ισορροπία την αγάπη του για την ακρόαση και τη φιλοδοξία του, να ακούει με σεβασμό και ηρεμία όποιον μιλάει, όπως κάνει όταν βρίσκεται σε ιερή εστίαση και συνειδητοποιεί την ουσία των θυσιών. Επαινώντας την ικανότητα του ομιλητή για όσα θέματα κατάφερε με επιτυχία να μιλήσει, αλλά και δείχνοντας συμπάθεια για την προθυμία του να μιλήσει μπροστά σε άλλους για όσα γνωρίζει και να τους πείσει με επιχειρήματα από τα οποία και ο ίδιος έχει πειστεί.
Πρέπει, λοιπόν, να σκεφτόμαστε για όσα πέτυχε ο ομιλητής, ότι δεν επιτεύχθηκαν κατά τύχη, ούτε συμπτωματικά, αλλά με φροντίδα και κόπο και διδασκαλία, και πρέπει να μιμούμαστε τέτοια κατορθώματα θαυμάζοντάς τα και εκτιμώντας τα.
Από την άλλη, πρέπει να επικεντρωθούμε σε όσα έκανε λάθος, για να βρούμε από πού προήλθε αυτό και ποια η αιτία που το γέννησε.
Γιατί ο Ξενοφώντας λέει ότι, όπως οι συνετοί άνθρωποι ωφελούνται και από τους φίλους και από τους εχθρούς, έτσι και αυτούς που βρίσκονται σε εγρήγορση και προσέχουν τους ωφελούν όχι μόνο οι πετυχημένοι ομιλητές, αλλά και αυτοί που κάνουν λάθη.
Και βέβαια ο καθένας καταλαβαίνει καλύτερα όταν ακούει τις ευτελείς σκέψεις, το φτωχό λεξιλόγιο, τη δυσάρεστη δομή, την αβάσταχτη υπερβολή εκφράσεων για έπαινο και άλλα παρόμοια, παρά όταν μιλάει ο ίδιος.
Γι’ αυτό πρέπει να μεταφέρουμε την ευθύνη στον εαυτό μας και όχι στον ομιλητή, αφού σκεφτούμε αν κάναμε κι εμείς το ίδιο λάθος χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί είναι πιο εύκολο να κατηγορήσουμε τον διπλανό μας όταν αυτό γίνεται με άχρηστο και ανούσιο τρόπο, εκτός και αν αυτή η κίνηση αποβλέπει σε κάποια διόρθωση ή πρόληψη από παρόμοια λάθη. Και δεν πρέπει να διστάζουμε να απευθύνουμε στον εαυτό μας το ερώτημα που έθετε ο Πλάτωνας σε σχέση με όσους κάνουν λάθη: «μήπως άραγε είμαι ίδιος με αυτούς;».
Και όπως βλέπουμε στα μάτια των διπλανών μας ότι λάμπουν τα δικά μας, έτσι πρέπει και σε σχέση με τα λόγια να αντανακλώνται στα δικά μας των άλλων, για να μην περιφρονούμε με θράσος τους άλλους και να προσέχουμε με ακόμη μεγαλύτερη φροντίδα τον τρόπο που μιλάμε.