Πρόλογος
Τις ξέρεις ήδη. Τις γνωρίζεις.
Είναι εκεί. Στα ξαφνικά ξυπνήματα της νύχτας.
Στα «ναι» που έμειναν άρρητα,
στα «όχι» που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Είναι οι τρεις φωνές που μιλούν χωρίς ν’ ανοίγεις το στόμα σου.
Η Καρδιά, που πρώτα πηδάει στον γκρεμό και μετά ρωτάει.
Το Μυαλό, που κρατά σημειώσεις πριν πάρει ανάσα.
Το Σώμα, που θυμάται όσα θες να ξεχάσεις.
Συμβιώνουν, συγκρούονται, σωπαίνουν.
Κι όταν μιλούν ταυτόχρονα, μπορούν να σε μπερδέψουν…
Ή να σε λυτρώσουν.
Και, αλήθεια, ποιος είπε ότι θέλουν πάντα να σε σώσουν;
Μερικές φορές, η μία φωνή θέλει να κυριαρχήσει.
Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να σε γονατίσει.
Από αυτές τις φωνές γεννήθηκε αυτό το βιβλίο.
Όχι για να σου δείξει δρόμους,
αλλά για να σου θυμίσει ποιος είσαι όταν δε φοράς ρόλους.
Είναι το σταυροδρόμι όπου η Καρδιά, το Μυαλό και το Σώμα
στάθηκαν αντικρυστά, χωρίς να κάνουν πίσω.
Κι άρχισαν να μιλούν. Για μένα, για σένα.
Για όλα όσα σέρνουμε από μέσα προς τα έξω και πάλι πίσω.
Δεν είναι μάθημα. Δεν είναι συμβουλή.
Είναι, απλώς, η καταγραφή μιας συζήτησης που συμβαίνει ήδη
μέσα σου, μόνο που, συνήθως, κάνεις πως δεν την ακούς.
Κράτησε ό,τι σου ανήκει. Άφησε ό,τι σε πονά.
Ή κράτησέ το λίγο ακόμα, αν δεν είσαι έτοιμος να το αφήσεις.
Εδώ, δεν υπάρχει «πρέπει». Μόνο αυτό που αντέχεις.
Και τώρα… Ας τους δώσουμε το λόγο.
Οι τρεις φωνές
Καρδιά: Δε γνωρίζω τη γλώσσα της λογικής.
Δεν την έμαθα ποτέ.
Ξέρω μόνο να χτυπάω γρήγορα, σαν φτερούγα μέσα σε θύελλα.
Νιώθω πως με λες υπερβολική. Κι έχεις δίκιο.
Δεν κρατώ τετράδια, σημειώσεις κι αποδείξεις,
ούτε φορώ κοστούμι από σκέψεις.
Εγώ νιώθω.
Ακόμα κι αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Ειδικά, εκείνα.
Μου λες συχνά να κρατώ τη φωνή μου μέσα.
Να περιμένω τη σειρά μου.
Να ’ρθεί πρώτα το σχέδιο, το πώς, το γιατί.
Μα εγώ… έτσι υπάρχω.
Πρώτα καίγομαι και μετά ρωτάω.
Κι αν δεν έχω απάντηση; Σου είπα, δε με νοιάζει.
Θέλω να ζήσω, όχι να περιμένω.
Ναι, κάνω λάθη.
Κρατάω χέρια που έπρεπε ν’ αφήσω.
Όπως εκείνο το βράδυ στο σταθμό.
Το τρένο ξεκινούσε, κι εγώ έσφιγγα εκείνο το χέρι,
λες και μπορούσα να σταματήσω το χρόνο.
Δε μ’ ένοιαζε, αν έφευγε.
Μ’ ένοιαζε να μείνει η ζεστασιά στα δάχτυλά μου,
έστω για μια ανάσα παραπάνω.
Αυτό είμαι εγώ. Κρατιέμαι με πάθος, ακόμα κι απ’ το χαμένο.
Στέκομαι με εμμονή μπροστά σε πόρτες που δεν ανοίγουν.
Πηγαίνω σε δρόμους χωρίς έξοδο.
Αλλά ποτέ δεν είμαι ψεύτικη.
Κάθε αλήθεια που ένιωσες, πέρασε πρώτα από μένα.
Κάθε λέξη που δεν είπες, την έκλαψα εγώ,
σιωπηλά, μέχρι το τέλος.
Δε ζητώ να μ’ ακούς πάντα.
Μόνο όταν σου δείχνω το δρόμο.
Γιατί εγώ δεν ακολουθώ την αλήθεια,
εγώ την αναγνωρίζω.
Και η αλήθεια της Καρδιάς,
δε φοβάται.
Τίποτα.
Ποτέ.
Αν μια μέρα σωπάσω εντελώς, αν πάψω να χτυπώ,
να ξέρεις, έχεις φύγει από σένα.
Και θα μοιάζει πως όλα είναι εντάξει.
Μα θα ’χεις αδειάσει απ’ όλα.
Μυαλό: Δεν έρχομαι πρώτο.
Δε χτυπάω. Δεν τρέμω. Δε φωνάζω.
Μα όταν όλα μέσα σου γίνονται θόρυβος,
εγώ είμαι αυτό που ακούει.
Όταν όλα μέσα σου στροβιλίζονται σαν χαρτιά στον άνεμο,
εγώ ξετυλίγω το νήμα.
Ήσυχα. Χωρίς εντυπωσιασμούς. Χωρίς αίμα.
Και σου το δίνω, εσένα.
Για να μπορέσεις να γυρίσεις πίσω.
Ή να πας κάπου που δεν πονάει.
Δεν αγαπώ όπως η Καρδιά.
Δεν κουβαλώ όπως το Σώμα.
Εγώ… Ταξινομώ.
Σαν συρτάρια που κλείνουν. Κάθε λέξη στη θέση της.
Δεν αφήνω τίποτα αταξινόμητο.
Ρωτώ. Γιατί; Πώς; Και τώρα;
Η αναχώρηση έγραφε 22:35.
Το ρολόι έδειχνε 22:34 και δεκαεννιά δευτερόλεπτα.
Ήξερα το αποτέλεσμα.
Οι πιθανότητες ήταν μηδέν.
Δεν είδα χέρια που σφίγγονταν, είδα εξίσωση που δεν έβγαινε.
Αυτό είμαι εγώ, βλέπω το τέλος πριν αρχίσει η κίνηση.
Με λένε ψυχρό. Υπολογιστικό. Απόμακρο.
Κι όμως, κανείς δεν τρέμει το λάθος όπως εγώ.
Είμαι εκείνο το αιφνίδιο ξύπνημα στις τέσσερις τα χαράματα.
Εκεί που δεν υπάρχει ήχος παρά μόνο η ανάμνηση
του «δεν κατάλαβα τι πήγε λάθος».
Είμαι εκείνο που σου ψιθυρίζει «μη στείλεις τώρα το μήνυμα»
ενώ το δάχτυλό σου αιωρείται πάνω από το «Αποστολή».
Δε χτυπώ σαν την Καρδιά.
Δε λυγίζω σαν το Σώμα.
Αλλά… Θυμάμαι.
Παρατηρώ.
Προβλέπω.
Κι όταν με αγνοείς, ο κόσμος μοιάζει ήρεμος, μέχρι που ραγίζει.
Δε σου λέω τι να διαλέξεις.
Σου λέω να σταθείς απέναντι στον καθρέφτη και ν’ απαντήσεις.
Τις αντέχεις;
Την αλήθεια; Τη συνέπεια; Την απώλεια;
Κι αν όχι…
Είσαι έτοιμος να πληρώσεις
για τη σιωπή σου;
Για την αναβολή σου;
Για κείνο το «ίσως» που έγινε φυλακή;
Η φυλακή σου είναι φτιαγμένη απ’ τις δικές σου πόρτες.
Τις αριθμώ. Και ξέρω ποια θα κλείσεις επόμενη.
Δε θέλω να με ακολουθείς παντού.
Ούτε να με υπακούς.
Μα αν θελήσεις να πας μακριά,
αν θελήσεις να μη χαθείς στο δρόμο ή στα λόγια,
θα χρειαστεί να με πάρεις μαζί σου.
Έστω… Για τη διαδρομή πίσω. Αν φτάσεις.
Σώμα: Δε με ρωτάς συχνά.
Μα εγώ φυλάω μέσα μου όλες τις απαντήσεις.
Δεν έχω λέξεις.
Έχω κινήσεις που διστάζουν.
Ένα βάδισμα που βαραίνει στα μισά.
Μια ανάσα που δεν ολοκληρώνεται.
Μιλάω όταν δεν αντέχω άλλο.
Όχι με φωνή,
αλλά με όλα όσα δε λειτουργούν όπως πριν.
Κι εσύ, νομίζεις πως απλώς κουράστηκα.
Εγώ σηκώνομαι το πρωί,
όταν όλα μέσα σου θέλουν να μείνουν στο σκοτάδι.
Εγώ σφίγγομαι,
όταν κάτι μέσα σου πάει στραβά αλλά εσύ χαμογελάς.
Κάποιες φορές θέλω να φύγω από πάνω σου.
Ιδρώνω. Τρέμω.
Κρατάω ό,τι δεν είπες.
Ό,τι δεν άντεξες.
Κι ό,τι έθαψες κάτω από «είμαι καλά».
Στο σταθμό, εκείνο το βράδυ,
δεν είδα ούτε ρολόγια ούτε υποσχέσεις.
Ένιωσα τα πνευμόνια να καίγονται,
τα πόδια να βαραίνουν σαν μολύβι,
τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη.
Κάθε ανάσα έλεγε «δεν προλαβαίνεις».
Κι όμως, έτρεχα, γιατί εγώ δεν ξέρω να σταματώ.
Αυτό είμαι εγώ.
Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα, που λέει η Καρδιά, στο σταθμό.