Η εκδίκηση του καμπούρη και άλλες μικρές ιστορίες
Νιρβάνας Παύλος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ψεύτρα αγάπη
Ήρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοι-
μήθηκε στην πλαγιά του βουνού. Ο ύπνος έδεσε στην
αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο
τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην
ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την
ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια.
Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.
Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύ-
στρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από
τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χα-
ραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε
κρεββάτι.
Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπό-
ρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ'
τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα
μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα. Φίλησε τα δάκρυά
της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο.
— Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σούφερα ένα
γλυκό όνειρο...
— Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τόνειρό
μου το βλέπω μ' ανοικτά τα μάτια...
Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που
την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως
θα ξαναγυρίση και δεν ξαναγύρισε. Και δεν ξαναγύ-
ρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον
πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο κα-
ϋμός της.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να
βρω τον καλό μου.
Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με κα-
λοσύνη.
Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πε-
τάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα,
σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και
βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να
βρω τον καλό μου.
Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος
και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι,
στην αυλή του μοναστηριού. Η όμορφη χήρα πέρασε
στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεμα-
τιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη
όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης.
Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως
την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπα-
ρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτη-
καν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του
μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ
χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού
της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως
κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ'
το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα
του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.
Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλα-
φριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο.
— Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο!
Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου...
Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.
Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του
φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο
ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε
με ψιλή φωνούλα:
— Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός
σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα.
Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του
αηδονιού.
— Καλό μου πουλί, του είπε. Εσύ που συντροφεύ-
εις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες
μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ.
Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη:
— Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα,
φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει.
Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη.
— Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που
βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου,
πού πάει ο καλός μου;
— Αλλοίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού
πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθή απάνω στα
μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους.
— Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη
χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ
είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο
καλός μου δεν ήρθε να με βρη.
Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξα-
ναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα:
— Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε
βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου
και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η
αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης
τον καλό σου.
Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.
— Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μα-
κρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός
μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω
στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα
ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζη μες στην άγρια νύ-
κτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο
πήρε, για να πάω να τον συντύχω.