Μικρές Αποφάσεις Ζωής
Μωυσίδου Γεωργία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ήμουν σε αυτό το μέρος των ονείρων όπου μπορείς να είσαι όποιος θέλεις ή ό,τι θέλεις χωρίς καμία έγνοια να σε βαραίνει, το στρώμα μου ένα φουσκωτό σύννεφο κάτω από το σώμα μου, η μαξιλαροθήκη μου ένας ωκεανός από λουλούδια, η γωνία του παπλώματος μου αγκαλιασμένη σφιχτά στο στήθος μου, οι αναπνοές μου να μου γαργαλάνε ελαφρώς το χέρι -μία ενόχληση πολύ μικρή για να με ξυπνήσει.
Και ξαφνικά, μέσα από αυτήν την ήρεμη και απόλυτα γαλήνια κατάσταση, βρέθηκα σε μία εμπόλεμη ζώνη στη μέση του πυρός. Το καινούργιο ξυπνητήρι που αγόρασα λίγες μέρες πριν άρχισε να χτυπάει, γεμίζοντας το δωμάτιο και το κεφάλι μου με μία δυνατή, παράφωνη μελωδία, η οποία ήταν σαν να με βασανίζει για πληροφορίες που ευχαρίστως θα έδινα αλλά δεν είχα. Ανακάθισα, αλαφιασμένη, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον ξέφρενο χτύπο της καρδιάς μου, ενώ το χέρι μου τινάχτηκε προς το κομοδίνο για να κλείσει τον μικρό αυτό διάολο.
Αλίμονο όμως, ο αισθητήρας κίνησης του με αντιλήφθηκε και οι ρόδες του στριφογύρισαν γρήγορα προς τα πίσω, κάνοντας το να πέσει στο πάτωμα και να κυλίσει κάτω από το κρεβάτι, όπου δεν μπορούσα να το φτάσω.
Αναστέναξα βαθιά, οι μακριές ξανθιές μπούκλες μου να πέφτουν μπροστά στο πρόσωπο μου, η πρώτη μου σκέψη της ημέρας η πιθανότητα του εμφράγματος στους τριαντάρηδες. Είχα καταφέρει να διαλέξω τον βασιλιά των ξυπνητηριών, ένα μωβ τέρας με ρόδες που δεν μπορούσες να το κλείσεις επειδή έπρεπε να το κυνηγήσεις πρώτα -οπότε, αντίο ύπνος.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα το έκανα ποτέ αυτό στον εαυτό μου, αλλά η σημερινή συνέντευξη εργασίας ήταν τόσο σημαντική που έστω και μία πεντάλεπτη καθυστέρηση ήταν αδικαιολόγητη. Δεν τύχαινε κάθε μέρα να διαβώ το κατώφλι της εταιρίας Τάιλερ Μπόιλ που ήταν ο μεγαλύτερος καρχαρίας των μεσιτικών επιχειρήσεων και πολυτελών ξενοδοχείων σε όλο τον κόσμο. Ήταν μία εταιρία δισεκατομμυρίων ευρώ και χρειαζόταν μία ομάδα τριών ατόμων που θα αναλάμβανε το τμήμα των επενδυτών εδώ στο Γουίντον, πράγμα που σήμαινε ότι οι θέσεις εργασίας ήταν τρεις και όχι μία, και αυτό ήταν σαν μία κλήρωση λαχείου, μία πολύ σπάνια κλήρωση με ένα απίστευτο βραβείο.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και περπάτησα προς το μπάνιο γεμάτη αυτοπεποίθηση, λέγοντας στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Στην τελική των πραγμάτων, ήμουν η καλύτερη στη χρονιά μου στη σχολή «Διοίκησης επιχειρήσεων», και είχα αποφοιτήσει με επαίνους, για να μην αναφερθώ στην πενταετή μου εμπειρία που είχα αποκτήσει στο χώρο, δουλεύοντας σε μικρότερες επιχειρήσεις.
«Γιατί να μην με προσλάβουν;» ξεφύσηξα στους φόβους μου μόνο και μόνο για να δω την απάντηση στον καθρέπτη -και τις δύο απαντήσεις, βασικά. Το νυχτικό μου ήταν τσαλακωμένο και στραβό από τον ύπνο, το ντεκολτέ μου χαμηλό να μου φωνάζει.
Ήμουν γυναίκα. Και οι στατιστικές, όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, έδειχναν ότι οι γυναίκες δεν λαμβάνουν την ίδια αναγνώριση με τους άντρες στο επάγγελμα μου, κάτι που ήξερα επίσης και από προσωπική πείρα. Κάθε επιχείρηση στην οποία είχα δουλέψει είχε πολλούς άντρες και λίγες έως καμία γυναίκες, όχι ότι με αποθάρρυνε όμως. Αντιθέτως μου έδινε ένα ισχυρό κίνητρο για να προσπαθώ ακόμα πιο σκληρά και να αποδεικνύω την αξία μου, κερδίζοντας τον σεβασμό που για άλλους ήταν δεδομένος αλλά για μένα ήταν προϊόν κοπιαστικού μόχθου.
Το μειονέκτημα ήταν ότι με όλη αυτήν την προσήλωση στην δουλειά μου, δεν είχα καθόλου χρόνο για κοινωνική ζωή, φίλους, ή ακόμα και κατοικίδια. Τρία χρυσόψαρα μου είχαν ψοφήσει γιατί είχα ξεχάσει να τα ταΐσω, και αυτό που είχα τώρα κατάφερε να επιζήσει γιατί είχα αγοράσει ένα σύστημα αυτόματου ταΐσματος των εκατό ευρώ για ένα ψάρι των δέκα ευρώ.
Τα ρούχα μου κρέμονταν στην πόρτα της ντουλάπας, ένα γκρι, σφιχτό ταγιέρ που θα ανάγκαζε τις καμπύλες μου να δείχνουν λιγότερο… καμπυλωτές. Θα το συνδύαζα με το τυχερό μου άσπρο πουκάμισο και με τα μαύρα, χαμηλοτάκουνα παπούτσια μου που ήταν στιλάτα και άνετα ταυτόχρονα.
Δίπλα ακριβώς από την ντουλάπα, στο γεμάτο με αρχεία γραφείο μου, βρισκόταν ο φορητός υπολογιστής μου με την παρουσίαση αποθηκευμένη στον δίσκο του. Την είχα κάνει πρόβα τόσες φορές που ήξερα πού ήταν κάθε εικόνα, πρόταση, τελεία και παύσεις για αναπνοή. Επειδή υπήρχαν περισσότεροι υποψήφιοι από ότι θα ήθελα και ήλπιζα, ο χρόνος μας ήταν περιορισμένος σε δέκα λεπτά -δέκα λεπτά για να ολοκληρώσει ο καθένας μας την παρουσίαση του και να πείσει τον κύριο Μπόιλ ότι είναι κατάλληλος για αυτή την θέση.
Το θέμα που μου είχε δοθεί για παρουσίαση ήταν τρόποι εκμετάλλευσης μίας παρθένας έκτασης σε ένα μικρό νησί στον Ειρηνικό. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες είχα μάθει περισσότερα για αυτό το νησί παρά για την χώρα που ζούσα, κατεβάζοντας από το Ίντερνετ εικόνες δορυφόρου και μελετώντας επίσημες αναφορές για την σύσταση του χώματος, καθώς και για την τοπική κουλτούρα και οικονομία -με άλλα λόγια, αν έκανα αίτηση για υπηκοότητα εκεί, πιθανότατα θα την έπαιρνα.
Τελείωσα το βάψιμο μου, διαλέγοντας ένα φυσικό, σχεδόν αγορίστικο τόνο στο μακιγιάζ, οι ατίθασες, πυκνές μπούκλες μου πατικωμένες όσο ήταν δυνατόν μέσα σε έναν σοβαρό κότσο, οι καμπύλες μου επίσης πατικωμένες μέσα στο σφιχτό ταγιέρ μου. Στάθηκα ευθυτενής μπροστά στον καθρέπτη με το πρόσωπο μου αυστηρό, κρατώντας τον χαρτοφύλακα μπροστά μου. Δηλαδή τί είχε ένας άντρας που δεν το είχα εγώ; Σε πνευματικό επίπεδο εννοώ.
«Ευχήσου μου καλή τύχη, Ντόνατ.» είπα στο χρυσόψαρο μου που τριγύριζε στην γυάλα του, υγιές και ανυποψίαστο για την φρικιαστική μοίρα που είχαν υποστεί τα προηγούμενα ψαράκια μου. Έκλεισα την πόρτα βιαστικά και διέσχισα την χαμηλή βεράντα του κήπου μου, σπρώχνοντας στην άκρη με το πόδι μου τα φυλλάδια πιτσαρίας και κοιτάζοντας ανήσυχα τα μαύρα σύννεφα.
«Μόνο μην βρέξεις μέχρι να φτάσω, σε ικετεύω.» μουρμούρησα στον ουρανό. «Μετά την συνέντευξη, δώσ’ του να καταλάβει.» Δεν ήταν ότι δεν είχα αυτοκίνητο, ήταν ότι είχα φούστα και γόβες, και τέτοια ενδυμασία δεν ενδείκνυτο για περπάτημα στην βροχή, έστω και για λίγα μέτρα.
Έβαλα το χαρτοφύλακα στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησα το αμάξι, ακολουθώντας την διαδρομή που ήξερα πολύ καλά. Η εταιρία Τάιλερ Μπόιλ ήταν το ψηλότερο κτίριο στην πόλη, είχε είκοσι ορόφους και μία πλατεία μπροστά με ένα τεράστιο άγαλμα του γίγαντος Άτλα -ένα διάσημο αξιοθέατο και σημείο ραντεβού για τα ζευγάρια, όχι ότι το είχα χρησιμοποιήσει πρόσφατα. Η τελευταία μου σχέση ήταν δύο χρόνια πριν και είχε τελειώσει άσχημα αφού ήμουν πολύ απασχολημένη με την δουλειά μου και αυτός ήταν πολύ ελεύθερος για να κοιμάται με την καλύτερη μου φίλη.
Τους αριθμούς μπορούσα να τους καταλάβω. Οι άνθρωποι ήταν απρόβλεπτοι.
Έφτασα στον προορισμό μου μισή ώρα νωρίτερα, παρκάροντας σε ένα άδειο πάρκινγκ ακριβώς μπροστά στην πλατεία, χαμογελώντας στην καλή μου τύχη. Αν αυτό δεν θεωρούνταν καλός οιωνός, τότε δεν ήξερα τί άλλο θα μπορούσε να είναι.
Πιο σίγουρη από ποτέ, πέρασα την μεγάλη, γυάλινη, περιστρεφόμενη πόρτα με το χρυσαφένιο μωσαϊκό, και κατευθύνθηκα προς την ρεσεψιόν, προσπαθώντας να μην δείχνω το μέγεθος του ενθουσιασμού που δικαίως αισθανόμουν, αφού περπατούσα προς την δουλειά που ονειρευόμουν όλη μου την ζωή. Υπήρχαν άνθρωποι με κουστούμια που περίμεναν στους καναπέδες του χολ, και πολλοί περισσότεροι που μόλις είχαν μπει και κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση με εμένα, όλοι τους άντρες. Δεν μπορούσα να διαβάζω σκέψεις αλλά ήξερα τί σκεφτόταν ο καθένας τους για μένα, όλοι τους να με κοιτούν υποτιμητικά, όπως ήταν αναμενόμενο, όλοι τους να με θεωρούν ακατάλληλη για μία τέτοια απαιτητική θέση, όπως ήταν αναμενόμενο, όλοι τους να εύχονται να μην καταλήξουν στην ίδια ομάδα με μένα, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε καθόλου, όπως ήταν επίσης αναμενόμενο. Πάλευα με αυτήν την αδικία και προκατάληψη χρόνια τώρα, οπότε είχα φτάσει στο σημείο να μασάω ατσάλι και να καταπίνω φλόγες.
Η ρεσεψιόν ήταν τώρα μόνο λίγα μέτρα μακριά αλλά πριν προλάβω να κάνω άλλο βήμα, ένας άντρας με προσπέρασε και μπήκε μπροστά μου τόσο βιαστικά που με έσπρωξε από την μέση, ρίχνοντας κάτω έναν καθαριστή και το καρότσι του, όλα τα απορρυπαντικά και ξεσκονόπανα του να σκορπάνε στο πάτωμα.
«Σιγά ρε, φίλε!» διαμαρτυρήθηκε ο καθαριστής έντονα καθώς έπεσε επάνω στο δεξί του χέρι που είχε ένα επίδεσμο γύρω από τον καρπό, το πρόσωπο του να συσπάται από τον πόνο, αλλά ο τύπος με το κουστούμι όχι μόνο δεν απολογήθηκε, τον προσπέρασε κιόλας χωρίς να τον κοιτάξει καν -όπως έκαναν και οι υπόλοιποι, ο άνθρωπος στο πάτωμα απλά ένα εμπόδιο που όλοι τους άφηναν πίσω χωρίς να πατάνε.
Έσφιξα τα δόντια μου, εκνευρισμένη, και γονάτισα κάτω δίπλα στον άνθρωπο, βοηθώντας τον να μαζέψει τα πράγματα του. «Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι, δεσποινίς.» είπε ο καθαριστής, τρίβοντας το χέρι του που ακόμα πονούσε. Ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, ψηλός και αδύνατος με μαύρο δέρμα, άσπρα δόντια και ξυρισμένο κεφάλι, τα μάτια του ευγενικά.
«Δεν τον πιστεύω αυτόν τον τύπο. Ούτε καν σου ζήτησε συγνώμη.» του είπα.
«Και όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα, δεσποινίς. Κανένας με αυτά τα ακριβά κουστούμια δεν θα μου έριχνε μία ματιά, πόσο μάλλον να μου δώσει ένα χέρι βοηθείας. Την προηγούμενη εβδομάδα, ένας από αυτούς πετάχτηκε έξω από το γραφείο του τόσο απότομα που παραλίγο να με ρίξει κάτω από τις σκάλες.»
Έκανα έναν επικριτικό μορφασμό. «Αυτό είναι απαίσιο.»
«Ναι, αλλά συμβαίνει συχνά εδώ. Μπορείς να πιστέψεις ότι δουλεύω εδώ για πέντε χρόνια και κανείς δεν μου έχει πει ούτε καλημέρα; Βασικά, είσαι η πρώτη που μου μιλάει.»
Τοποθετήσαμε και τα τελευταία καθαριστικά στο καρότσι και σηκωθήκαμε όρθιοι, το χέρι του τεντωμένο προς το μέρος μου για χειραψία, ένα αυθεντικό χαμόγελο στο πρόσωπο του. «Είμαι ο Λούι.»
Έριξα μία σύντομη ματιά στο ρολόι μου. Είχα λίγο χρόνο πριν την συνέντευξη αλλά ήθελα να τον χρησιμοποιήσω για να ξαναδιαβάσω την παρουσίαση μου και όχι για να κάνω άσκοπες ψιλοκουβέντες. Παρ’ όλα αυτά, κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να φύγω. «Είμαι η Ντέλλα.»
«Λοιπόν, τί κάνεις εδώ;» με ρώτησε, τινάζοντας το ξεσκονόπανο προς τα πίσω για να το απλώσει επάνω στον ώμο του, το φρύδι του να καμπυλώνει με απορία.
Το μέτωπο μου ζάρωσε από την απάντηση που ήταν μπροστά στα μάτια του και δεν την είχε δει. Στα αλήθεια δεν είχε προσέξει όλους τους υποψήφιους που περίμεναν να τους φωνάξουν; «Είμαι εδώ για την συνέντευξη.»
Ο Λούι τότε δίπλωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και έγειρε πιο κοντά μου, και τα δυο του φρύδια τώρα σηκωμένα προς τα πάνω. «Αυτό το ξέρω.» μου χαμογέλασε, καμία ειρωνεία στον τόνο του, μόνο έκπληξη. «Εννοώ, τί κάνεις εσύ εδώ; Είναι προφανές ότι δεν ανήκεις εδώ μέσα.»
Ένιωσα το πρόσωπο μου να αλλάζει όπως και η φωνή μου. Γιατί μου είπε κάτι τέτοιο; Είχα δουλέψει πιο σκληρά από όλους εδώ μέσα και μου άξιζε αυτή η ευκαιρία και με το παραπάνω. «Και γιατί παρακαλώ δεν ανήκω εδώ;»
«Να σου πω… Πρώτον, νοιάζεσαι για τους άλλους. Και δεύτερον, νοιάζεσαι για τους άλλους. Δεν είναι ακριβώς αυτό που ζητάει η εταιρία.»
Τον κοίταξα βαριεστημένα, κουνώντας το κεφάλι μου. Ίσως να τον πονούσε το χέρι του ακόμα από πριν, ίσως και να είχε προσωπικά θέματα με κάποιους από τους εργαζόμενους εδώ, όπως και να είχε πάντως, απλά τα παραέλεγε. «Είμαι σίγουρη ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα παρουσιάζεις.»