Το Σπίτι με τις... 7... 8... 9... 10 Γάτες
Χατζηιωαννίδου Ν.- Κουλίζου Κ.
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Γεια σου!
Είμαι ο Αλέκος! Με λένε αλλιώς και πλατανόγατο! Γιατί; Επειδή κάτω από ένα πλατάνι με άφησε η μαμά μου για να με προφυλάξει από τη ζέστη, τις άλλες άγριες γάτες, τα σκυλάκια που δεν με ήξεραν και άλλα πολλά και φοβερά, που η μανούλα μου και δεν πρόλαβε να μου τα πει και δεν ήθελε γιατί ήμουν πολύ μικρούλι.
Η μαμά μου πήγε να φέρει φαγητό. Εγώ περίμενα και περίμενα…. και άρχισα να πεινάω. Δυστυχώς, δεν ήξερα τότε να φάω μόνος μου και έπρεπε κάποιος να με ταΐσει. Κι άρχισα να φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Κι επειδή δεν μπορώ να πω «μαμά…μαμά…μαμά…», φώναζα «μιάου…μιάου…μιάου…» όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Κι ευτυχώς, ο Θεός που προστατεύει όλα τα πλάσματα, μου έστειλε έναν μπαμπά. Στην αρχή μου φάνηκε μεγάλος σαν γίγαντας. Αλλά ήμουν τόσο πεινασμένος που δεν φοβήθηκα. Τον κοιτούσα και του φώναζα να με ταΐσει. Αυτός στην αρχή δεν κατάλαβε και με πήρε στο χέρι του και με σήκωσε ψηλά. Εγώ δεν ήθελα παιχνίδια. Φαγάκι ήθελα! Να πως ήμουν...
Συνέχισα να παραπονιέμαι κι εκείνος με έβαλε κάτω απαλά και μου έδωσε λίγο φαγάκι και νερό. Αλλά δεν ήξερα ακόμα να φάω μόνος μου. Μύριζα το σαλαμάκι, αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω! Τότε ο μπαμπάς μου το έκοψε κομματάκια και μου το έδωσε στο στόμα. Εγώ τρελάθηκα από τη χαρά μου που επιτέλους θα έτρωγα κι εκείνος φώναξε ξαφνιασμένος, γιατί στη βιασύνη μου του δάγκωσα το δάχτυλο! Είχα βλέπεις δοντάρες, αλλά δεν ήξερα τι να τις κάνω!
Στη συνέχεια ο μπαμπάς με έβαλε σε ένα κουτί και με πήρε μαζί του στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάει στη δουλειά βλέπεις…. Εμένα δεν μου άρεσε το κουτί. Ήταν πολύ μικρό. Όμως σαν καλό γατάκι, έκατσα κάτω και περίμενα. Το κούνημα του αυτοκινήτου με νανούριζε. Ώσπου… φτάσαμε κάπου αλλού. Φωνές και φασαρία παντού. Μυρωδιές… εκατοντάδες μυρωδιές! Όλα μου φαίνονταν περίεργα. Μόλις το κουτί άνοιξε …δυο γίγαντες βρέθηκαν μπροστά μου! Ένας άντρας και μια γυναίκα. «Αχ τι γλυκούλι! Το θέλω!» άκουσα να λένε. «Δεν μου δίνετε λίγο να φάω και να αφήσετε τις κουβέντες;» είπα εγώ. Ένα μιάου όμως μόνο ακούστηκε.
Όσο αυτοί μιλούσαν, εγώ έτρεχα στο χώρο να βρω μια κρυψώνα. Έτσι κάνουν όλες οι καθωσπρέπει γάτες. Εξασφαλίζουν πρώτα μια έξοδο διαφυγής, ή μια αξιοπρεπή κρυψώνα. Εγώ την βρήκα, πίσω από τη λεκάνη της τουαλέτας! Ξέχασα να σας πω, ότι σε ένα μπάνιο με έβαλαν. Επειδή ήμουν ζωηρό αλλά και πεινασμένο μικρό, μου πήραν μια κονσέρβα να φάω. Μύριζε τόσο όμορφα! Αλλά… δεν ήξερα ακόμα μόνος μου να φάω... Γύριζα γύρω από την κονσέρβα και φώναζα μέχρι που οι άνθρωποι-γίγαντες διασώστες μου κατάλαβαν επιτέλους την αδυναμία μου και αποφάσισαν να με ταΐσουν. Μια καλή κυρία μου έδινε τροφή με το δάχτυλο της, αλλά δεν ήξερε ότι εγώ μπορεί να μην είχα μάθει ακόμα να τρώω μόνος μου, είχα όμως βγάλει τρομερά και κοφτερά δοντάκια!…. Ένα «Αχ» ακούστηκε τόσο δυνατά, που αντιλάλησε στο μπάνιο κι εγώ έτρεξα πάλι να κρυφτώ πίσω από την τουαλέτα. «Με δάγκωσε! Μου τρέχουν αίματα!» φώναξε η γιγάντισσα. «Ε καλά, μην το μισήσεις τώρα! Μικρό είναι, δεν ξέρει» της απάντησε ο γίγαντας. Ευτυχώς που είχα και δικηγόρο….
Υποσχέθηκα από μέσα μου πως δεν θα το ξανάκανα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Φτάνει να με τάιζαν κι άλλο στο στόμα, γιατί πεινούσα πολύ. Για σήμερα φαίνεται ότι τη γλύτωσα. Με μάζεψαν, με τάισαν, με κανάκεψαν και μ` έβαλαν σε ένα μικρό δωμάτιο να κοιμηθώ, πάνω σε ένα μαλακό μαξιλάρι. Αχ πως νυστάζω! Πολύ κούραση σήμερα!...