Ζωής Γυρίσματα στη Σκιά του Λευκού Πύργου
Καλοβούλου Ι. Λουκία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Εισαγωγή
Η Ευμορφίλη παίζει με τις φίλες της στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της. Ετοιμάζεται να ρίξει την πέτρα σ’ ένα από τα τετραγωνάκια που χάραξαν με κιμωλία.
«Ευμορφίλη, έλα λίγο που σε θέλω». Η φωνή της μαμάς απ’ το ανοιχτό παράθυρο ακούγεται ιδιαίτερα επιτακτική, αλλά η μικρή προσποιείται πως δεν άκουσε και ψιθυρίζει: «Δεν θα φύγω τώρα που είναι η σειρά μου να παίξω».
«Ευμορφίλη, τώρα! Να μην το πω δεύτερη φορά».
«Κορίτσια, περιμένετέ με. Πάω να δω τι με θέλει κι έρχομαι».
Με δύο δρασκελιές ανεβαίνει τα τέσσερα σκαλιά της εισόδου: «Τι με θες, μαμά; Πες μου γρήγορα γιατί είναι η σειρά μου στο κουτσό…». Αρχίζει αλλά δεν αποσώνει τη φράση της. Απορεί που βλέπει πάνω στα κρεβάτια τους μια δερμάτινη βαλίτσα και τρεις ανοιχτούς σάκους. Δύο μεγάλους και έναν μικρότερο. «Ευμορφίλη κόρη μου, πρέπει να φύγετε για την Ελλάδα. Θα σου ετοιμάσω έναν σάκο με ρούχα και θα τυλίξω σε μια πετσετούλα λίγο φαγητό. Εσύ πάνε να χαιρετίσεις τις φίλες σου».
«Όχι, μαμά». Το όχι της βγήκε αυθόρμητα. Όχι, δεν γίνεται να χάσει για δεύτερη φορά τις φίλες της. Η εικόνα του αποχαιρετισμού στα Μάλγαρα δεν έχει καλά-καλά σβήσει απ’ το μυαλό της κι ας έχουν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια. Μυξόκλαιγε και ρωτούσε συνέχεια πότε θα ξαναδεί τη Δόμνα τη συμμαθήτριά της. Και η μαμά την παρηγορούσε: «Θα ερχόμαστε, κούκλα μου. Δεν θα είμαστε δα και τόσο μακριά…». Τότε το είχε πιστέψει γιατί ήταν μικρή, μόνο οκτώ χρονών. Τώρα όμως δεν μπορεί να την κοροϊδέψει. Έχει μεγαλώσει. Έχει μπει στα έντεκα.
«Πες μου, πότε θα ξανάρθουμε;» ρωτάει με πείσμα. «Τι να τους πω;» Η κυρία Γιαννούλα δεν ξέρει τι να απαντήσει. Την τραβάει στην αγκαλιά της για να κρύψει τα δακρυσμένα της μάτια. «Έλα, μην αργείς. Το πλοίο θα σαλπάρει σε δύο ώρες…».

Στη Ραιδεστό
Πατέρας και γιος έχουν τελειώσει πολύ νωρίς τη δουλειά τους και ετοιμάζονται να επιστρέψουν για φαγητό. Ένα έκτακτο ραντεβού όμως μ’ έναν πελάτη, τους αλλάζει το πρόγραμμα.
«Σάββα, μη με περιμένεις. Εσύ γύρνα στο σπίτι. Εγώ ίσως αργήσω».
Ο Σάββας κοιτάζει το ρολόι του. Δεν είναι ούτε μία. Προλαβαίνει να κάνει τον αγαπημένο του περίπατο στην προκυμαία. Τον συγκινούν τα ιστιοφόρα που είναι αραγμένα πολύ κοντά στη στεριά. Τα περιεργάζεται και πλάθει ιστορίες για τους ιδιοκτήτες τους και τα ταξίδια τους. Εκείνο όμως που πραγματικά τον μαγεύει είναι η θέα των ατμόπλοιων στο βάθος του λιμανιού. Τον κάνει να ονειρεύεται την απόδρασή του απ’ τη δύσκολη καθημερινότητά τους. Φαντάζεται τον εαυτό του επιβάτη με μόνες αποσκευές τα όνειρά του για έναν τόπο όπου δεν θα διώκεται η πίστη τους. Δεν θα φοβούνται για την περιουσία και τη ζωή τους. Εξάλλου, ακόμη ηχούν στ’ αυτιά των κατοίκων της Ραιδεστού οι κανονιοβολισμοί από τις μάχες της Καλλίπολης. «Εκεί θα κάνω τη δική μου δουλειά. Εκεί θα φτιάξω τη δική μου οικογένεια» μονολογεί.
Ένα μεγάλο ατμόπλοιο μόλις έχει αγκυροβολήσει στα βαθιά και βάρκες πηγαινοέρχονται με ναύτες κι εμπορεύματα. Είναι το φορτηγοποστάλι της γραμμής για Ελλάδα. Τούτη τη χρονιά υπάρχουν δύο τέτοια πλοία σ’ αυτή τη γραμμή. Κάνουν το δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη εναλλάξ και πιάνουν και στη Ραιδεστό. Το ένα είναι αυτό το λευκό Ελληνικό που είναι σήμερα εδώ, με το όνομα «ΑΘΗΝΑ». Έχει μια μπλε μεγάλη τσιμινιέρα και την ελληνική σημαία, στην πρύμη του. Το προτιμούν για τα ταξίδια τους οι Χριστιανοί. Το άλλο είναι μαύρο με μπεζ χρώμα στο ακομοντέησιον και στις εσωτερικές του υπερκατασκευές. Έχει καφέ τσιμινιέρα και την τούρκικη σημαία στην πρύμη του. Γράφει «ΑΚ ΝΤΕΝΙΖ» Τα ατμόπλοια αυτά δεν είναι αμιγώς εμπορικά ούτε μόνο επιβατηγά, αλλά ένας συνδυασμός των δύο. Έχουν δύο αμπάρια στην πλώρη κι ένα στην πρύμη. Με αρματωμένες μπίγες φορτώνουν και γεμίζουν τα αμπάρια τους με τα εμπορεύματα που μεταφέρονται με μαούνες δίπλα στα αγκυροβολημένα πλοία. Οι επιβάτες οδηγούνται στο πλοίο με βάρκες μόνο όταν πλησιάζει να τελειώσει η φόρτωση.
Ο Σάββας στέκεται και το βλέπει. Το συνηθίζει να χαζεύει τα καράβια που έρχονται, αγκυροβολούν, ξεφορτώνουν, φορτώνουν και φεύγουν. Για τούτο το πλοίο γνωρίζει πως έχει ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη στις οχτώ το πρωί. Αγκυροβόλησε στη Ραιδεστό λίγο πριν τις δώδεκα το μεσημέρι και θα φύγει σε τρεις ώρες. Το παρακολουθεί και σκέφτεται: Σίγουρα θα πάρει και πάλι μαζί του κάποιους ξεριζωμένους συμπατριώτες μας… Για ελάχιστα λεπτά επιτρέπει στον νου του να αρμενίσει ελεύθερα. Γρήγορα όμως πρυτανεύει η λογική. Και τι με νοιάζει εμένα που ετοιμάζεται να φύγει; Στο κάτω- κάτω της γραφής ούτε αυτό το πλοίο, αλλά ούτε και κανένα άλλο δεν θα πάρει μακριά από τη Ραιδεστό εμένα και την οικογένειά μου. Αυτό το γνωρίζει καλά από τις επανειλημμένες συζητήσεις ανάμεσα στους γονείς του. Ρίχνει ξανά μια ματιά στο ρολόι του και γυρίζει απότομα την πλάτη στο λιμάνι. Παίρνει με γοργό βήμα τον δρόμο για το σπίτι.
Βρίσκει τη μητέρα και τις αδελφές του ανάστατες.
«Μάνα, τι συμβαίνει; Τι είναι αυτοί οι σάκοι; Γιατί είναι μουτρωμένη η μικρή;» Κάνει όλες τις ερωτήσεις μαζί.
«Σάββα, πρέπει να φύγετε για την Ελλάδα. Υπάρχει λόγος. Θα σου τον εξηγήσει η Ευαγγελία» του λέει, καθώς του δείχνει με το βλέμμα την Ευμορφίλη, που έχει σταματήσει την γκρίνια και τους κοιτάζει όλο περιέργεια.