Οι Έρωτες της Αντιγόνης
Παπαπαναγιώτου Ευαγγελία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Αντιγόνη! Όχι όχι όχι, δεν είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Είναι η Αντιγόνη Παπαστεργίου, το κορίτσι, η γυναίκα
της διπλανής πόρτας. Με κορμοστασιά που θυμίζει
Αρχαία Ελληνίδα. Τα έντονα ζυγωματικά τονίζουν τις
καλοφτιαγμένες γωνίες του προσώπου της. Το ανοιχτό
χρώμα της επιδερμίδας της, φωτίζει ακόμα περισσότερο
τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια. Τα καλά της γονίδια,
τους κάνουν όλους να αναρωτιούνται για την ηλικία της.
Πήρε από τη γιαγιά της, όπως και το όνομα της.
Η Αντιγόνη, πενήντα τεσσάρων χρόνων σήμερα,
κάνει τις ετοιμασίες για το γάμο της κόρης της, Ιωάννας.
Κάνει τις δουλειές που χρειάζεται το σπίτι της. Είναι
το σπίτι των γονιών της, μια παλιά μονοκατοικία,
χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού.
Από την αυλή της απολάμβανε τη θέα της θάλασσας.
Ήταν περήφανη για τις πολλές τριανταφυλλιές που είχε
φυτεμένες στο μεγάλο παρτέρι της αυλής σε όλα τα
χρώματα, είναι τα αγαπημένα της λουλούδια. Επίσης
πολύχρωμα γεράνια, γαρυφαλλιές και το μυρωδάτο
αγιόκλημα στόλιζαν τον κήπο της.
Πριν δύο μήνες ανακαίνισε και έβαψε το σπίτι της.
Ακόμα οι μυρωδιές από τις μπογιές στους τοίχους και το
βερνίκι από τις ξύλινες μπαλκονόπορτες και τα
παντζούρια έρχονταν στη μύτη της. Κάνει τις τελευταίες
δουλειές της και σκέφτεται διάφορα... ακόμη και τον δικό
της γάμο, τα όνειρα που έκανε και εκείνη με τον
Κωνσταντίνο. Τί και αν τελείωσε άδοξα με ένα διαζύγιο.
Γνωρίστηκαν όταν εκείνη είχε τελειώσει το λύκειο. Ο
πατέρας της σχεδόν καθημερινά τον έφερνε στο σπίτι
τους. Ήταν ο έμπιστος υπαξιωματικός που είχε στο
γραφείο του. Οι ετοιμασίες και η αγωνία ήταν η ίδια που
είναι και σήμερα με το γάμο της κόρης της.
Από τη Δευτέρα που ξεκίνησε τις τελευταίες
λεπτομέρειες δεν σταμάτησε ούτε λεπτό, όλη τη μέρα
ήταν στο πόδι. Πέμπτη σήμερα και κόντευε να τελειώσει.
Ετοίμασε το δεκατιανό καφέ της και τον άφησε πάνω
στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα στην πολυθρόνα. Χρόνια
τώρα ήταν βαλμένη δίπλα στην μπαλκονόπορτα που
κοίταζε την αυλή. Τη θέση αυτή την πήρε από τότε που
μετακόμισε στο σπίτι του πατέρα της.
Κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα που τώρα
πλέον έχει πάρει το σχήμα του κορμιού της και
απολάμβανε τον καφέ της. Από την ανοιχτή
μπαλκονόπορτα έρχονταν οι ευωδιές από τα λουλούδια
του κήπου της. Παίρνοντας μια πιο βαθιά ανάσα
κατάφερε να ξεχωρίσει το άρωμα από τα τριαντάφυλλα
και τη γλυκιά μυρωδιά από το αγιόκλημα.
Οι ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου ζεστές, πέρασαν
και αυτές την μπαλκονόπορτα και χάιδευαν το
κουρασμένο κορμί της. Ρούφηξε μερικές γουλιές από τον
καφέ της και χαμογέλασε.
Ζαλισμένη από τα αρώματα των λουλουδιών και τη
ζέστη, ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη της
πολυθρόνας. Αυτή που πάντα τη βοηθούσε να ταξιδεύει
και άκουγε όλες τις κρυφές της επιθυμίες. Αναπολώντας
μνήμες του παρελθόντος και βυθισμένη για άλλη μια
φορά στις σκέψεις της, άρχισε να ξεσκονίζει τα φύλλα της
καρδιάς της όπου ήταν γραμμένοι οι έρωτές της. Έφτασε
μέχρι τα υπόγεια του μυαλού της, εκεί που τους είχε
κλειδώσει. Έμειναν εκεί, για να της θυμίζουν ότι θα
υπάρχουν για πάντα, χωρίς ποτέ κανένας να μπορεί να
τους κλέψει.
Καθένας από τους έρωτες της, είχε τη δική του αξία
και είχε χαραχτεί σε διαφορετικό κομμάτι της καρδιάς
της. Ήταν τα άσπρα εκείνα περιστέρια που φτερούγιζαν
στην πρώτη της νιότη. Άλλοτε κατάλευκα και άλλοτε με
λίγο γκρίζο στα φτερά τους, κατάφερναν πάντα να κάνουν
την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ξεσκονίζοντάς τα
έφτασε πολύ μακριά, στα παιδικά της χρόνια.
Ήταν η μοναχοκόρη του πατέρα της, το παιδί
υπόδειγμα για όλη την οικογένεια. Μόνο που ο πατέρα
της Ηρακλής δεν τα πήγαινε καλά μαζί της.
Ο πατέρας της, ήταν ένας πανύψηλος άντρας, σαν
κυπαρίσσι. Από εκεί ψηλά έβλεπε τα πάντα, με εκείνα τα
μικρά μαύρα μάτια του και το καχύποπτο βλέμμα. Με
κοντά μαύρα σγουρά μαλλιά, κουρεμένα έτσι λόγω της
δουλειάς του. Τα κασμιρένια κοστούμια που φορούσε με
τις καλοσιδερωμένες τσακίσεις στα παντελόνια, ήταν σε
απόλυτη αρμονία με το αγέλαστο πρόσωπό του και την
απότομη συμπεριφορά του.
Η Αντιγόνη έτρεφε απέραντη αγάπη για τον πατέρα
της. Όπως πολλοί συγγενείς και φίλοι, έτσι και αυτή,
θαύμαζε τον αυτοδημιούργητο πατέρα της που είχε
ξεκινήσει από χαμηλά.
Ήταν το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης φτωχής
οικογένειας. Μ’ έναν πατέρα σκληρό και απόμακρο
μπόρεσε να ξεφύγει και έγινε ανώτερος αξιωματικός του
στρατού. Ό,τι πέτυχε στη ζωή του το κατάφερε με πολύ
προσωπικό μόχθο και κόπο.
Ναι, ο πατέρας της ήταν ένας άξιος άνθρωπος και γι’
αυτό ήθελε και η ίδια η Αντιγόνη να του μοιάσει. Όμως
ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε καταλάβει, γιατί εκείνος δεν
ήθελε να είναι ισάξιά του και της φερόταν με απαξίωση.
Όταν ήταν παιδί δεν μπορούσε να το καταλάβει και με
το μικρό της μυαλουδάκι νόμιζε ότι δεν την αγαπούσε.
Όσο μεγάλωνε όμως, αντιλαμβανόταν όλο και
περισσότερο την απόρριψή του.
Η άρνηση και η υποτίμηση που έδειχνε στο πρόσωπό
της σ’ ό,τι και αν έκανε την καταρράκωναν.
Της φερόταν σκληρά, αυταρχικά και βίωνε την
αποδοκιμασία και την περιφρόνηση του. Στα ’λεγα εγώ,
είσαι άχρηστη και δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα χωρίς
εμένα, της έλεγε αυστηρά, κοιτάζοντάς τη μέσα από τα
χοντρά κοκάλινα γυαλιά της πρεσβυωπίας.
Γιατί μου το λες αυτό; Ρωτούσε η Αντιγόνη.
Κι απάντηση δεν έπαιρνε…
Αυτή όμως ποτέ δεν παραιτήθηκε από τις προσπάθειές
της, γιατί ήθελε πάρα πολύ να είναι άριστη σε όλα και έτσι
να καταφέρει να σπουδάσει.
Τίποτα από αυτά που του έλεγε η Αντιγόνη δεν
άκουγε. Όλη της η ζωή ένας αγώνας δρόμου που ποτέ δεν
κατάλαβε ο πατέρας της ότι έκανε, θέλοντας να του δείξει
ότι είναι άξια και δυνατή σαν εκείνον.
Ο πατέρας της στρατιωτικός και η μητέρα της
νηπιαγωγός, με τα Γαλλικά και το πιάνο της.
Η Αντιγόνη πολλές φορές αναρωτιόταν πως δύο τόσο
διαφορετικοί άνθρωποι, όπως ήταν οι γονείς της,
ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Γιατί δεν επιβεβαίωναν
τον κανόνα που έλεγε ότι:
Πίσω από έναν ισχυρό άντρα κρύβεται μια εξίσου
δυνατή γυναίκα.
Η μητέρα της, η κυρία Φαίδρα, ήταν μια όμορφη
ψηλή, μελαχρινή, με γυαλιστερά μαύρα μάτια και πάντα
με το χαμόγελο στα χείλη. Το δέρμα της ήταν σαν
πορσελάνινο και δεν βαφόταν ποτέ. Το μόνο που φρόντιζε
καθημερινά ήταν η περιποίηση των μαλλιών της. Κάθε
πρωί χτένιζε τα πλούσια μαλλιά της και τα έπιανε έναν
κότσο χαμηλά στο κεφάλι της. Μαζί με τα κλασικά ταγιέρ
που φορούσε είχαν γίνει το σήμα κατατεθέν της.
Όσο όμως εντυπωσιακή ήταν εξωτερικά, τόσο
ουδέτερη θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς σαν
χαρακτήρα. Δεν ήταν η δυναμική γυναίκα, απεναντίας
είχε επιλέξει να ζει στη σκιά του δυναμικού συζύγου της.
Ήταν υποταγμένη στον κύριο και αφέντη της. Όχι, δεν
ήταν δυνάστης ο Ηρακλής της. Ήταν πάντα τρυφερός
μαζί της, ποτέ βίαιος. Απλά λόγω του επαγγέλματός του,
είχε μάθει να δίνει εντολές και με τον τρόπο του, ήθελε
πάντα να εκτελούνται. Πάντα ήταν ένα βήμα πίσω του. Οι
όποιες αποφάσεις παίρνονταν μαζί, αλλά υπερίσχυε η
δική του. Ήξερε τον τρόπο να φαίνεται πάντα η δική του
η σωστότερη.