Συμβουλευτική Γονέων Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες
Κιούση Σεραφούλα Π.
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εννοιολογικό πλαίσιο της αναπηρίας και των ειδικών αναγκών

1.1 Αναπηρία και Ειδικές Ανάγκες

Το άτομο με ειδικές ανάγκες είναι δύσκολο να οριστεί μονοσήμαντα, ενώ ακόμη δυσκολότερο είναι να προσδιοριστεί η διαφοροποίηση μεταξύ των εννοιών της α-ναπηρίας και των ειδικών αναγκών. Σύμφωνα με το αμερικανικό σύστημα παροχής υπηρεσιών υιοθεσίας (United States foster care system), ως παιδί με ειδικές ανάγκες ορίζεται το παιδί εκείνο που θα διαγνωστεί με συναισθηματικές, πνευματικές ή σωματικές αναπηρίες (Buckles & Pomeranz, 2017). Κατά συνέπεια, το να έχει ένα παιδί ειδικές ανάγκες προϋποθέτει ότι έχει κάποιας μορφής αναπηρία. Επιπρόσθε-τα, σύμφωνα με τις Aumann και Britton (2009), με βάση τον ορισμό που περιέχεται σε σχετικό νόμο του Ηνωμένου Βασιλείου (Disability Discrimination Act 1995), ως αναπηρία (Disability), ορίζεται μια σωματική ή πνευματική βλάβη η οποία έχει σοβαρές, δυσμενείς και παρατεταμένες συνέπειες στην ικανότητα του ατόμου να διεκπεραιώνει συνήθεις καθημερινές λειτουργίες. Με βάση τον ορισμό αυτό, η α-ναπηρία περιλαμβάνει καταστάσεις όπως σύνθετες και εξειδικευμένες ανάγκες πε-ρίθαλψης, ιδιαίτερες δυσκολίες μάθησης, δυσλειτουργίες του αυτιστικού φάσματος, βλάβες που συνδέονται με αισθητικές λειτουργίες (όραση, ακοή, αίσθηση του χώ-ρου κλπ), σωματικές βλάβες και τέλος δυσλειτουργίες σε συναισθηματικό και συ-μπεριφορικό επίπεδο.

Ως άτομα με ειδικές ανάγκες από την άλλη χαρακτηρίζονται τα άτομα «με σο-βαρές ανεπάρκειες, ανικανότητες ή μειονεξίες, που οφείλονται σε σωματικές βλά-βες, συμπεριλαμβανομένων των βλαβών των αισθήσεων, ή σε διανοητικές ή σε ψυ-χικές βλάβες, οι οποίες περιορίζουν ή αποκλείουν την εκτέλεση δραστηριότητας ή λειτουργίας, η οποία θεωρείται κανονική για έναν άνθρωπο» (Απόφαση του Ευρω-παϊκού Συμβουλίου 93/136/ΕΟΚ, άρθρο 2).

Σύμφωνα τέλος με το ελληνικό δίκαιο, ως Άτομα με Ειδικές Ανάγκες ορίζο-νται «τα άτομα που πάσχουν από ειδικές ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες οφειλόμε-νες σε φυσικούς, διανοητικούς ή κοινωνικούς παράγοντες σε τέτοιο βαθμό, που είναι δύσκολο γι’ αυτά να συμμετάσχουν στη γενική, επαγγελματική κατάρτιση, να εξεύρουν εργασία ή να έχουν πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία» (Νόμος 1566/85, άρθρο 32).

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Νόμο 3699/08,
1. Μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται όσοι για ολόκληρη ή ορισμένη περίοδο της σχολικής τους ζωής εμφανίζουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης εξαιτίας αισθητηριακών, νοητικών, γνωστικών, αναπτυξιακών προβλημάτων, ψυχικών και νευροψυχικών διαταραχών οι οποίες, σύμφωνα με τη διεπιστημονική αξιολόγηση, επηρεάζουν τη διαδικασία της σχολικής προσαρμογής και μάθησης. Στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκαταλέγονται ιδίως όσοι παρουσιάζουν νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες με χαμηλή όραση), αισθητηριακές αναπηρίες ακοής (κωφοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας ? λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (φάσμα αυτισμού), ψυχικές διαταραχές και πολλαπλές αναπηρίες. Στην κατηγορία μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν εμπίπτουν οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση που συνδέεται αιτιωδώς με εξωγενείς παράγοντες, όπως γλωσσικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.

2. Οι μαθητές με σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες, παραβατική συμπεριφορά λόγω κακοποίησης, γονεϊκής παραμέλησης και εγκατάλειψης ή λόγω ενδοοικογενειακής βίας, ανήκουν στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

3. Μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται και οι μαθητές που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα ανεπτυγμένα σε βαθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα προσδοκώμενα για την ηλικιακή τους ομάδα. (Άρθρο 3, εδάφια 1 έως 3)

Από τα παραπάνω τεκμαίρεται ότι η αναπηρία αν και δεν ταυτίζεται, εντούτοις συνεπάγεται τις ειδικές ανάγκες. Από την άλλη, η έννοια των ειδικών αναγκών δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη αναπηρία (περιπτώσεις 2 και 3 του παραπάνω άρθρου). Με βάση το σκεπτικό αυτό, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση η έννοια της αναπη-ρίας είναι σύμφυτη με την έννοια των ειδικών αναγκών, στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι αδιακρίτως, ως έχοντες το ίδιο εννοιο-λογικό περιεχόμενο.

1.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις και μοντέλα για την αναπηρία

Παραδοσιακά στις Δυτικές κοινωνίες η αναπηρία θεωρείτο γενικά ως ένα ιατρικό φαινόμενο εστιασμένο στον ασθενή-ανάπηρο. Το «πρόβλημα της αναπηρίας» λοιπόν είχε μια ατομοκεντρική θεώρηση και εξισώνονταν με τη βιολογική διαφορετικότητα ή τη φυσική βλάβη. Κατά συνέπεια οι όποιες λύσεις στο πρόβλημα της αναπηρίας εφαρμόζονταν, ήταν φύσει ιατρικές και εστιασμένες στο άτομο-ασθενή-ανάπηρο. Όταν δεν υπήρχαν κατάλληλες «ιατρικές αγωγές» για να εφαρμοστούν, οι «ασθενείς» «βοηθιούνταν» να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν όσο πιο απο-τελεσματικά γίνονταν τους περιορισμούς που μοιραίως τους έθετε η διαταραχή τους, η χρόνια πάθησή τους, ή οι σωματικές τους διαφορές (Beckett, 2006, όπ. α-νάφ στο Green, Darling & Wilbers, 2013).

Αυτή η προσέγγιση της αναπηρίας η οποία την ταυτίζει με τη φυσική βλάβη του ανάπηρου ατόμου, έγινε γνωστή ως ιατρικό μοντέλο (medical model) της αναπηρίας. Στο συγκεκριμένο μοντέλο, η φυσική μειονεξία του ατόμου είναι αυτή που ευθύνεται για την απώλεια της σωματικής αλλά και, κυρίως, της κοινωνικής λειτουργίας του. Ως εκ τούτου οι παρεμβάσεις είναι κυρίως ιατρικές, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης και της περίθαλψης (συχνά σε ιδρύματα), καθώς και η ένταξη σε προγράμματα κοινωνικής βοήθειας όπως η ειδική εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση και η κοινωνική πρόνοια (Palmer & Harley, 2012). Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε μια ολόκληρη σχολή αντιμετώπισης της αναπηρίας και παρήχθη μια μεγάλη ποσότητα από ιατρικές, ψυχολογικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές θεωρίες. Οι εν λόγω θεωρίες ελέγχονταν με πολύ καλά σχεδιασμένα (συνήθως ποσοτικά) ερευνητικά πρωτόκολλα τα οποία συνήθως χρηματοδοτούνταν από κυ-βερνητικούς οργανισμούς ή φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Αν και τα άτομα με ειδικές ανάγκες ενδεχομένως να ωφελήθηκαν από αυτή την πληθώρα των ερευνητικών προσπαθειών σε κάποιο βαθμό, ταυτόχρονα ένοιω-θαν να πατρονάρονται από όλους αυτούς τους ειδικούς και τους ερευνητές οι οποίοι τους εξυπηρετούσαν και ταυτόχρονα τους μελετούσαν. Συνακόλουθα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες τόσο εντός όσο και εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας ζητούσαν μετ επιτάσεως τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της αναπηρίας και τη μετακίνη-ση της προσοχής από το άτομο-ανάπηρο στην κοινωνία (Green, Darling & Wilbers,2013).

Το ιατρικό μοντέλο αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως το παλαιότερο πρότυπο σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό μοντέλο (social model) για την αναπηρία που αποτελεί τη νεότερη τάση. Γενικά το κοινωνικό μοντέλο βλέπει την αναπηρία όχι σαν μια ιδιότητα του ανθρώπου που την έχει, αλλά αντίθετα θεωρεί ότι αυτή προέρχεται από το κοινωνικό περιβάλλον και ως τέτοια απαιτεί κοινωνική αλλαγή. Αυτή η νεότερη θεώρηση της αναπηρίας προήλθε από τη Μ. Βρετανία, όπου αρχικά την ανέπτυξαν ακτιβιστές της Ένωσης των Σωματικά Ανάπηρων κατά του Διαχωρισμού (Union of the Physically Impaired Against Segregation- UPIAS) στα μέ-σα της δεκαετίας του 70. Στην καρδιά αυτού του μοντέλου βρίσκεται η κοινωνική καταπίεση. Ο πυρήνας του ορισμού που δίνει η UPIAS για το κοινωνικό μοντέλο, συνοψίζεται στο ότι η κοινωνία είναι αυτή που αποκλείει τα άτομα που παρουσιά-ζουν κάποια αναπηρία (Mitra, 2006). Αυτό συμβαίνει διότι η ανικανότητα είναι μια ταμπέλα που μπαίνει στην αναπηρία μέσω της απομόνωσης που με διάφορους τρόπους επιβάλλεται από την ίδια την κοινωνία στους αναπήρους. Η απομόνωση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την αποκοπή των αναπήρων από την πλήρη συμμετοχή τους στις κοινωνικές δραστηριότητες και για τον λόγο αυτό τα άτομα με αναπηρίες θεωρείται ότι αποτελούν μια καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα (Anastasiou & Kauffman, 2013).