Οδός Μεταμορφώσεως
Παύλου Αλέξανδρος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Εισαγωγή

Μια απ’ τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι η παρατήρηση των γύρω. Συμπεριφορές, ιστορίες, εξομολογήσεις. Είναι οι λόγοι για να σκάψω κι εγώ μέσα μου και να αναλογιστώ τα δικά μου ζητήματα.
Η ανάγκη να επικοινωνήσω τα αποτελέσματα της εσωτερικής επεξεργασίας, με οδήγησε στο να εξωτερικευθώ γραπτώς, δημοσιεύοντας κείμενα που αφορούσαν, κυρίως, τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, διαπίστωνα την αλληλεπίδραση με τους αναγνώστες στα ζητήματα που με απασχολούσαν και κατάλαβα πως δεν είναι τελικά μόνο δικά μου ή των λίγων ανθρώπων του κύκλου μου, αλλά και πολλών άλλων. Οι κοινοί προβληματισμοί με χαροποίησαν ιδιαίτερα, γιατί πέρασα απ’ τη μοναχικότητα στην ομαδικότητα. Καταλήξαμε να γίνουμε μια μεγάλη παρέα που συζητούσαμε σε καφέ, θέατρα, online, τα προβλήματα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Πολύ αργότερα, όταν ολοκλήρωσα και εξέδωσα το πρώτο μου (ερωτικής απογοήτευσης) μυθιστόρημα, πάλι δέχτηκα πολλά μηνύματα ταύτισης με τους ήρωες του βιβλίου, πράγμα που συνέβη και με τα δύο επόμενα βιβλία μου που αφορούσαν κι αυτά την απώλεια, αλλά αυτή τη φορά στην κυριολεκτική της διάσταση, που δεν είναι άλλη απ’ τον θάνατο.
Το τελευταίο μου βιβλίο όμως, δεν είχε την ίδια ανταπόκριση. Ίσως, γιατί αφορούσε τη χαρά του έρωτα, τις μεταφυσικές, συμπαντικές δυνάμεις που συναντιούνται μια φορά στα χίλια χρόνια, για να δημιουργήσουν κάτι μαγικό. Εδώ, ο κόσμος δεν ταυτίστηκε κι αυτό με πόνεσε αρκετά. Ένιωσα πως οι άνθρωποι περισσότερο συμπάσχουν στη λύπη παρά στη χαρά.
Η χαρά για τους ανθρώπους τείνει να γίνει κάτι σπάνιο. Μερικές φορές, γίνεται ενοχικό συναίσθημα, νιώθεις καλά και φοβάσαι να το πεις, το πνίγεις, γιατί αισθάνεσαι πως μπορεί να γίνει κάτι κακό, αν το μοιραστείς. Ενώ με τη λύπη είναι αλλιώς, όταν είσαι στον πάτο, οι υπόλοιποι σε ακούν με μεγαλύτερη προσοχή.
Ενώ ήμουν χαμένος σε τέτοιου είδους σκέψεις, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι*, το «20 Βήματα Μπροστά». Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά το 2019 στην Αντίπαρο. Έπιασα τον εαυτό μου να κλαίει, να γελάει, να συμφωνεί, να κατανοεί. Στη συνέχεια, διάβασα άλλα πέντε έργα του που μ’ έκαναν να εμπνευστώ το βιβλίο που θα διαβάσετε.
Η «Οδός Μεταμορφώσεως» δεν νομίζω πως είναι ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης. Δεν πιστεύω πως έχω φτάσει στο επίπεδο να μπορώ να βελτιώσω κάποιον άλλον, ακόμα βελτιώνω τον εαυτό μου. Το έργο αυτό έχει σκοπό να προβληματίσει τον αναγνώστη σχετικά με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, ώστε να το κατανοήσει, μέσα από πραγματικές, – αλλά και μερικές φανταστικές – ιστορίες που άκουσα, βίωσα ή έπλασα και θα ‘θελα να μοιραστώ μαζί σας.
Δεν έχω καμία πρόθεση να υποκαταστήσω τη δουλειά κανενός ψυχολόγου, ούτε να μπω στα χωράφια των ειδικών. Θα κάνω αυτό που έκανα πάντα: να καταγράφω λεπτομερώς πώς ένιωσα όταν μου συνέβη κάτι. Μόνο που αυτή τη φορά, θα συνοδεύεται από μια ιστορία που άκουσα και με άγγιξε ή από μια ιστορία που επινόησα.
Το βασικό συστατικό της ψυχικής ηρεμίας είναι η κατανόηση του «δεν είμαστε μόνοι». Συνυπάρχουμε. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μια ευαίσθητη ματιά σε θέματα όπως η συνύπαρξη, η αποδοχή και η κατανόηση των γύρω. Η αυτοπραγμάτωση αργεί πολύ, ίσως να μην την κατακτήσουμε ποτέ, αλλά η αλλαγή οπτικής είναι, σίγουρα, η αφετηρία της πνευματικής υγείας.
Η «Οδός Μεταμορφώσεως» δεν νομίζω πως είναι ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης…
Ή μήπως τελικά είναι;
Καλή ανάγνωση.


*Γιατρός, ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ και συγγραφέας γεννημένος στην Αργεντινή. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαεπτά γλώσσες.



Ο αυθορμητισμός της μνήμης

Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που λειτουργεί όπως κρίνει το ίδιο, ανάλογα την ώρα και τη στιγμή. Αξιολογεί, αποφασίζει και διατάζει. Οι περισσότεροι τυπικοί άνθρωποι θεωρούμε πως έχουμε τον έλεγχο, αλλά ο έλεγχος δυστυχώς ή ευτυχώς είναι ψευδαίσθηση. Το «ευτυχώς» το γράφω, σκεπτόμενος την εξαιρετική φράση του Σίγκμουντ Φρόιντ: «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης».
Όταν ο εγκέφαλος «κλειδώσει», είναι πάρα πολύ δύσκολη η αποφυλάκιση του περιεχομένου. Χρειάζεται ένα σοκ, μια στιγμή, μια κουβέντα που θα τον επαναφέρει στις «εργοστασιακές» του ρυθμίσεις.
Εκτός απ’ το «κλείδωμα», ο εγκέφαλος ξεδιπλώνει μια μεγάλη γκάμα τακτικών για να αποφορτίζει το άτομο που βρίσκεται υπό πίεση, η οποία θα του δημιουργούσε σκαμπανεβάσματα στην ψυχική υγεία και ισορροπία του. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει σε όλους ή μάλλον, καλύτερα, δεν θα μάθουμε όλοι, αν μας συνέβη. Αυτό είναι το εντυπωσιακό της ανθρώπινης υπόστασης. Δηλαδή, παρόλο που ως οντότητες έχουμε πάνω κάτω τα ίδια εξωτερικά χαρακτηριστικά από καταβολής της ύπαρξής μας, για τον εγκέφαλο δεν ισχύει το ίδιο. Ο κάθε εγκέφαλος έχει δική του λειτουργία, δικό του τρόπο, προσωπική έκφραση. Είμαστε επτά δισεκατομμύρια εγκέφαλοι. Φανταστείτε το μέγεθος της διαφορετικότητας και πόσο δύσκολη η κατανόηση του ενός απ’ τον άλλον.
Κάποτε άκουσα μια ιστορία φίλης, -πραγματική ιστορία- η οποία με κλόνισε τόσο πολύ, που μ’ έκανε να σκεφτώ αν ποτέ ο δικός μου εγκέφαλος έχει λειτουργήσει εν αγνοία μου κατά αυτόν τον τρόπο. Δεν είμαι όμως σίγουρος πως θα ήθελα να ξέρω.
Η Χριστίνα έβλεπε για τουλάχιστον μια δεκαπενταετία κι ανά τακτά διαστήματα τον ίδιο εφιάλτη: Έβλεπε τον εαυτό της έξι χρονών, Πάσχα, στο χωριό απ’ το οποίο κατάγεται, να περπατά με την αδελφή της στην πλατεία, κάτω απ’ τον κλασικό πλάτανο που έχουν όλες οι πλατείες των χωριών. Σ’ αυτό το χωριό, όμως, υπήρχε μια μικρή διαφορά συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε καφενείο, πράγμα που έκανε την πλατεία να μοιάζει με σκηνικό γουέστερν σε πόλη-φάντασμα. Παρόλη την ερημιά, οι αδελφές ξεκινούσαν τη βόλτα τους προς τα χωράφια και τις εγκαταλελειμμένες αγροικίες της περιοχής. Άλλωστε, μιλάμε για ένα μέρος όπου όλοι γνώριζαν όλους, ήταν ασφαλές για τα παιδιά να παίζουν, χωρίς να προκαλείται άγχος στους γονείς.
Στον εφιάλτη της Χριστίνας, όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα, αντιθέτως, η ηρεμία της επαρχίας, μέσα σε δευτερόλεπτα, έδινε τη θέση της σε ταινία τρόμου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω απ’ την πλατεία, υπήρχε ένα μικρό λευκό φορτηγάκι, οι αδελφές το πλησίαζαν για να δουν αν ήταν κάποιος γνωστός από το χωριό. Όταν έφταναν όμως κοντά, το θέαμα που αντίκριζαν ήταν φρικιαστικό. Ο οδηγός τις κοιτούσε πάντοτε μ’ ένα βλοσυρό βλέμμα, σαν να του είχαν κάνει κάποιο τεράστιο κακό και στο πίσω μέρος του οχήματος, ένας δεύτερος τρομακτικός τύπος βίαζε ένα μικρό κορίτσι στην ηλικία των αδελφών, αδιαφορώντας για το τζάμι που υπήρχε στην κλειστή καρότσα του φορτηγού και πρόδιδε τις πράξεις του.