Διονυσία η σκατόψυχη
Κολιδάκης Δημήτρης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΠΡΑΞΗ Ι
*(ΠΡΑΞΗ Ι//ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ)
(Η σκηνή απεικονίζει δρόμο. Στην πίσω μεριά υπάρχουν (μέσω δη-
μιουργούμενου σκηνικού) πόρτες σπιτιών, δένδρα, στύλος ηλεκτρο-
φωτισμού δρόμου, κάδος απορριμμάτων πλαγίως από το σπίτι της
Διονυσίας και εν γένει ό,τι μπορεί να απεικονίζει/αποτυπώνει τον
δρόμο μιας γειτονιάς. Μπροστά από όλα αυτά υπάρχει παγκάκι.)
(Ακούγεται καμπάνα. Χτυπάει δέκα φορές.)
(Στη σκηνή μπροστά από μια πόρτα, κάθεται σε σκαμπό ή σκαμνί ή
καρέκλα η Διονυσία. Δίπλα της έχει μια σακούλα με φασολάκια τα
οποία καθαρίζει προσηλωμένη και τα βάζει σε μία λεκάνη. Στη σκηνή
εισέρχεται με αργά βήματα η Θεώνη κάνοντας τον σταυρό της σωστά,
αργά και με μεγάλες κινήσεις. Ο Σκηνοθέτης αποφασίζει την κίνηση
και των ηθοποιών ανάλογα με τον χώρο. Θα έδινε μια επιπλέον ζω-
ντάνια κάποια κίνηση δύο- τριών περαστικών/κομπάρσων (π.χ. τεχνι-
κοί, βοηθητικοί κλπ, ντυμένοι ανάλογα. Η Θεώνη έχει συντηρητικό
ντύσιμο. Φούστα – μπλούζα, κάποιο κοκαλάκι ή στέκα στα μαλλιά.)
(Σημ.: H ύπαρξη τής Διονυσίας λειτουργεί «αθέατα» για τους εισερ-
χόμενους ηθοποιούς. Σαν να μην υπάρχει.)

ΘΕΩΝΗ (Ολοκληρώνοντας τους σταυρούς σκύβει να κάνει και μια
μετάνοια η οποία κόβεται με το σταμάτημα της καμπάνας. Μένει
σκυφτή μονολογώντας.): Το ρολόι ήτανε; Δε βαριέσαι! Ρολόι
ξερολόι, ο χτύπος από καμπάνα εκκλησίας ήτανε. Ευλογημέ-
νο χτύπημα. Πήγε κιόλας δέκα; Πως περνάει η ώρα! Πως
φεύγει η ζωή! «Ήμουνα νια και γέρασα» που λέει και η πα-
ροιμία!

ΔΙΟΝΥΣΙΑ (Συνεχίζοντας το καθάρισμα δίχως να σηκώσει το κε-
φάλι της): Η παροιμία το λέει για κείνους που ζήσανε τη ζωή
τους μποέμικα και όχι δίπλα στον αριστερό ψάλτη. Που κα-
ταλάβανε τα νιάτα τους με όλους τους τρόπους. Και όταν λέ-
με «με όλους τους τρόπους» εννοούμε… (επαναλαμβάνει με έμ-
φαση τονίζοντας το «όλους») …«με όλους τους τρόπους». Να
ξέρουμε τι λέμε. Όχι να μας βλέπει ο Θεός και να μουρμου-
ράει: «Αχ! Τσάμπα πήγε ο πηλός! Δεν τον έκανα καλύτερα
στάμνες και κανάτια να ‘πιανε και τόπο!»

ΘΕΩΝΗ (Τεντώνεται και τρίβει τη μέση της): Πότε θα μείνω στο
σκύψιμο πάνω, ούτε κι εγώ ξέρω!

ΔΙΟΝΥΣΙΑ (Ανασηκώνει το κεφάλι της κοιτάζοντας για λίγο την
Θεώνη και μετά το κοινό. Χαμογελάει με νόημα.): Τι είπε; Στο
«στύψιμο» ή στο «σκύψιμο»; Γελάτε ε; Και όμως! Πιο πολύ
την κόβω για το πρώτο παρά για το δεύτερο. Θα το ‘θελε η
δυστυχισμένη αλλά βλέπεις… «Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν
και επιδέξιους…» Επιδέξιους λέμε και όχι ακίνητους… Όχι!
Ούτε «ακίνητους»… Ούτε! Ακοίμητους θέλουν… Ακοίμητους!
(Η Διονυσία σκύβει το κεφάλι της και συνεχίζει το καθάρισμα)
(Η Θεώνη στέκεται προς στιγμήν μπροστά στους θεατές ή ό,που αλλού
βρίσκεται σύμφωνα πάντα με τη σκηνοθετική οδηγία)

ΘΕΩΝΗ (Απευθύνεται στο κοινό μονολογώντας): Ευτυχώς που ο
καινούργιος Δήμαρχος… Τι καινούργιος! Έκλεισε τα δύο
χρόνια από τις τελευταίες Δημοτικές…

ΔΙΟΝΥΣΙΑ (Ακούγεται να συμπληρώνει): …Κι άλλα δεκαέξι
από πιο πριν… Σύνολο δεκαοκτώ! (Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά-
ζει την Θεώνη) Εδώ πάει, Θεώνη μου, αυτό που είπες πριν.
«Ήμουνα νια και γέρασα», Θεώνηηηη! Ε, και τι έκανε; Να
σου πω εγώ τι έκανε! Τίποτα δεν έκανε! Έτσι ν’ αφήναμε την
πόλη, μόνη της, ολομόναχη… καλύτερη θα γινότανε! Και για-
τί τον ψηφίζανε; Στην αρχή κι εγώ. Δε λέω! Με την ελπίδα
ξεκινάς και ύστερα λες… «Που να ‘ξερα!» Άσε, που πήρε τον
σκουπιδοτενεκέ και τον πήγε στην άλλη γωνία. Τι τον πείρα-
ζε ο τενεκές; Θέλω να μου πεις τι τον πείραζε ο τενεκές… Τί;
Επειδή ήτανε μπροστά από την πόρτα του παιδικού σταθ-
μού; Ε, και; Τα παιδιά μέχρι τις δύο κάθονται, άντε το πολύ
τρεις. Ύστερα φεύγουνε Εντάξει… Όχι κι όλα! Κάποια μέ-
νουνε κι έρχονται οι μανάδες τους, ιδιαίτερα τώρα το καλο-
καίρι, κατά τις έξι με επτά και τα παίρνουνε. Ένα απόγευμα,
με ζέστη όλη μέρα που ‘κανες ομελέτα στα πυρωμένα πλακά-
κια, ήρθε η Νίκη. Η Νίκη είναι μια μπάνικη κορμάρα, λες κι
εμείς έχουμε (κοιτάζεται πάνω κάτω)… Χμ! «Δεν έχουμε!», που
μένει πιο κάτω στο Άλσος, σε ένα ρετιρέ. Τέλος πάντων! Έχει
πάρει τον Άγη. (Σφίγγει τα χείλη σα να θέλει να κρύψει λόγια)
Κούκλος! Γιατί του τα… (βάζει τα δάχτυλά της πάνω στο κεφάλι
της σαν κέρατα) Μακάρι να ‘ξερα! Δεν μας νοιάζει κι ούτε μας
ενδιαφέρει. Αν και εδώ που τα λέμε ότι μαθαίνεις καλό είναι.
Εργαλείο, που λένε! Έτυχε και καθόμουνα πίσω από το πα-
ράθυρο και τη βλέπω είκοσι μέτρα πριν την πόρτα του σταθ-
μού και βάλθηκε να τρέχει. «Βρε…», λέω «… τι έπαθε αυτή;
Τη βάρεσε η λάβα;» και περνώντας από δω μπροστά είδα τα
ποδάρια της μέσα στην άμμο. Μη πάει το μυαλό σας σε κα-
μιά οικοδομή. Χαχαχα! Άμμο θαλάσσης, ζαχαρένια! Ανοίγο-
ντας η πόρτα του Σταθμού, η ξώπορτα η σιδερένια, πετιέται
η Αρετούλα το πουλάκι μου, φωνάζοντας «Μαμά, μαμά μου!
Άργησες. Γιατί άργησες; Σε περίμενα και έκλαιγα και λίγο.
Μα, γιατί έχεις χώματα στα πόδια σου;» Και τι της απάντησε
η Νίκη η… λαχανιασμένη; «Έτρεχα για να ‘ρθω γρήγορα κι
έπεσα, μωρό μου!» Δηλαδή, άφησε το ένα «μωρό» και πήγε
να πάρει το άλλο «μωρό»! Κούναγε το κεφάλι της η Έλσα η
νηπιαγωγός. Με είδε που τους κοίταζα, γιατί είχα ανοίξει τα
παντζούρια και τους ξεπρόβαλλε γρήγορα και χώθηκε πάλι
μέσα. Αλλά ο Άγης κούκλος! 1,90 ύψος μη σου πω «και βά-
λε»! Τι βρίσκει στους άλλους… μάθε να μου πεις!

ΘΕΩΝΗ: Ευτυχώς που τον ξανάχουμε Δήμαρχο! Νοιάζεται
για κάθε γωνιά της πόλης του… Της πόλης μας! Δημοκρατι-
κός! Άνθρωπος! Οικογενειάρχης! Όλη μέρα γυρίζει στα στε-
νά και στις γειτονιές. Κώλο δε βάζει κάτω! Να! Και τα πα-
γκάκια αυτά, αυτός τα ‘βαλε.

ΔΙΟΝΥΣΙΑ (Μουρμουράει): Τον ντενεκέ, μπορείς να μου πεις
γιατί τον έβγαλε; (Η Διονυσία κοιτάζει τη Θεώνη σαν να ζητάει α-
πάντηση) Άσε, μη μου πεις. Θα σου πω εγώ! Γιατί εσύ, με τις
τόσες αγάπες που του ‘χεις, θα μου πεις ότι δεν φταίει αυτός.
Το ξέρω! Αυτός που έχει τα «Πιτσουνάκια» φταίει. Το ‘μαθα,
σιγά μπας και δεν το μάθαινα, ότι παραπονέθηκε στον Αντι-
δήμαρχο Καθαριότητας. Άντε να σας πω και τη πηγή μου.
Μου το ‘πε η Γιώτα η ανιψιά μου: «Το και το ξαδέλφη! Ήρθε
στο Δημαρχείο και τον άκουσα που μίλαγε με τον Αχτύπη,
τον Αντιδήμαρχο τής Καθαριότητας. Πρόσεξε γιατί σε βλέπω
να κουβαλάς τα πετάματά σου με το ταξί τού απέναντί σου.
Τόσο μακριά! Κι έχεις τη μέση σου!» Ε, δεν πρόλαβε η Γιώτα
να μου το πει και το επόμενο βράδυ, που να μην τους εύρη
άλλο βράδυ όλους τους, καθώς άδειασε τον κάδο το σκουπι-
διάρικο, πιάσανε οι σκουπιδιαραίοι τον κάδο μου και τον
τσουλήσανε ίσαμε την κάτω γωνία. Ταξίδι ολόκληρο! Μια
και δυο έπιασα το γιό τού Πιτσουνάκη και του ’πα με τρόπο:
«Μάκη μου, Λεβέντη μου, κάποια παλιόπαιδα σπρώξανε και
πήγανε τον κάδο πιο πέρα κι έχω κοίλες και ένα σωρό αρθρι-
τικά και δεν μπορώ να κουβαλάω. Μήπως…». Και χωρίς να
με αφήσει να τελειώσω αυτό που ήθελα να του πω, γιατί κα-
τάλαβε που το πήγαινα, τι γύρισε και μου απάντησε μες την
ειρωνεία το κωλοπαίδι του Κερατά; «Πάντως, τα «πιτσουνά-
κια» μου, είναι μικρά και δεν έχουν δύναμη να το κάνουν!».
Θα μου πεις: Εντολές είχανε πάρει οι άνθρωποι. Εντολές αυ-
τοί; Εντολές κι εγώ στην Εφορία και στο ΙΚΑ… ΕΦΚΑ όπως
στο διάτανο λέγεται πια κι ήρθανε τ’ άλλα «πιτσουνάκια».
Όχι, θα του τη χάριζα! Δεν ήξερε από πού του ‘ρθε. Μάλλον
ήξερε, γιατί όταν φύγανε οι ελεγκτές ο… Πιτσουνάκης ο πα-
τέρας, κοίταζε κατά ‘δω μεριά. Το ‘μαθα εγώ, το ‘μαθε κι αυ-
τός. «Χέστηκα κι η βάρκα γέρνει» που λέει και η σοφή πα-
ροιμία που μάλλον φτιάχτηκε για μένα. «Τον γείτονα δεν
πρέπει να τον αγαπάς, να τον φοβάσαι πρέπει», έτσι μου μά-
θανε κι έτσι είναι. Άρπα την!
(Η Διονυσία σκύβει το κεφάλι της και συνεχίζει το καθάρισμα)