2064 - Στη Γειτονιά των Αστεριών
Γαλανόπουλος Φώτης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟ ΕΝΟΙΩΣΕ ΣΑΝ σφυριά στο πονεμένο του κεφάλι.
«κ. Τόμας! Είμαι ο γείτονάς σας από απέναντι… Θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη….» Άνοιξε τα μάτια προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τον εγκέφαλο του. «Καλά…Καλά.» μούγκρισε. «Αργότερα…Αργότερα.»
Σηκώθηκε από το κρεβάτι σκοντάφτοντας πάνω σε δυο άδεια μπουκάλια από ουίσκι. Μια βρισιά βγήκε μέσα από τα δόντια του. Στήθηκε μπροστά στο
είδωλό του, απέναντι στον μικρό πάνω από το νιπτήρα καθρέφτη, που βρίσκεται στην άκρη του στενόμακρου σαν φυλακή δωματίου. Η αντανάκλαση του ειδώλου του στον αμφιβληστροειδή του ήταν σαν ένας μικρός εφιάλτης. Ήταν πενήντα χρονών και έμοιαζε με εβδομήντα. Τα μακριά βρώμικα μούσια του κάλυπταν σχεδόν όλο το πρόσωπο, αφήνοντας τρεις βαθιές ρυτίδες σαν χαρακιές στο μέτωπο και δυο μικρές τρύπες στην θέση των ματιών που ήταν τόσο κόκκινα που σχεδόν δεν φαινόντουσαν.
Έβαλε το κεφάλι κάτω από την βρύση. Σκουπίστηκε και με δυο κινήσεις φόρεσε το παντελόνι και το σακάκι ενός αθλίου, αλλά πανάκριβου στα νιάτα του κουστουμιού, και βγήκε στον διάδρομο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο θόρυβος της πόλης αρκετά έντονος. Κοίταξε από τα σκαλιά της εισόδου το πεζοδρόμιο. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι, και ο ανθρώπινος χείμαρρος με τα τέσσερα ρεύματα δυο ανοδικά και δυο καθοδικά ένα γρήγορο και ένα αργό, έμοιαζε έτοιμος να τον καταπιεί. Δεν είχε καμία όρεξη σήμερα. Κατευθύνθηκε στο μπαρ, ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο διασχίζοντας κάθετα τα ρεύματα ανθρώπων και οχημάτων. Ο τριαντάρης μεγαλόσωμος άνδρας πίσω από την μπάρα τον κοίταξε με μια μίξη καχυποψίας και οίκτου. «Θα σου κάνω κάτι να φας» είπε και κινήθηκε
προς το μέρος του. Χωρίς να βγάλει κουβέντα ο Τόμας έδειξε με το δάκτυλο ένα μπουκάλι ουίσκι στο απέναντι ράφι. «Ρε συ προφεσόρε χθες τελείωσες ξημερώματα με το ποτό και δεν θυμάμαι να έφαγες τίποτα» ήταν η απάντηση του μπάρμαν.
«Κάνε αυτό που σου λέω και μην μου τα σπας» γρύλισε. Ο μπάρμαν ανασηκώνοντας τους ώμους, πήρε ένα ποτήρι το γέμισε και το έβαλε μπροστά του. Η τηλεόραση στην αριστερή γωνιά του μπαρ ήταν ανοιχτή και η ένταση της αρκετά μεγάλη με αποτέλεσμα να τραβήξει την προσοχή του Τόμας. Άφησε το βλέμμα του να χαθεί στην τρισδιάστατη εικόνα σαν υπνωτισμένος, χωρίς να βλέπει η να ακούει τίποτα.
Αυτό που ένοιωθε εκείνη τη στιγμή είναι αυτό που νοιώθει από τότε που αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την δουλειά του. Από τότε που αποχωρίστηκε την γυναίκα του, η οποία έφυγε από την Ήπειρο για να
ζήσει σε μια άλλη, παίρνοντας μαζί και τις δυο μεγάλες αγάπες της ζωής του. Τις κόρες του. Ένα γκρίζο σύννεφο με απίστευτη πυκνότητα και βάρος πάνω στην ψυχή του σκέπαζε κάθε προσμονή και ελπίδα για κάτι καλύτερο στην άδεια ύπαρξή του. Την κάθε ανάσα του την ένοιωθε σαν ένα μικρό βασανιστήριο, μια επίπονη προσπάθεια χωρίς κανένα απολύτως λόγο.
Μια γνωστή φωνή προερχόμενη από την τηλεόραση τον επανάφερε βίαια στην πραγματικότητα. «Η Δικαιοσύνη για όλους « justice for all» ξεκίνησε και υπάρχει για έναν και μόνο λόγο. Δεν χρειάζεται να σας πω ποιον. Τον λέει ο τίτλος της!
Άλλωστε…..»