Δακρυσμένα Χαμόγελα
Χαρκιολάκης Γιάννης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Φινάλε!
Το τραγούδι με τα λόγια τα πικάντικα έφερα θύελλα
κεφιού εκείνο το πρωινό στη μεγάλη πρωτομαγιάτικη
παρέα.
Κι’ ήμουν κι’ εγώ εκεί.
Εβίβα παιδιά...
Μεθυσμένα όνειρα μιας εποχής αλλοτινής.
Όνειρα που τα πήραν οι αέρηδες και τα έπνιξαν
στου Ψηλορείτη τα παγωμένα φαράγγια.
Και πέρασαν τα χρόνια...
Λύχνε της νύχτας άναψε να κάψεις αναμνήσεις.
Φύσα βοριά τις στάχτες τους σ’ αλάνες να σκορπίσεις.
Μουτζουρωμένες ζωγραφιές
των γενεθλίων πινελιές.
Ακούραστος και βλοσυρός ο χρόνος.
Φουριόζες πέρασαν οι κόκκινες Πρωτομαγιές
κι’ οι εποχές σβέλτα με ορθοπεταλιές.
Φινάλε στο ξημέρωμα τσ’ αυγής
φαιδρυντικές οι ζωγραφιές της αυταπάτης
φωτιές στη στράτα της διαφυγής
μπερδέματα στα έμμετρα τα λόγια της αγάπης.
Νύχτωσε η αυγή κι’ ας ξημερώνει
κι’ είναι χειμώνας στα σαλόνια του κουπλέ
το τελευταίο το ρεφρέν μου ερημώνει
κι’ απ’ τις ματιές της χάθηκε του ουρανού το μπλε
Εδώ τελειώνει η αρχή μιας ιστορίας
πέρασε θάλασσες κι’ απότομες πλαγιές
νανούρισε το βλέμμα μιας αλληγορίας,
χαμόγελα ζωγράφισε στο σήμερα στο χθες.
Πες μου σ’ αγαπώ!
Με το χρυσάφι των μαλλιών μου σε χαϊδεύω
κι’ απ’ τα σμαράγδια των ματιών μου σε θωρώ
είμαι μια στάλα που τα θέλω σου αναδεύω
στης φαντασίας σου τον κόσμο «οδοιπορώ».
Ακροβατώντας στον ιστό της σκέψης σου
καταδύομαι στον άναρχο κόσμο των οραμάτων σου.
Σ’ αγαπώ ψιθυρίζω στους ανέμους, στις θύελλες, στις
καταιγίδες, κάθε φορά που τα παιχνιδίσματα τους με
φέρνουν κοντά σου.
Το συννεφάκι που στην αγκαλιά του με κρατούσε, εσύ
στον ουράνιο θόλο το σμίλεψες εκείνη την ανοιξιάτικη
νύχτα.
Και καθώς το καλέμι της σκέψης σου αυλάκωνε
τις νερογραμμές μου μονολογούσες.
Να μ’ αγαπάς!
Στην κάψα να’ σαι η δροσιά μου,
στην παγωνιά η ζεστασιά μου.
Και από τότε ταξιδεύω…
Ταξιδεύω μέσα στης φαντασίας σου το άπειρο,
στα δάκρυα σου, στο χαμόγελο σου, στον πόνο,
στη χαρά σου, στην πίκρα, στα όνειρα σου.
Και ρωτάς κάθε φορά που ο ουρανός σου συννεφιάζει.
Που είσαι;
Κι’ εγώ σ’ ακούω, θύελλες περνώ και καταιγίδες,
αστροπελέκια και τυφώνες.
Τα χρυσά τα μαλλιά μου να χαϊδέψεις, τα μάτια μου να
διαβάσεις, από τα χείλη μου ν’ ακούσεις, σ’ αγαπώ.
Να σου θυμίσω λίγες από τις αμέτρητες φορές που ήρθα
κοντά σου.
Στο θερινό το σινεμά, δίπλα στο αγιόκλημα σε είχα δει
μια αυγουστιάτικη βραδιά και ήσουν μόνος, πάλι για μένα
έγραφες…
Που να’ σαι τώρα;
Και είπα να σου θυμίσω, πως είμαι πάντα κοντά σου.
Το πρόσωπο σου χάιδεψα, ξαφνιάστηκες, κοίταξες τον
ουρανό με απορία.
Θα βρέξει είπες μέσα σου, μα πως, βροχή από ένα λευκό
συννεφάκι;
Τότε κατάλαβες, το δροσερό το χάδι δικό μου ήταν, το
μαντήλι που με σκούπισες κοίταξες κι’ ύστερα το φίλησες.
Το δάκρυ σου με συγκίνησε, μα τι θα μπορούσα να κάνω;
Μια σταγόνα της βροχής μονάχα είμαι.
Κυριακή βράδυ, στο ραντεβού δεν πήγες, γιατί;
Δεν φαινόταν πω θα βρέξει κι’ όμως…
Τρίτη θέση στο τρένο, μόνος στο ταξίδι του χρόνου, πάλι
για μένα στίχους έγραφες κι’ εγώ να κρατηθώ στο τζάμι
προσπαθούσα.
Λίγο πριν χαθώ με είδες και μου χαμογέλασες, σ’ αγαπώ
μου είπες κι’ εγώ χάρηκα κι’ έγινα ήλιος ανέσπερο φως.
Καλοκαίριασε, κουράστηκες να ρίχνεις τις πέτρες στη
θάλασσα μέχρι που τ’ αστροπελέκια έφεραν σταγόνες
βροχής.
Εμένα θυμήθηκες, τη δική σου σταγόνα, τη δική σου
σταλαγματιά της βροχής.
Και τότε την νοτισμένη άμμο βάλθηκες να πλάθεις.
Ένα κάστρο για την πριγκίπισσα σου…
Θα είχες πιει δυο ποτηράκια παραπάνω.
Απόκριες ήταν, φαινόσουν χαρούμενος, γλεντούσες τη
«μασκαρεμένη» βραδιά κι’ όμως τ’ αστέρια θωρούσες, ή
μήπως τα γκρίζα σύννεφα που ετοιμάζονταν τα δάκρυα
τους ν’ αφήσουν;
Βράχηκες μα δεν σ’ ένοιαζε, είχες εμένα δίπλα σου.
Και με καμάρωνες, όμορφη βραδιά…
Κουράστηκες από τις κακοτοπιές κι’ είπες να
ξαποστάσεις.
Δίπλα στης μοναξιάς σου τ’ ακρογιάλι, την άμμο
σκαλίζεις και είσαι μόνος.
Το φθινόπωρο πλησιάζει και το δάκρυ σου κατηφορίζει
αργά για να χαθεί «αμίλητο» στο χώμα.
Με απορία με κοιτάζεις, λες και με θωρείς πρώτη φορά,
θέλω κάτι ακόμα να σου πω μου λες…
Μ’ ένα απ’ τα πέπλα σου χαρά μου μαγικό,
σαν χάδι στο μεθύσι μου απόψε σκέπασε με
κι’ απ’ τη δροσιά σου κέρνα με ποτό νοσταλγικό,
μείνε γλυκό μου όνειρο και αποκοίμισε με.
Το Λίκνο του Οκτώβρη...
Δευτέρα, δέκα οκτώ του Οκτώβρη, η πρώτη ανάσα της
ζωής ώθηση στις στροφές των πεπρωμένων.
Αδιάβαστες, κρυφές της μοίρας οι γραφές,
“βολίδα” και ο χρόνος της ζωής.
Το χειμωνιάτικο ταξίδι του σήμερα ένας ακόμη
κύκλος, ακόμα μια ματιά από το φτωχικό το λίκνο του
Οκτώβρη, από το μακρινό το χθες, από το χαμόγελο των
άγνωστων εκείνων κόσμων στο οξειδωμένο πλέον
“τσέρκι” του τώρα...
Αμέλωτη και η σπιρτάδα της ρακής στ' ανεστορήματα,
στα ξεχασμένα τ' άγραφα.
Το λίκνο του Οκτώβρη ήρθε η μοίρα να στολίσει
με τα στρωσίδια τα υφαντά της μάνας,
γράμμα για της ζωής του τα μελλούμενα ν' αφήσει
κι' ένα λουλούδι γιατρικό, φιλί βαλεριάνας.
Κι' ήρθε ο χρόνος κι' έφερε γιορτή
ηλιόλουστο το πρωινό τ' αγαπημένο,
κεράσματα, μέλι ζεστό με τη ρακή
κι' ήμουν κι' εγώ εκεί,
μια “ατραξιόν” στο πεπρωμένο.
Όμως περνάει γρήγορα ο καιρός
του λύχνου τις ματιές ο χρόνος σβήνει
θειάφι για φωτιά στην παραστιά
σπίθα στη στάχτη για το αύριο να μείνει,
θαμπή της νύχτας η ματιά.
Ξημέρωμα με χιόνια Κυριακή
αγλύκαντος κι' ο χόντρος με το γάλα
δύσκολη της δευτέρας η γραμματική
στο (ο) στο (η) βοριάς στο λάθος η δασκάλα.
Χριστούγεννα ονειρεμένο πρωινό
όμως δεν άλλαξε ο ήλιος, το φεγγάρι,
κρίκος αδύναμος τραπέζι γιορτινό,
αλλού το όνειρο αλλού και το λογάρι.
Χιονίστρες στου Δεκέμβρη τα “αλώνια”
μαγκάλι αναμμένο για παρηγοριά,
άγνωστα τα πολύχρωμα μπαλόνια,
τα σύννεφα στα όνειρα βαριά.
Σβουρίζει ο βορράς το χιόνι,
στην παραστιά τρίζουν οι βίτσες οι χλωρές
θέλει καιρό να' ρθει το χελιδόνι,
κηπούλια παγωμένα και σπορές.
Απ' τους χοχλιούς το μοιρολόι περισσεύει,
σκολιάτικος μεζές μπουμπουριστός,
λάθρα τσιγάρο κι' ο χιονιάς που αγριεύει,
χιονάνθρωπος με παρασύρα αγκαλιαστός.
Του ανηφορά παραπονιάρικα παιχνίδια,
τ' αστροπελέκια έφεραν βροχή,
ανεπαλιές στα υφαντά στρωσίδια,
τ' αχινοπόδι το ξερό να μη βραχεί.
Λιαστή ντομάτα στην καλαμωτή.
στης παραστιάς τη χόβολη πατάτα,
το πάτημα στους ομανίτες να μη μαθευτεί,
συντροφικά να μείνουνε μαντάτα.
Κοντοπαντέλονο παλικαράκι στο σεργιάνι,
για ντάκο με ντομάτα καμιά αθιβολή,
άγουρο λάδι για τη γρίπη να σε γιάνει,
από τα τρία Τ Τ Τ γράμμα επίσημο, παραλαβή.
Δυο μαντινάδες στο τεφτέρι το ραμμένο,
μαργώνουνε τα χέρια στο χιονιά,
μια σουσουράδα θήραμα αγαπημένο,
κοπάδι διαβατάρικα των μύλων τα πανιά.
Αλύγιστος ο δικαστής, ο χρόνος,
δεν έχει τέλος ο δωδέκατος χιονιάς,
απ' τις χιονίστρες οι πληγές κι' ο πόνος,
λες κι' είναι άπονη η ζωή, φονιάς.
Κοφτές βεντούζες για να πέσει ο πυρετός,
τα γιατροσόφια έχουνε παγίδες,
μένει αταξίδευτος και ο χαρταετός,
καλμόλ και καλμοντίνες είναι λίγες.
Γεύση πικρή οι ασκορδουλάκοι,
είναι που φεύγεις σαν το χέλι που γλιστρά
θα περισσέψουν στο πιθάρι και οι ντάκοι,
το πεπρωμένο χείμαρρος κυλά.
Έλιωσε το τεφτέρι το ραμμένο
προσάναμμα της κρύας παραστιάς
στ' αζήτητα το λίκνο αφημένο
δίχως ιάματα και φύλλα της μυρτιάς.