Δεν θυμάμαι τον χρόνο.
Θυμάμαι το φως.
Ένα φως δίχως χρώμα και χωρίς σκιές.
Αισθανόμουν τη γη να ανασαίνει κάτω από τα πόδια μου.
Στεκόμουν αντικριστά με ένα πλάσμα που μου έμοιαζε.
Έπιασα στο χέρι μου λίγο από το χώμα που μύριζε βροχή και ζωή, και το άφησα να πέσει.
Στα μάτια του αντικατοπτριζόταν η ίδια περιέργεια και αγωνία που βίωνα κι εγώ.
Ήταν μια πρόκληση σαν δύο ποτάμια που προσπαθούν να γίνουν ένα χωρίς να χάσουν την πορεία τους και τη μοναδικότητά τους.
Πρέπει να σεβαστώ το δρόμο που μου δόθηκε ακόμα κι αν είναι λάθος.
Πρέπει να ακολουθήσω το μονοπάτι ακόμα κι αν δεν συμφωνώ ή κι αν δεν το καταλαβαίνω.
Ο άνεμος σάρωσε τη γη και έφερε μαζί του την πρώτη αμφιβολία.
Δεν υπήρχε ούτε νικητής ούτε ηττημένος.
Υπήρχε μόνο ένα άνοιγμα που γεννήθηκε ανάμεσα στα άκρα.
Παρατήρησε ο ένας τη μορφή του άλλου, σαν να έβλεπε ο καθένας κάτι διαφορετικό και ακατανόητο.
Πλάσματα ίδια μα τόσο διαφορετικά την ίδια στιγμή.
Κοίταξα γύρω μου προσεκτικά προκειμένου να καταλάβω που βρίσκομαι.
Όλα ήταν ευλογημένα.
Αρμονία και αφθονία.
Είναι ένας τόπος πανέμορφος.
Αισθάνομαι χαρά και λύπη μαζί, όσο περίεργο κι αν ακούγεται.
Δεν νιώθω πληρότητα ενώ τα έχω όλα.
Αισθάνομαι την ανάγκη για ελευθερία.
Θέλω να φύγω.
Θέλω να μάθω τι άλλο κρύβεται εκεί έξω.
Το άλλο πλάσμα δεν με καταλαβαίνει.
Με κοιτά γεμάτο περιέργεια και αθωότητα.
Για εκείνο ο κόσμος εδώ ήταν ένα δώρο, και αυτό του αρκεί.
Θεωρεί πως αυτό το μέρος έγινε εξαρχής ιερό, γεμάτο ασφάλεια.
Βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, την ίδια ακριβώς στιγμή, βιώνουμε ακριβώς τα ίδια κι όμως στο τέλος η οπτική μας διαφέρει.
Ο ένας βλέπει ύψος και ο άλλος βάθος.
Ο ένας βλέπει φως κι ο άλλος σκοτάδι.
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος.
Για εμένα αυτό το σημείο είναι φυλακή, όσο παράδεισο κι αν βλέπει.
Παρατηρούσα το άλλο πλάσμα, ευτυχισμένο στην άγνοιά του.
Μέσα στον περιορισμό που έλεγε χαρά και ευτυχία, υπήρχε μία απαγόρευση που ήταν κανόνας.
Για κάποιον λόγο, όσο ακατανόητος κι αν ήταν, το σεβάστηκα.
Δεν δοκίμασα.
Δεν το θέλησα.
Ήμασταν φτιαγμένοι από το ίδιο χώμα όμως εγώ παραβίαζα την τάξη.
Ήθελα να φύγω.
Ξεστομίζοντας την άποψή μου το πλάσμα άλλαξε μορφή.
Το πρόσωπό του γέμισε οργή και ξεχείλισε θυμό που δεν μπορώ να περιγράψω, γιατί δεν υπάρχουν λέξεις ισοδύναμες με αυτό που αντίκρισα.
Μου είπε να υπακούω και να υποταχτώ.
Με πρόσταξε να ξαπλώσω κάτω, ρίχνοντάς με απότομα και βίαια στο έδαφος, αδιαφορώντας για το αν συμφωνούσα ή όχι.
Τότε φώναξα το απαγορευμένο όνομα, εκείνο το ιερό.
Φώναξα δυνατά όπως ακριβώς μου είχε πει, σε περίπτωση που χρειαστεί να ξεφύγω και να επέμβει.
Ήξερε από πριν πως θα το χρειαστώ.
Η πράξη μου είχε συνέπειες μα ήξερα τι θα ακολουθήσει.
Από τη στιγμή που βρήκε ήχος από το στόμα μου, προφέροντας το όνομά του, γνώριζα πως δεν θα μπορούσα ποτέ ξανά να γυρίσω πίσω.
Δεν υπήρχε επιστροφή.
Όταν το έκανα, απέκτησα προστασία και δυνατότητα φυγής.
Απομακρύνθηκα.
Βρέθηκα σε ένα μέρος όπου ο αέρας ήταν διαφορετικός και τα νερά είχαν κίνηση.
Οι πρώτες στιγμές ελευθερίας είχαν βάρος, σαν να κουβαλούσα ακόμα τον ήχο εκείνου του τόπου πάνω μου.
Δεν υπήρχε όμως καμία φωνή εδώ.
Ο ουρανός δεν μιλά όπως εκεί.
Μέσα σε αυτή τη σιωπή, νιώθω κάτι να με κοιτάζει.
Ίσως είναι εκείνος.
Ίσως είναι η απουσία του που πρέπει να συνηθίσω.
Φοβάμαι.
Το άπειρο ανοίγεται μπροστά μου με τρόπο μαγικό.
Εκεί που ήμουν όλα είχαν όνομα, ενώ εδώ όχι.
Πρέπει να ονομάσω τα πάντα, ενώ η γλώσσα μου τρέμει.
Βαδίζω δίχως οδηγό.
Το φεγγάρι υψώνεται αργά και νομίζω πως μου μοιάζει γιατί φωτίζει αλλά δεν ανήκει πουθενά, όπως κι εγώ.
Αν αυτή είναι η ελευθερία, τότε είναι πιο βαριά από όσο φανταζόμουν, κι όμως, ακόμα κι έτσι, δεν θα την άλλαζα με τίποτα.
Υπήρχε μια παράξενη γαλήνη στη σιωπή, σαν να με δέχεται ένας κόσμος που δεν με γνώριζε ακόμα.
Τα κύματα δεν με ρωτούν ούτε με κρίνουν.
Ό,τι πω χάνεται μέσα στα ύδατα που με αγκαλιάζουν.
Ξαφνικά ο ουρανός άνοιξε στη μέση και ο αέρας πάγωσε.
Ένα φως στάθηκε πάνω από το νερό δίχως αντανάκλαση.
Η γη αναρίγησε σαν να αναγνώρισε τον επισκέπτη της.
Ύστερα είδα τρεις σκιές.
Δεν περπατούσαν.
Ο άνεμος τις κουβαλούσε σαν να γλιστρούσαν πάνω του γιατί δεν είχαν ύλη.
Δεν μίλησαν.
Με κοίταξαν σαν να με ξέρουν.
Μου ζήτησαν να γυρίσω πίσω και για μια στιγμή ένιωσα την επιθυμία να υπακούσω.
Αλλά όχι.
Όχι.
Το φως γύρω τους έσβηνε σαν λύπη.
Τότε η σιωπή γέμισε τον κόσμο και το κενό ανάμεσα σε εμένα και σε εκείνον.
Οι μορφές χάθηκαν σαν ψίθυρος στον άνεμο.
Ίσως αυτό έπρεπε να κάνω.
Έπρεπε να πω όχι, ακόμα κι αν με κυρίευε ο τρόμος.
Ο ουρανός φαινόταν κουρασμένος.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη σαν να με έβλεπε, να με άκουγε, και να ήταν αμήχανη απέναντί μου.
Δεν ξέρω αν αξίζει η απουσία του.