Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία
Ο Φραγκιός ξύπνησε με το λάλημα του πρώτου κόκορα. Φό-
ρεσε τη στενή βράκα, τα καταλυμένα στιβάνια και το τριμμέ-
νο γιλέκο. Τελευταίο έβαλε το κεφαλομάντηλο και το’ σφιξε
καλά στο λιπόσαρκο μέτωπο. Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμος.
Πετάχτηκε γρήγορα στο δρόμο και, σχεδόν τρέχοντας, πήρε
το μονοπάτι που ανέβαινε στο βουνό. Νοέμβριος. Τα δένδρα
έσταζαν από τη δροσούλα της αυγής. Τα τελευταία άστρα
σβήσανε και ο ουρανός άρχισε σιγά σιγά να κοκκινίζει. Ξημέ-
ρωνε, κι αυτός ήταν κιόλας μισή ώρα έξω από το χωριό. Ανέ-
βαινε βιαστικά το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε πάνω
στο βουνό. Το δάσος απλωνόταν επιβλητικό, με τους σκίνους
και τα πουρνάρια και μερικές λεύκες διάσπαρτες. Ανέβηκε
ακόμα ψηλότερα και αγνάντεψε το χωριουδάκι από κάτω,
που φαινόταν μικρό, σαν μια ομάδα περιστεριών που κάθεται
κάπου να ξαποστάσει. Διάλεξε ένα μεγάλο δένδρο, έβγαλε το
σάρακα και το ξινάρι από τον ντορβά κι άρχισε υπομονετικά
να το κόβει. Πελεκούσε μικρά- μικρά τα ξύλα και τα ’χτιζε με
σπουδή, για να φτιάξει το καμίνι.
Μεσημέριασε κι ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του.
Κουρασμένος, έκατσε, έβγαλε το λιοσάκουλο και το ξερό
παξιμάδι κι άρχισε να γευματίζει από το φτωχό φαγητό του,
αφού «έδωσε» πρώτα φωτιά στο καμίνι. Αέρας δεν φυσούσε
δυνατός, κι ο καπνός ανέβαινε ψηλόλιγνος και χανόταν πίσω
από τα υψώματα χωρίς να δίνει στόχο.
Παρακαλούσε το Θεό να μην περάσει από κοντά ο δρα-
γάτης και μ’ αυτόν τον τρόπο προδοθεί, γιατί το κόψιμο των
δένδρων απαγορευόταν αυστηρά και κινδύνευε να μπλέξει με
δικαστήρια και δικηγόρους, αν τον έπιαναν να κάνει την δου-
λειά αυτή.
Την εποχή εκείνη, πρώτα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκό-
σμιο, η πείνα θέριζε τους κατοίκους των χωριών της Ρίζας του
Ψηλορείτη. Ο μόνος πλούτος που είχαν ήταν τα δάση που τότε
δεν είχαν ακόμα καεί. Μα οι νόμοι του κράτους ήταν αυστηροί
κι αλίμονο σε όποιον τα καταπατούσε. Οι πόλεις της Κρήτης
εκείνο τον καιρό, ζεσταίνονταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα
αποκλειστικά και μόνο από κάρβουνα. Έτσι είχαν καλή τιμή
κι έβγαινε μεροκάματο απ’ αυτά. Περνούσαν, κάποιες μέρες,
κάτι μεγάλα φορτηγά που είχαν μια παράξενη μούρη από τα
χωριά της Ρίζας, που μάζευαν τα παράνομα κάρβουνα.
Το καμίνι σιγόκαιγε κι η ανάγκη του Φραγκιού για κάπνι-
σμα και για τσιγάρο θέριευε. Έριξε λίγο χώμα στο καμίνι για
να το «καθυστερήσει» και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο. Σ’
ένα τέταρτο της ώρας ήταν στο χωριό. Μπήκε με ανυπομονη-
σία στο καφενείο. Ένας φτωχός χώρος, το τεζιάκι, το ράφι με
τα μπουκάλια τη ρακή και, δεξιά, η χόβολη με τον ντέντζερη,
με το βρυσάκι με το ζεστό νερό. Η καφετζίνα η Λενιά, μια πα-
χιά γυναίκα γύρω στα πενήντα, με τα λιγδιασμένα ρούχα και
το μονίμως νυσταγμένο βλέμμα, του ’ριξε μια ματιά σχεδόν
περιφρονητική.
Καρέκλα δεν υπήρχε, στο ντουκιάνι μέσα. Ένας πάγκος
κι ένας ξερός καναπές με καθίσματα από άχυρο. Άφησε το
κουρασμένο του σώμα πάνω στο σκληρό καναπέ. Τα αδύνατα
ατζά του, που φαίνονταν ανάμεσα στα στιβάνια και στη στε-
νή βράκα, ήταν ολοκόκκινα από την θέρμη του καμινιού. Το
πρόσωπό του στεγνό κι ανέκφραστο. Πλησίασε το τεζιάκι κι
απευθύνθηκε στη Λενιά.
— Δώσ’ μου μιας δραχμής τσιγάρα! είπε προστακτικά.
Η Λενιά του ’ριξε μια δεύτερη περιφρονητική ματιά, βού-
τηξε το χέρι της μέσα στην κούτα με τα χύμα τσιγάρα, έβγαλε
τρία και του τα απίθωσε στα χέρια. Σίμωσε το πρόσωπό του
κοντά της και σχεδόν ψιθυριστά της είπε:
— Τα λεφτά θα σου τα φέρω μόλις πουλήσω τα κάρβουνα.
Έκατσε πάλι στον καναπέ κι άναψε το πρώτο τσιγάρο.
Ρούφηξε λαίμαργα κι ο καπνός ανέβαινε ψιλόλιγνος στο τα-
βάνι. Με την καύτρα του πρώτου τσιγάρου, άναψε το δεύτερο
και μετά το τρίτο. Αφού κάπνισε και τα τρία τσιγάρα, πλησί-
ασε στο τεζιάκι που στεκόταν η Λενιά.
— Δώσε μου άλλα τρία! είπε.
Τα ’βαλε βιαστικά στην τσέπη του γιλέκου του κι έφυγε
τρέχοντας προς το βουνό. Έκαμε πολλά χιλιόμετρα μέχρι να
φτάσει στο καμίνι. Η επιθυμία του για τσιγάρο ήταν τόσο με-
γάλη που θα ’κανε άλλα τόσα για να βρει το καταραμένο αυτό
ναρκωτικό.
Έφτασε επιτέλους στο καμίνι και άρχισε να το «ξεχώνει»
για να το κάνει να αναζωπυρωθεί. Έκατσε κάτω και άναψε το
ένα από τα τρία τσιγάρα που κρατούσε. Μα δεν πρόλαβε να
ρουφήξει πολύ. Πίσω από τα δένδρα ήταν κρυμμένοι οι φύ-
λακες του δασαρχείου, που περίμεναν υπομονετικά να δουν
ποιος ήταν «ο ιδιοκτήτης» του καμινιού. Στο δρόμο, όπως
κατέβαινε προς το χωριό σκεφτόταν τη Λενιά, τα χρέη του και
τα καταραμένα τσιγάρα, που τον έκαναν να εγκαταλείψει το
αυτοσχέδιο καμίνι και να τρέξει προς αναζήτησή τους. Και τα
μπλεξίματα που θα είχε με το δασαρχείο και την αστυνομία.
Σκεφτόταν πως αν δεν ένιωθε την ανάγκη του τσιγάρου και
δεν έφευγε από το βουνό, ίσως να έπεφταν στην αντίληψή του
οι άνδρες του δασαρχείου και να γλίτωνε τη σύλληψη. Πλη-
σίαζαν προς το χωριό και η θλίψη του μεγάλωνε, αναλογιζόμε-
νος όλα αυτά που θα αντιμετώπιζε.
Γιατί είναι αποδεδειγμένο, από πολύ καιρό, πως τότε, εκεί-
να τα χρόνια, όπως και τώρα, το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά
την υγεία.
Τρύγος στο Μαλεβίζι
Ο Αύγουστος ήτανε, εκείνη τη χρονιά, ζεστός και πολλά υπο-
σχόμενος. Οι μέρες περάσανε γρήγορα, τα σταφύλια μεγαλώ-
σανε και ωριμάσανε. Πέρασε της Παναγίας, τέλειωσαν και τα
πανηγύρια και ο τρύγος πλησίαζε. Μετά τις είκοσι του μήνα
αρχίζει μια περίοδος εγρήγορσης και κινητικότητας, και οι
προετοιμασίες για την συλλογή της σταφίδας.
Ο Γιώργης πήγε στο μπακάλικο το πρωί, ο μπακάλης ο
Νικολής τον υποδέχτηκε χαρούμενος, καλός πελάτης ήτανε
και καλοπληρωτής, ο Γιώργης. Το μπακάλικο ήτανε το υπο-
κατάστημα του ΟΤΕ, για το μικρό χωριό. Ήθελε να ειδοποι-
ήσει τους γνωστούς του εργάτες, σε χωριό του Μυλοπόταμου,
να έρθουν για να σχηματιστεί το συνεργείο και να αρχίσει ο
τρυγητός. Πήρε από το χειροκίνητο τηλέφωνο, που από το
Ηράκλειο, από το κεντρικό κατάστημα, σε συνδέει με το μέ-
ρος που θέλεις να μιλήσεις. Τους ειδοποίησε λοιπόν να ’ρθουν
στις 25 του Αυγούστου, γιατί την επαύριον θα ξεκινούσανε.
Έτσι, στις 26 του μήνα θα άρχιζε ο τρυγητός.
Ο ήλιος ήθελε λίγο να βασιλέψει όταν έφτασε το λεωφο-
ρείο από το Ηράκλειο και σταμάτησε στο γνωστό σημείο που
πλαταίνει ο δρόμος. Στο φρενάρισμά του, σηκώθηκε ένα σύν-
νεφο σκόνης από το χωματόδρομο. Όταν σιγά σιγά διάλυσε το
σύννεφο, φάνηκαν οχτώ άνθρωποι που σήκωναν τις βαλίτσες
τους και τις βούργιες τους, επτά γυναίκες κι ένας άνδρας. Οι
γυναίκες φορούσαν τζεμπέρια στην κεφαλή και τα ρούχα τους
ήταν πολύχρωμα. Δύο απ΄ αυτές φορούσαν μαύρα, γιατί ήταν
πενθισμένες, είχαν πεθάνει κάποιοι στενοί συγγενείς τους. Ο
άνδρας ήταν γύρω στα πενήντα πέντε, Θανάση τον ελέγανε,
κ’ ήταν πατέρας των δυο από τις επτά εργάτριες. Επήρανε το
πλακόστρωτο σοκάκι, πενήντα μέτρα δεξιά ήταν το σπίτι του
αφεντικού.
Ανεβήκανε τις σκάλες και τις υποδέχτηκε ο Γιώργης με τη
γυναίκα του. Εκάτσανε, ήπιανε καφέ κι ο Θανάσης ήπιε δυο
ρακές, τελειώσανε τα ψέματα, «θέρος, τρύγος, πόλεμος», ο
πόλεμος ξεκινά αύριο.
Ο Γιώργης, από το πρωί, είχε κουβαλήσει τ’ αμπράτη στον
οψγιά. Την αλουσουδιάστρα, τους σταυρούς, την ξυλογαϊδά-
ρα και τα τζιγκάκια. Τα ’χε φορτώσει στη μηχανή για να τα
μεταφέρει, τα ’χε τοποθετήσει στη θέση τους για να ξεκινήσει
ο τρύγος την επαύριον. Η «μηχανή» ήταν μια μεγάλη σκα-
φτική που την συνέδεαν με ένα βαγόνι, που χώραγε στριμω-
χτά τέσσερις ανθρώπους. Πήγαινε παντού, ακόμη και στους
κακούς δρόμους, όμως αν η ανηφόρα ήταν απότομη, δεν τρά-
βαγε κι έπρεπε να τη σπρώχνεις. Ήταν όμως εξυπηρετική,
γιατί μετέφερε γρήγορα και εύκολα ανθρώπους και πράγμα-
τα, ενώ τα ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια, ήταν αργοκίνητα κ’
ήθελαν φόρτωμα και ξεφόρτωμα.
Μόλις είδε το ιδιόμορφο όχημα ο Μάξης, εξάδελφος του
Γιώργη, που ήταν υπάλληλος στο Ηράκλειο και είχε πάρει γυ-
ναίκα δασκάλα, είπε στον ιδιοκτήτη της σχεδόν με θαυμασμό.
— Μωρέ ευκολίες που σου ’χει ο Καραμανλής!
Ο Γιώργης, καραμανλικός ήτανε κι αυτός, μα δεν είχε τόση
πίστη και φανατισμό όσο ο Μάξης.
— Ας μην την πλήρωνα εγώ και τζάμπα δεν θα μου την
έδινε κανείς! είπε σχεδόν ενοχλημένος.
Οι εργάτριες τακτοποίησαν τα πράγματά τους σε ξεχωρι-
στό δωμάτιο του σπιτιού, ξεχώρισαν κι εδίπλωσαν τα ρούχα
της δουλειάς να τα έχουν έτοιμα, γιατί την επαύριον αξημέρω-
τα θα ξεκινούσαν για το αμπέλι. Ήταν επτά γυναίκες από εί-
κοσι μέχρι πενήντα χρονών, στεγνές και ξερακιανές, ψημένες
στη δουλειά και στις κακουχίες.
Η μια όμως ξεχώριζε. Ήταν αφράτη και κάτασπρη, με
ωραίο πρόσωπο, Χρυσούλα την ελέγανε και, πέρα απ’ όλα τα
προσόντα της, ήτανε πρόσχαρη και ανοικτή. Δεν την είδε με
καλό μάτι η αφεντικίνα. «Τούτη δω» σκέφτηκε «μπορεί να
μου ξελογιάσει τον άντρα μου» μα γρήγορα κατάλαβε πως
ήταν κοπέλα με αρχές, σοβαρή και μετρημένη και δεν έπρεπε
ν’ ανησυχεί για τίποτα.
Το πρωί εξυπνήσανε πολύ νωρίς, ήταν ακόμη σκοτεινά,
εψήσανε μαγγίρι, ήπιανε τσάι και φάγανε ελιές με παξιμάδι
και γρήγορα γρήγορα φύγανε για το αμπέλι.
Το συνεργείο είχε συμπληρωθεί με δυο Μεσσαρίτες, γε-
ρούς άντρες ψημένους στη δουλειά, που θα είχανε το καθήκον
του κουβαλήματος των σταφυλιών, και ένα ζευγάρι εργάτες
από το χωριό, άντρας και γυναίκα, σύνολο 12 άτομα.
Ο τρύγος ξεκίνησε, φτιάξανε την αλουσά με νερό και ποτά-
σα, τη γραδάρανε να ’ναι 12 βαθμοί, βουτούσανε τα σταφύλια
που ήταν μέσα στα τζιγκάκια στην αλουσά, τα τοποθετούσαν
στην ξυλογαϊδάρα και στους σταυρούς για να στραγγίξουν
και μετά τα ρίχνανε στο σκαφάκι, και οι εργάτριες, οι λεγό-
μενες απλώστρες, τα τοποθετούσανε κατάλληλα πάνω σε ει-
δικό χαρτί που ξετυλιγόταν με ειδικό ρολό στον οψιγιά και τα
άπλωναν.
Η δουλειά προχωρούσε, ο ήλιος έκαιγε και, για το κολα-
τσό, καθίσανε κάτω από τον ίσκιο της γέρικης ελιάς να πάρου-
νε μια ανάσα. Το φαΐ ήταν ντοματοσαλάτα με ελιές και κρομ-
μύδι, και κρασάκι από το βαρέλι του αφεντικού. Το κολατσό
ήταν σύντομο, αλλά το μεσημέρι, κατά τη μία, καθόντανε
περισσότερη ώρα και τρώγανε το κύριο γεύμα της ημέρας.
Συνήθως όσπρια και σαρδέλες παστές του κουτιού ή μπα-
καλιάρο παστό τηγανητό. Εκείνη την εποχή, ο μπακαλιάρος
ήτανε φτηνός κι ο Γιώργης τον έπαιρνε «με την μπάλα». Τον
αγόραζε από ένα χοντρομπακάλικο στη Χώρα, κατά Καμαρά-
κι μεριά. Μια μπάλα έφτανε τουλάχιστον για τρεις μήνες να
φάνε οι εργάτες και η οικογένειά του.
O γιος του Γιώργη κουβαλούσε νερό στο λαήνι, σ’ όλη τη
διάρκεια της ημέρας, και πότιζε τους εργάτες, γιατί διψούσανε
και θέλανε νερό, ο Αύγουστος ήτανε ζεστός και πολύς ιδρώ-
τας έτρεχε από τα μέτωπά τους. Περάσανε μερικές μέρες κι ο
τρύγος τέλειωσε για τ’ αμπέλια που ήτανε κοντά στο χωριό.
Έπρεπε να μεταφερθεί το συνεργείο στο μετόχι, σε μια περι-
οχή που ήταν πολλά χιλιόμετρα μακριά. Εκεί ο Γιώργης είχε
σπίτι και, αφού μεταφέρανε τα πράγματα, πήραν κι όλα τα
απαραίτητα να ξωμένουν τα βράδια εκεί.
Κι όταν βασίλευε ο ήλιος και τέλειωνε η δουλειά, το βράδυ,
στο φεγγαρόφωτο, εκάθονταν όλοι έξω από το μετόχι και εβεγ-
γερίζανε. Είχανε κι ένα lux για να φέγγουνε καλύτερα. Εκεί να
δεις γέλια και ανέκδοτα, κι οι Μυλοποταμίτισσες τραγουδού-
σανε κάτι τραγούδια μακρόσυρτα και λυπημένα. Μετά παί-
ζανε κι ένα παιγνίδι που το λέγανε «σύντεκνο». Δύο άτομα
ξαπλώνανε μπρούμυτα, με τη ράχη γυρισμένη. Ένας από την
ομήγυρη, κτυπούσε με δύναμη τον ένα από τους δύο ξαπλω-
μένους, με μια πετσέτα που στην άκρη της είχε ένα χοντρό
κόμπο. Αυτός που έτρωγε την ξυλιά έλεγε «Σύντεκνε εβα-
ρήκανέ μου». Κι ο δεύτερος απαντούσε «Ποιος είναι;». Αν
έβρισκε ποιος ήταν αυτός που τον χτύπησε, καθόταν μπρού-
μυτα αυτός που είχε μαντέψει κι έτρωγε τις ξυλιές. Μετά,
ένας παίκτης χτυπούσε τον δεύτερο, που με τη σειρά του έπρε-
πε να βρει ποιος ήταν. Έτσι κυλούσαν τα βράδια ευχάριστα,
η σοδειά ήτανε καλή κι ο τρύγος κρατούσε πολλές μέρες. Οι
εργάτες έκαναν πολλά μεροκάματα και στο τέλος του τρύγου
τούς πλήρωνε το αφεντικό κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.