Η Γιαγιά Τάρσα
Η Γιαγιά Τάρσα ήταν η ψυχή του μικρού χωριού. Με το χαμόγελό της φώτιζε τα σοκάκια και με τις ιστορίες της ανθίζανε οι καρδιές. Κάτω από τον παλιό πλάτανο στην αυλή της, έπλεκε μαγικούς κόσμους γεμάτους καλοσύνη, θάρρος και αληθινή φιλία.
Την έλεγαν «Γιαγιά Τάρσα» γιατί φορούσε πάντα μια μαύρη ρόμπα που έμοιαζε με ράσο και μια μαύρη μαντίλα στο κεφάλι, ίσως φτιαγμένη από παλιό σεντόνι. Έτσι, έμοιαζε με μοναχή, μια φιγούρα γεμάτη απλότητα και σεμνότητα.
Κάθε απόγευμα την έβρισκες στην αυλή, δίπλα στην καρούτα που έβραζε τα σταφύλια και σκόρπιζε το γλυκό άρωμα του κρασιού. Εκεί συναντιόταν με τον Καλόγερο, έναν αγαπητό άνθρωπο, που πήρε το παρατσούκλι του επειδή φορούσε πάντα ένα καπέλο, ίδιο με εκείνα των μοναχών, και καθόταν ώρες ατελείωτες σε μια πέτρα, γεμίζοντας τον αέρα με παραμύθια και αρώματα.
Μαζί έπιναν καφέ από ρεβίθι και κριθάρι, έναν καφέ τόσο φτωχικό, μα και τόσο αληθινό και περνούσαν τις ώρες τους διηγούμενοι ιστορίες του Πρωτοκλή και του Στρατοκλή σε όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Ιστορίες που ακόμα αντηχούν σαν ψίθυρος στον αέρα, για όποιον κρατά ανοιχτή την καρδιά του.
Ο Πρωτοκλής και ο Στρατοκλής
Κάποτε, σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Εύβοιας, ζούσε η γιαγιά Τάρσα. Ήταν ένα αγαπημένο πρόσωπο των παιδιών, που με τη αγάπη και τη γλυκύτητά της, έφερνε κοντά τους ανθρώπους του χωριού. Τα απογεύματα, την έβρισκες στην αυλή του Πέτρου Καλόγηρου, ανάμεσα σε πέτρινα καθίσματα και καρούτες όπου έβραζαν τα σταφύλια για κρασί.
Ο κ. Πέτρος, αγαπητός σε όλους, έμοιαζε περισσότερο με μοναχό παρά με χωρικό, καθώς φορούσε πάντα ένα φαρδύ καπέλο σαν καλόγηρο και περνούσε τις μέρες του δίπλα στη φωτιά, αφήνοντας αρώματα και ιστορίες να πλημμυρίζουν τον αέρα.
Η γιαγιά Τάρσα, αφού ετοίμαζε τον καφέ της από ρεβίθι και κριθάρι, καθόταν δίπλα του και έπλεκε ιστορίες για δύο μαγικά πλάσματα: τον Πρωτοκλή και τον Στρατοκλή.
Ο Πρωτοκλής ήταν ένας γίγαντας, τόσο ψηλός όσο τρία έλατα το ένα πάνω στο άλλο. Τα μαλλιά του θύμιζαν στάχυα χρυσά από τον ήλιο και τα μάτια του ήταν γαλάζια σαν τον ουρανό ύστερα από καταιγίδα. Ήταν ευγενικός, σοφός και πάντα έτοιμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη.
Ο Στρατοκλής, από την άλλη, ήταν ένας δράκος. Μεγάλος και πελώριος, με λέπια που άλλαζαν χρώμα ανάλογα με τη διάθεσή του: όταν ήταν χαρούμενος γίνονταν πράσινα σαν τα λιβάδια, όταν θύμωνε κοκκίνιζαν σαν το φλογερό ηλιοβασίλεμα.
Οι δύο αυτοί φίλοι ζούσαν στα βουνά που αγκάλιαζαν το χωριουδάκι. Ο Πρωτοκλής είχε τη φωλιά του σε μια σπηλιά γεμάτη κρυστάλλινα πετράδια, ενώ ο Στρατοκλής προτιμούσε τις κορυφές, όπου μπορούσε να πετά ελεύθερος και να αφήνει τη φλόγα του να φωτίζει τον νυχτερινό ουρανό.
Παρόλο που ήταν τόσο διαφορετικοί, η φιλία τους ήταν αληθινή. Ο Πρωτοκλής δίδασκε στον Στρατοκλή τη σημασία της καλοσύνης και της υπομονής, ενώ ο Στρατοκλής έμαθε στον Πρωτοκλή να γελά πιο συχνά και να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, η γιαγιά Τάρσα αφηγήθηκε στα παιδιά την ιστορία του πρώτου μεγάλου καβγά τους. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Στρατοκλής, από περιέργεια, ανακάτεψε το κήπο του Πρωτοκλή. Με τα τεράστια φτερά του, σκόρπισε τα φρεσκοφυτεμένα λουλούδια και έριξε κάτω τα κρυστάλλινα στολίδια που ο Πρωτοκλής με τόση αγάπη είχε τοποθετήσει.
Ο Πρωτοκλής, βλέποντας την καταστροφή, θύμωσε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε σαν ώριμο ρόδι και η φωνή του αντήχησε στα βουνά:
«Γιατί, Στρατοκλή; Δεν σέβεσαι τίποτα;»
Ο Στρατοκλής, νιώθοντας ντροπή και θυμό μαζί, πέταξε μακριά χωρίς να απολογηθεί. Για μέρες ο ουρανός ήταν γκρίζος και τα βουνά βυθισμένα σε σιωπή.
Όμως, κάποια νύχτα, ο Στρατοκλής άφησε ένα μικρό φωτεινό μονοπάτι από σπινθήρες που οδηγούσε στη σπηλιά του Πρωτοκλή. Πάνω σε μια πέτρα, είχε χαράξει ένα μήνυμα:
«Συγνώμη, φίλε μου. Δεν ήθελα να σε πληγώσω».
Ο Πρωτοκλής, βλέποντας το μήνυμα, χαμογέλασε. Ήξερε ότι η αληθινή φιλία χτίζεται με συγχώρεση και κατανόηση.
Έτσι, οι δύο φίλοι ξανασυναντήθηκαν και μαζί φύτεψαν ξανά τον κήπο. Aυτή τη φορά, όμως, ο Στρατοκλής φυσούσε απαλά για να ποτίζει τα λουλούδια με την πρωινή δροσιά.
Και από τότε, κάθε άνοιξη, οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν τα πιο όμορφα λουλούδια να ανθίζουν στα βουνά και ήξεραν: ο Πρωτοκλής και ο Στρατοκλής είχαν μάθει ότι η καλοσύνη και η φιλία ανθίζουν εκεί όπου οι άνθρωποι δίνουν χρόνο και αγάπη ο ένας στον άλλον.