Περιγραφή

Ο αέρας ράπιζε το πρόσωπό του και η βροχή έπεφτε πάνω του με ορμή, θαρρείς και ήθελε να τον θάψει στη λασπωμένη γη. Μετά βίας περπατούσε και κάθε βήμα μπροστά ήταν ένας αγώνας ενάντια στις βρεγμένες μπότες που ήταν ασήκωτες και στο χώμα που τον τραβούσε προς τα κάτω. Για μια στιγμή σκέφτηκε να αφεθεί στο έλεος του καιρού, να παραδοθεί στην καταιγίδα και να τον κάνει ό,τι επιθυμούσε εκείνη. Είχε κουραστεί πια. Να περπατάει και να ρωτάει, να πολεμάει και να προστατεύει ένα όνειρο που τα βράδια μεταμορφωνόταν στον χειρότερο εφιάλτη. Αλλά αντέδρασε. Έσφιξε τα δόντια και πείσμωσε, μαζεύοντας το κορμί του και σπρώχνοντας με όλη του δύναμη τα πόδια του. Οι λάσπες ακόμη αναμοχλεύονταν γύρω του και το νερό έπεφτε τώρα ακόμη πιο ορμητικό, αλλά δεν τον ενοχλούσε πια. Είχε κλείσει τα μάτια και τραγουδούσε τον σκοπό του τάγματος. Και το μυαλό του ταξίδεψε σε μια ηλιόλουστη πεδιάδα. Καβαλούσε μια μαύρη φοράδα και κυνηγούσε μια κοπέλα. Και εκείνη τον περιέπαιζε, στρίβοντας πότε αριστερά και πότε δεξιά, κάνοντας δήθεν τον αγώνα του ανώφελο. Μέχρι που η φοράδα κουράστηκε και με ένα τίναγμα τον έριξε μέσα στα λουλούδια, για να πλησιάσει την κυρά του και να δεχθεί το χάδι της στη μουσούδα του. Αργότερα ένα αεράκι υψώθηκε και άκουσε τα βούκινα, αλλά έκοψε την εικόνα εκεί. Τώρα βρισκόταν ξανά πάνω στο άλογο και έπαιζε στο λιβάδι. Εκείνα τα λίγα λεπτά απόλυτης ευτυχίας έπαιζαν ξανά και ξανά στο μυαλό του, ένας ψυχαναγκαστικός χορός που έκανε έναν κύκλο και τον αγκάλιαζε προστατευτικά από όλα τα κακά του κόσμου.

Σχόλια


Δείτε κι αυτά
Βιβλία από τον ίδιο συγγραφέα
Memorias

Memorias

Μητσόπουλος Μάριος