Αναμνήσεις δυο Μικροπαντρεμένων Γυναικών
Μπαλζάκ Ονορέ Ντε - Balzac Ono
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ι
ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ ΡΕΝΕ ΝΤΕ ΜΩΚΟΜΠ
Παρίσι, Σεπτέμβριος.
Αγαπητή μου ελαφίνα, είμαι έξω, κι εγώ! Κι αφού δε μου
έγραψες στο Μπλουά, έρχομαι πρώτη στην όμορφη συνάντη-
ση της αλληλογραφίας μας. Σήκωσε τα όμορφα μαύρα σου
μάτια από την πρώτη μου φράση και φύλαξε την έκπληξή σου
για το γράμμα στο οποίο θα σου εμπιστεύομαι τον πρώτο μου
έρωτα. Συνήθως, όλοι μιλούν για τον πρώτο έρωτα, υπάρχει
λοιπόν και δεύτερος; «Σώπα!» θα μου πεις. «Πες μου καλύ-
τερα» θα με ρωτήσεις, «πώς βγήκες από το μοναστήρι όπου
όφειλες να κάνεις ομολογία πίστης;» Αγαπητή μου, ό,τι κι αν
συμβαίνει στις Καρμελίτισσες, το θαύμα της απελευθέρωσής
μου είναι απόλυτα φυσικό. Οι κραυγές μιας τρομαγμένης συ-
νείδησης κατάφεραν να την παρασύρουν κάτω από τις διατα-
γές ενός άκαμπτου καθεστώτος, αυτό είναι όλο. Η θεία μου,
μη θέλοντας να με δει να πεθαίνω από μαρασμό, έπεισε τη μη-
τέρα μου, η οποία πίστευε ότι η περίοδος που ήμουν δόκιμη
μοναχή θα ήταν το μοναδικό φάρμακο για την ασθένειά μου.
Η σκοτεινή μελαγχολία που με κατέλαβε μετά την αναχώρησή
σου, επέσπευσε αυτή την ευτυχή εξέλιξη. Κι έτσι βρίσκομαι
στο Παρίσι, άγγελέ μου, και σε σένα οφείλω τη χαρά να βρί-
σκομαι εδώ. Ρενέ μου, αν είχες μπορέσει να με δεις την ημέρα
που βρέθηκα χωρίς τη συντροφιά σου, θα ένιωθες περήφανη
για τα τόσο έντονα συναισθήματα που έχεις εμπνεύσει σε μια
τόσο νέα καρδιά. Μαζί, έχουμε κάνει τόσα όνειρα, έχουμε τό-
σες φορές ξεδιπλώσει τα φτερά μας κι έχουμε ζήσει τόσες στιγ-
μές, που νομίζω ότι οι ψυχές μας είναι κολλημένες η μια στην
άλλη, όπως ήταν αυτές οι δυο κοπέλες από την Ουγγαρία που
ο κύριος Μπωβιζάζ μας διηγήθηκε το θάνατό τους, ο οποίος
ήταν ο πιο εκλεκτός γιατρός που έχει υπάρξει σε μοναστήρι,
παρόλο που η όψη του δεν ανταποκρίνεται στο όνομά του.
Δεν ήσουν άρρωστη τις ίδιες μέρες που ήταν άρρωστη και
η μικρούλα σου; Μέσα στη μελαγχολία μου, δεν μπορούσα
παρά ν’ αναγνωρίσω έναν-έναν όλους τους δεσμούς που μας
ενώνουν. Νόμιζα ότι είχαν σπάσει όταν απομακρυνθήκαμε,
ένιωσα αποστροφή για τη ζωή σαν τρυγόνι που χάνει το ταίρι
του, άρχισα ν’ αποζητώ τη γλύκα του θανάτου, και θα πέθαινα
σιγά-σιγά. Το να είμαι μόνη στις Καρμελίτισσες, στο Μπλουά,
θύμα του φόβου για την ομολογία πίστης μου που θα γινόταν
χωρίς τον πρόλογο της δεσποινίδας ντε Λα Βαλιέρ και χω-
ρίς τη Ρενέ μου, ήταν μια ασθένεια. Μια θανατηφόρα ασθέ-
νεια. Αυτή η μονότονη ζωή, που κάθε της ώρα συνοδεύεται
κι από ένα καθήκον, μια προσευχή, μια εργασία, κι όλα αυτά
με τέτοια ομοιομορφία, ώστε οπουδήποτε μπορούμε να γνω-
ρίζουμε τι κάνει μια καρμελίτισσα τη μια ή την άλλη ώρα, της
μέρας ή της νύχτας, αυτή η φρικτή ζωή όπου δεν έχει καμιά
σημασία αν τα πράγματα που μας περιβάλλουν υπάρχουν ή
όχι, έγινε για μας η πιο ενδιαφέρουσα: η ορμή του πνεύματός
μας δε γνώριζε όρια, η φαντασία είχε δώσει σ’ εμάς το κλειδί
του βασιλείου της, ήμαστε με τη σειρά, η μια για την άλλη,
γοητευτική οδηγός, η πιο άγρυπνη ξυπνούσε την πιο αποκοι-
μισμένη και οι ψυχές μας συναγωνίζονταν σε παιχνιδίσματα
καθώς κατακτούσαμε τον κόσμο που για μας ήταν απαγορευ-
μένος, πέρα από τους “Βίους Αγίων” που δε μας βοηθούσαν
να κατανοήσουμε την κρυφή όψη των πραγμάτων! Την ημέρα
που στερήθηκα τη γλυκιά συντροφιά σου, γινόμουν αυτό που
εμείς βλέπουμε σε μια καρμελίτισσα, μια μοντέρνα Δαναΐδα,
που αντί να προσπαθεί να γεμίσει ένα βαρέλι χωρίς πυθμένα,
κάθε μέρα βγάζει από κάποιο άγνωστο πηγάδι έναν άδειο κου-
βά, ελπίζοντας να τον δει γεμάτο. Η θεία μου αγνοούσε αυτά
που συνέβαιναν στην ψυχή μας. Δεν μπορούσε να κατανοήσει
την αποστροφή μου για τη ζωή, εκείνη που είχε κατασκευάσει
έναν ουράνιο κόσμο μέσα στα δυο στρέμματα του μοναστη-
ριού της. Για ν’ αποδεχθούμε τη θρησκευτική ζωή στην ηλικία
μας, είναι απαραίτητη μια υπερβολική απλότητα που εμείς δε
διαθέτουμε ή αυτή τη φλογερή αφοσίωση που έχει διαμορφώ-
σει τη θεία μου σε υπέροχο πλάσμα. Η θεία μου θυσιάστηκε
σ’ ένα λατρεμένο αδελφό. Μα ποιος μπορεί να θυσιαστεί σε
αγνώστους ή σε ιδέες;
Εδώ και μόλις δεκαπέντε ημέρες, τόσες τρελές κουβέντες
ξανάρχονται στο μυαλό μου, τόσοι στοχασμοί θαμμένοι στην
καρδιά, τόσες παρατηρήσεις για να συζητήσω και ιστορίες να
αφηγηθώ, που προορίζονται μόνο για σένα, ώστε χωρίς την
προσωρινή λύση των γραπτών εκμυστηρεύσεων που αντικαθι-
στούν τις αγαπημένες μας συζητήσεις, θα έσκαγα. Πόσο απα-
ραίτητη μας είναι η συναισθηματική ζωή! Σήμερα ξεκινώ το
ημερολόγιό μου καθώς φαντάζομαι ότι εσύ έχεις ήδη ξεκινή-
σει το δικό σου, ότι σε λίγες μέρες θα ζω στο βάθος της αγα-
πημένης σου κοιλάδας του Ζεμενό, για την οποία δε γνωρίζω
τίποτα εκτός από εκείνα που μου έχεις περιγράψει, ενώ εσύ θα
έρθεις να ζήσεις στο Παρίσι για το οποίο δε γνωρίζεις τίποτα
εκτός από εκείνα που έχουμε ονειρευτεί.
Έτσι λοιπόν, ομορφιά μου, ένα πρωινό που θα μείνει ση-
μαδεμένο μ’ ένα ροζ σελιδοδείκτη μέσα στο βιβλίο της ζωής
μου, έφτασε από το Παρίσι μια δεσποινίδα συνοδείας και ο
Φιλίπ, ο τελευταίος καμαριέρης της γιαγιάς μου, που είχαν
σταλεί για να με συνοδεύσουν. Όταν, αφού με πήρε στην κά-
μαρά της, η θεία μου μου ανακοίνωσε αυτό το νέο, η χαρά
μου με άφησε άφωνη και την κοίταξα αποσβολωμένη. «Παι-
δί μου» μου είπε με τη βραχνή φωνή της, «φεύγεις από κο-
ντά μου χωρίς τύψεις, αυτό το βλέπω. Όμως αυτό το αντίο
δεν είναι και το τελευταίο. Θα ξαναειδωθούμε. Ο Θεός έχει
αποτυπώσει στο μέτωπό σου το σημάδι των εκλεκτών, έχεις
την περηφάνια που οδηγεί εξίσου στον παράδεισο και στην
κόλαση, όμως έχεις πολύ μεγάλη ψυχή για να την ταπεινώ-
σεις! Σε γνωρίζω καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζεις η ίδια τον εαυτό
σου. Εσύ δε θα ζήσεις το πάθος όπως οι συνηθισμένες γυναί-
κες». Με τράβηξε απαλά κοντά της και με φίλησε στο μέτωπο,
αποθέτοντας επάνω του τη φωτιά που την κατακαίει, που έχει
σκοτεινιάσει τα γαλανά της μάτια, που έχει απαλύνει τα βλέφα-
ρά της, που έχει ρυτιδώσει τους χρυσούς κροτάφους της και
χλωμιάσει το ωραίο πρόσωπό της. Μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω.
Πριν απαντήσω της φίλησα τα χέρια. «Αγαπητή θεία» είπα,
«αν η λατρεμένη σας καλοσύνη δε με βοηθήσει να βρω τον
Παράκλητό σας, με το αγνό σώμα και την γλυκιά καρδιά, θα
χύσω τόσα δάκρυα προκειμένου να επιστρέψω, ώστε δε θα
ευχόσαστε την επιστροφή μου. Δε θέλω να γυρίσω εδώ παρά
μόνο αν προδοθώ από το δικό μου Λουδοβίκο XIV, κι αν
βρω έναν τέτοιο, μόνο ο θάνατος θα μου τον πάρει! Δε θα φο-
βηθώ καθόλου τους Μοντεσπάν». «Πηγαίνετε, τρελούτσικη»
είπε χαμογελώντας, «μην αφήσετε αυτές τις φρούδες σκέψεις
εδώ, πάρτε τις μαζί σας. Και να ξέρετε ότι είστε περισσότερο
Μοντεσπάν απ’ ό,τι Λα Βαλιέρ». Την αγκάλιασα. Η καημένη
γυναίκα δεν κρατήθηκε και με συνόδευσε στην άμαξα όπου τα
μάτια της καρφώνονταν πότε πάνω στο οικογενειακό οικόση-
μο και πότε πάνω μου.
Η νύχτα με βρήκε στο Μπωζανσύ, βουτηγμένη στην
πνευματική νάρκη που αυτός ο παράξενος αποχαιρετισμός
μου είχε προκαλέσει. Τι πρόκειται, λοιπόν, να βρω σ’ αυτό τον
κόσμο που τόσο έντονα ποθούσα; Αρχικά, δε με υποδέχθηκε
κανείς και οι ψυχικές μου προετοιμασίες πήγαν χαμένες. Η μη-
τέρα μου ήταν στο δάσος της Βουλόνης, ο πατέρας μου ήταν
στο συμβούλιο, ο αδελφός μου, ο δούκας ντε Ρετορέ δεν επι-
στρέφει στο σπίτι νωρίτερα, απ’ ό,τι μου είπαν, παρά μόνο για
ν’ αλλάξει ρούχα, λίγο πριν την ώρα του δείπνου. Η δεσποινίς
Γκρίφιθ και ο Φιλίπ με οδήγησαν στο διαμέρισμά μου.
Αυτό είναι το διαμέρισμα της πολυαγαπημένης μου για-
γιάς, της πριγκίπισσας ντε Βωρεμόν. Σ’ εκείνη χρωστώ την
όποια περιουσία μου, για την οποία κανείς δε μου έχει μιλή-
σει. Σ’ αυτό το σημείο θα καταλάβεις τη θλίψη που με κατέ-
λαβε μπαίνοντας σ’ αυτό το μέρος που ήταν καθαγιασμένο
από τις αναμνήσεις μου. Το διαμέρισμα ήταν όπως το είχε
αφήσει εκείνη! Θα κοιμόμουν στο κρεβάτι όπου είχε πεθάνει.
Καθισμένη στην άκρη της πολυθρόνας της, έκλαψα χωρίς ν’
αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήμουν μόνη, θυμήθηκα όταν συχνά
καθόμουν στα γόνατά της για να την ακούω καλύτερα. Από
κει είχα δει το πρόσωπό της ανάμεσα στις πυκνές δαντέλες,
αδυνατισμένο τόσο από τα γηρατειά όσο κι από τον πόνο της
αγωνίας. Αυτή η κάμαρα μου φάνηκε ακόμη ζεστή από τη ζε-
στασιά που εκείνη εξέπεμπε. Πώς γίνεται η δεσποινίδα Αρ-
μάντ-Λουΐζ-Μαρί ντε Σωλιέ να πρέπει, σαν χωριάτισσα, να
κοιμηθεί στο κρεβάτι της μητέρας της, σχεδόν την ημέρα του
θανάτου της; Γιατί μου φαινόταν ότι η πριγκίπισσα που είχε
πεθάνει το 1817, είχε ξεψυχήσει μόλις την προγούμενη μέρα.
Αυτή η κάμαρα μου προσέφερε αντικείμενα που δε θα έπρεπε
να βρίσκονται εκεί, πράγμα που φανέρωνε ότι οι άνθρωποι που
ασχολούνται με τις βασιλικές υποθέσεις παραμελούν τις οικο-
γενειακές και ότι μετά το θάνατό της, λίγο σκέφτηκαν αυτή την
ευγενή γυναίκα που υπήρξε μια από τις σπουδαίες γυναικείες
μορφές του δέκατου όγδοου αιώνα. Ο Φιλίπ σχεδόν κατάλαβε
το λόγο που είχα δακρύσει. Μου είπε ότι με τη διαθήκη της η
πριγκίπισσα μου είχε κληροδοτήσει τα έπιπλά της. Άλλωστε, ο
πατέρας μου είχε αφήσει τα μεγάλα διαμερίσματα στην κατά-
σταση που ήταν από την εποχή της Επανάστασης. Τότε σηκώ-
θηκα, ο Φιλίπ μου άνοιξε την πόρτα του μικρού σαλονιού που
βγάζει στην αίθουσα υποδοχής και που την ξαναβρήκα στην
ερείπωση που ήδη γνώριζα: το πάνω μέρος των θυρών που
περιείχαν πίνακες μεγάλης αξίας τώρα είναι άδεια, τα μάρμαρα
είναι σπασμένα, οι καθρέφτες λείπουν. Κάποτε, φοβόμουν ν’
ανέβω τη μεγάλη σκάλα και να διασχίσω την απέραντη ερημιά
αυτών των ψηλοτάβανων αιθουσών κι έτσι πήγαινα στο διαμέ-
ρισμα της πριγκίπισσας από μια μικρή σκάλα που κατεβαίνει
κάτω από την καμάρα της μεγάλης και που βγάζει στην κρυφή
πόρτα του ιδιαίτερου δωματίου της.
Το διαμέρισμα που αποτελείται από ένα σαλόνι, μια κρε-
βατοκάμαρα κι αυτό το ιδιαίτερο δωμάτιο σε χρυσό και ροδο-
κόκκινο χρώμα, καλύπτει την πτέρυγα της πλευράς του μνημεί-
ου των Απομάχων. Το μέγαρο χωρίζεται από τον κεντρικό
δρόμο με μια μάντρα που καλύπτεται από αναρριχώμενα φυτά
και με μια υπέροχη αλέα που τα δέντρα της ενώνουν τα κλαδιά
τους μ’ εκείνα από τις φλαμουριές της δενδροστοιχίας του
δρόμου. Αν δεν υπήρχε ο χρυσογάλανος θόλος και οι γκρίζοι
όγκοι του μνημείου των Απομάχων, θα νόμιζε κανείς ότι βρί-
σκεται σε δάσος. Το ύφος αυτών των τριών δωματίων και η
θέση τους, αποκαλύπτουν το παλιό επίσημο διαμέρισμα των
δουκισσών ντε Σωλιέ. Εκείνο των δουκών θα πρέπει να βρί-
σκεται στην απέναντι πτέρυγα. Αυτές οι δύο πτέρυγες χωρίζο-
νται ευπρεπώς από τα δυο κύρια μέρη του οικήματος κι από
την πτέρυγα της πρόσοψης, όπου βρίσκονται αυτές οι μεγάλες
σκοτεινές αίθουσες που δημιουργούν αντήχηση και που ο Φι-
λίπ μου τις έδειξε απογυμνωμένες από τη λάμψη τους, έτσι
όπως τις είχα δει όταν ήμουν ακόμη παιδί.