Το Κρίνο στην Κοιλάδα
Μπαλζάκ Ονορέ Ντε - Balzac Ono
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ι
Οι δυο παιδικές ηλικίες
Σε ποιο ταλέντο θρεμμένο με δάκρυα θα οφείλουμε μια
μέρα την πιο συγκινητική ελεγεία, την απεικόνιση των βασά-
νων που υποβάλλονται οι ψυχές, που με τις ευαίσθητες ακό-
μα ρίζες τους δεν συναντούν παρά μόνο σκληρά χαλίκια μέσα
στο έδαφος του σπιτιού τους, που τα πρώτα τους φυλλώματα
σχίζονται από χέρια γεμάτα μίσος, που τ’ άνθη τους αγγίζει ο
πάγος τη στιγμή που ανοίγουν; Ποιος ποιητής θα μας μιλήσει
για τους πόνους του παιδιού που θηλάζει έναν πικρό μαστό
και που τα χαμόγελά του επιπλήττει η τρομακτική φλόγα ενός
αυστηρού ματιού; Η φανταστική εικόνα που θα αναπαριστού-
σε αυτές τις φτωχές καρδιές, τις καταπιεσμένες από τα πλά-
σματα γύρω τους, για να ευνοηθεί η ανάπτυξη της ευαισθησίας
τους, θα ήταν η πραγματική ιστορία της νεότητάς μου. Ποια
ματαιοδοξία θα μπορούσα να πληγώσω, εγώ νεογέννητος; Τι
το άχαρο στο σώμα ή το πνεύμα μου είχα, για να αξίζω την
ψυχρότητα της μητέρας μου; Ήμουν λοιπόν το παιδί που έγινε
από καθήκον, αυτό που η γέννησή του ήταν τυχαία ή αυτό
που η ζωή του είναι μία μομφή; Με μια τροφό στην επαρχία,
ξεχασμένος από την οικογένειά μου για τρία χρόνια, όταν επέ-
στρεψα στο πατρικό μου, τόσο λίγο με υπολόγιζαν που προ-
καλούσα τη συμπόνια. Δεν γνώριζα ούτε το συναίσθημα ούτε
την ευτυχία κι έτσι κατάφερα να ορθωθώ απ’ αυτή την πρώτη
πτώση: σ’ εμένα το παιδί αγνοεί και ο άνδρας δεν ξέρει τίποτα.
Μακράν από το να απαλύνουν τη μοίρα μου, ο αδελφός μου
και οι δυο αδελφές μου διασκέδαζαν κάνοντάς με να υποφέ-
ρω. Η συμφωνία, που από αρετή τα παιδιά κρύβουν τις μι-
κρές παρεκτροπές τους και που τους μαθαίνει την εντιμότητα,
για εμένα δεν υπήρχε. Επιπλέον, συχνά με τιμωρούσαν για τα
λάθη του αδελφού μου χωρίς να μπορώ να παραπονεθώ γι’
αυτή την αδικία. Η κολακεία, που τα παιδιά δεν έχουν ακόμα
καλλιεργήσει, τα έκανε να συμμετέχουν σε καταδιώξεις που με
συνέθλιβαν, για να κερδίσουν το έλεος μιας μητέρας που αμ-
φισβητούσαν εξίσου. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της τάσης τους
για μίμηση; Ήταν ανάγκη να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους ή
έλλειψη οίκτου; Ίσως όλοι αυτοί οι λόγοι μαζί μ’ έκαναν να
στερηθώ τη γλύκα της αδελφικότητας. Ήδη αποκληρωμένος
από κάθε στοργικότητα δεν μπορούσα ν’ αγαπήσω τίποτα. Και
η φύση με είχε κάνει φιλόστοργο! Μήπως ένα άγγελος πε-
ρισυλλέγει τους αναστεναγμούς αυτής της, χωρίς σταματημό,
απωθημένης ευαισθησίας; Αν σε κάποιες ψυχές τα παραγνω-
ρισμένα αισθήματα μετατρέπονται σε μίσος, στη δική μου συ-
γκεντρώνονταν και έσκαβαν μια κοίτη απ’ όπου αργότερα ανά-
βλυζαν στη ζωή μου. Ανάλογα με το χαρακτήρα, η συνήθεια
να τρέμεις αποδυναμώνει το ένστικτο, γεννά το φόβο και ο
φόβος σε αναγκάζει πάντα να υποχωρείς. Απ’ αυτό προέρχεται
μία αδυναμία που εκφυλίζει τον άνθρωπο και του μεταφέρει
κάτι από το σκλάβο. Όμως αυτά τα συνεχόμενα βάσανα με
συνήθισαν να ξεδιπλώνω μια δύναμη, που μεγάλωνε από τις
δοκιμασίες και προετοίμαζε την ψυχή μου για την πνευματι-
κή αντοχή. Περιμένοντας καθημερινά κι έναν καινούριο πόνο,
όπως οι μάρτυρες περίμεναν ένα καινούριο χτύπημα, όλη μου
η ύπαρξη έπρεπε να εκφράζει μία μελαγχολική καρτερία που
έσβηνε την ορμή και την χάρη της νεότητας, συμπεριφορά που
περνιόταν για σύμπτωμα ηλιθιότητας και δικαιολογούσε τις
θλιβερές προγνώσεις της μητέρας μου. Η βεβαιότητα γι’ αυτές
τις αδικίες διέγειρε πρόωρα στην ψυχή μου την περηφάνια,
αυτόν τον καρπό της λογικής, που χωρίς αμφιβολία εμπόδισε
τις κακές κλίσεις, που μια παρόμοια αγωγή θα είχε ενθαρρύνει.
Αν και παραμελημένος από την μητέρα μου, κάποιες φορές γι-
νόμουν το αντικείμενο των τύψεών της. Κάθε τόσο μιλούσε για
τη μόρφωσή μου και δήλωνε την επιθυμία ν’ ασχοληθεί η ίδια
μ’ αυτήν. Με έπιαναν τότε φρικτά ρίγη καθώς συλλογιζόμουν
τον πόνο που θα μου προκαλούσε η καθημερινή επαφή μαζί
της. Μακάριζα την εγκατάλειψή μου κι ένιωθα ευτυχισμένος
που μπορούσα να μένω στον κήπο και να παίζω με τα χαλίκια,
να παρατηρώ τα έντομα, να κοιτάζω το γαλανό στερέωμα. Αν
και η απομόνωση έπρεπε να με μεταφέρει στην ονειροπόληση,
το ενδιαφέρον μου για την ενατένιση προκλήθηκε έπειτα από
μια περιπέτεια που θα σας περιγράψει τα πρώτα μου βάσανα.
Τόσο λίγο γινόταν λόγος για μένα που συχνά η γκουβερνάντα
ξεχνούσε να με βάλει για ύπνο. Ένα βράδυ, ήσυχα κουλου-
ριασμένος κάτω από μια συκιά, κοιτούσα ένα αστέρι μ’ εκείνο
το περίεργο πάθος που κυριεύει τα παιδιά και στο οποίο η
πρόωρη μελαγχολία μου προσέθετε ένα είδος συναισθηματι-
κής ευφυΐας. Οι αδελφές μου διασκέδαζαν και φώναζαν, εγώ
άκουγα το θόρυβο που έκαναν από μακριά σαν μια μουσική
συνοδεία στις σκέψεις μου. Ο θόρυβος σταμάτησε, η νύχτα
ήρθε. Τυχαία η μητέρα μου αντιλήφθηκε την απουσία μου.
Για ν’ αποφύγει την επίπληξη, η γκουβερνάντα μας, μια τρομε-
ρή δεσποινίδα Καρολίν, δικαιολόγησε τους ψεύτικους φόβους
της μητέρας μου ισχυριζόμενη ότι το σπίτι μου προκαλούσε
απέχθεια. Ότι αν δεν επαγρυπνούσε θα είχα ήδη δραπετεύσει.
Ότι δεν ήμουν ηλίθιος αλλά υποκριτής. Ότι απ’ όλα τα παιδιά
που είχε αναλάβει να φροντίζει, δεν είχε ποτέ γνωρίσει κάποιο
με τόσο κακές διαθέσεις σαν εμένα. Προσποιήθηκε ότι με
έψαχνε, με φώναξε, εγώ απάντησα. Ήρθε στη συκιά που ήξερε
ότι ήμουν. «Τί κάνετε, λοιπόν, εκεί;» μου είπε. «Κοιτούσα ένα
αστέρι». «Δεν κοιτούσατε ένα αστέρι» είπε η μητέρα μου που
μας άκουγε ψηλά από το μπαλκόνι της, «γνωρίζετε αστρονομία
στην ηλικία σας;» «Aχ! κυρία» φώναξε η δεσποινίδα Καρολίν,
«άνοιξε τη βρύση της δεξαμενής και ο κήπος πλημμύρισε!»
Το έμαθαν όλοι. Οι αδελφές μου διασκέδαζαν ν’ ανοίγουν
τη βρύση και να βλέπουν το νερό να τρέχει. Όμως έκπληκτες
από έναν πήδακα νερού που τις μούσκεψε, έχασαν το μυαλό
τους και έφυγαν τρέχοντας χωρίς να μπορέσουν να κλείσουν τη
βρύση. Προσβεβλημένος καθώς προσπαθούσαν να με πείσουν
ότι είχα επινοήσει αυτή την κατεργαριά, κατηγορούμενος για
ψέματα όταν προσπαθούσα να τους βεβαιώσω για την αθω-
ότητά μου, τιμωρήθηκα αυστηρά. Μα τι φοβερή ποινή! Με
χλεύασαν για την αγάπη μου για τ’ αστέρια και η μητέρα μου
μου απαγόρευσε να μένω στον κήπο το βράδυ. Οι τυραννικές
απαγορεύσεις, κεντρίζουν ακόμη περισσότερο το πάθος στα
παιδιά παρά στους μεγάλους. Τα παιδιά έχουν το προνόμιο
να μη σκέφτονται παρά μόνο το αντικείμενο της απαγόρευσης,
που τους ασκεί ακαταμάχητη έλξη. Τιμωρούμουν λοιπόν συ-
χνά για το αστέρι μου. Μην μπορώντας να εμπιστευτώ κανέ-
ναν, του έλεγα τους καημούς μου, μ’ αυτό το γλυκό εσωτερικό
κελάηδημα που ένα παιδί τραυλίζει τις πρώτες του σκέψεις,
όπως άλλοτε τραύλισε τις πρώτες του λέξεις. Στην ηλικία των
δώδεκα ετών, στο κολέγιο, ακόμη αναπολούσα αυτές τις στιγ-
μές νιώθοντας ανείπωτη απόλαυση. Τόσο οι εντυπώσεις της
αυγής της ζωής αφήνουν βαθιές χαρακιές στην καρδιά.
Πέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ο Σαρλ ήταν τόσο
όμορφο παιδί όσο όμορφος άνδρας είναι τώρα. Ήταν ο προ-
νομιούχος του πατέρα μου, η αγάπη της μητέρας μου, η ελπί-
δα της οικογενείας μου, συνεπώς ο βασιλιάς του σπιτιού. Κα-
λοφτιαγμένος και εύρωστος είχε έναν οικοδιδάσκαλο. Εγώ,
ισχνός και καχεκτικός, όταν έγινα πέντε χρόνων μ’ έστειλαν σαν
εξωτερικό σε ένα οικοτροφείο της πόλης, όπου με οδηγούσε
το πρωί και με επέστρεφε το βράδυ ο καμαριέρης του πατέρα
μου. Έφευγα παίρνοντας μαζί μου ένα καλάθι με λίγα εφόδια
ενώ οι συμμαθητές μου έφερναν άφθονες προμήθειες. Αυτή η
αντίθεση ανάμεσα στην ένδειά μου και τον πλούτο τους, γέν-
νησε χίλιες οδύνες. Τα διάσημα πατέ της Τουρ ήταν το βασικό
στοιχείο του γεύματος που απολαμβάναμε στο μέσον της ημέ-
ρας, ανάμεσα στο πρωινό και το βραδινό, στο σπίτι, που η
ώρα του συνέπιπτε με την επιστροφή μας. Αυτό το παρασκεύ-
ασμα, υπερεκτιμημένο από κάποιους λαίμαργους, εμφανίζεται
σπάνια στην Τουρ στα αριστοκρατικά τραπέζια. Αν και είχα
ακούσει να μιλούν γι΄ αυτό πριν μπω στο οικοτροφείο, δεν
είχα ποτέ τη χαρά να γευτώ μια φέτα ψωμί αλειμμένη μ’ αυτή
την καφέ μαρμελάδα. Όμως ακόμα κι αν δεν ήταν μόδα στο
οικοτροφείο, η επιθυμία μου γι΄ αυτό δε θα ήταν λιγότερο
έντονη, γιατί είχε γίνει μια έμμονη ιδέα, όμοια με την επιθυμία
που ενέπνεαν σε μία από τις πιο κομψές δούκισες του Παρι-
σιού, τα ραγού που μαγείρευαν οι πορτιέρισσες και που χάρη
στη θέση της, ικανοποιούσε. Τα παιδιά μαντεύουν τη σφοδρή
επιθυμία στο βλέμμα, τόσο καλά όσο εσείς διαβάζετε τον έρω-
τα. Έγινα λοιπόν ένα εξαιρετικό αντικείμενο κοροϊδίας. Οι
συμμαθητές μου, που σχεδόν όλοι ανήκαν στη μικροαστική
τάξη, έρχονταν να μου παρουσιάσουν τα εξαίσια πατέ τους
ρωτώντας με αν ήξερα πώς παρασκευάζονται, πού πωλούνταν,
γιατί δεν είχα κι εγώ. Γλείφονταν παινεύοντας τα πατέ τους,
αυτά τα κομματάκια χοιρινού σωταρισμένα σε λίπος που μοιά-
ζουν με ψητές τρούφες. Έλεγχαν το καλάθι μου, δεν έβρισκαν
παρά τα τυριά Ολιβέτ ή ξηρά φρούτα και με σκότωναν μ’ ένα:
«Tίποτα δεν έχεις;» που μ’ έμαθε να μετρώ τη διαφορά ανάμε-
σα στον αδελφό μου κι εμένα. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην
εγκατάλειψή μου και την ευτυχία των άλλων, αμαύρωσε τα
ρόδα της παιδικής μου ηλικίας και μάρανε τη χλοερή νιότη
μου. Την πρώτη φορά που, θύμα ενός γενναιόδωρου συναι-
σθήματος, άπλωσα το χέρι μου για να δεχτώ την λιχουδιά που
τόσο επιθυμούσα και που μου προσφέρθηκε με υποκριτική
διάθεση, ο απατεώνας τράβηξε τη φέτα του ψωμιού κάνοντας
τους συμμαθητές να ξεσπάσουν σε γέλια καθώς είχαν προβλέ-
ψει αυτή την κίνηση. Αν τα πιο ξεχωριστά πνεύματα είναι προ-
σηνή στη ματαιοδοξία, πώς να μην συγχωρέσεις το παιδί που
κλαίει όταν νιώθει πως το περιφρονούν, πως το χλευάζουν; Σ΄
αυτό το παιχνίδι, πόσα παιδιά θα είχαν γίνει λαίμαργα, δειλά,
επαίτες! Για να αποφύγω αυτές τις ενοχλήσεις πάλεψα. Η γεν-
ναιότητα που μου έδινε η απελπισία με έκανε επικίνδυνο, όμως
έγινα αντικείμενο μίσους και έμεινα αβοήθητος απέναντι στις
προδοσίες. Ένα βράδυ βγαίνοντας, μου ήρθε στην πλάτη ένα
χτύπημα από ένα μαντήλι τυλιγμένο και γεμάτο με χαλίκια.
Όταν ο καμαριέρης, που με εκδικήθηκε σκληρά, έκανε γνωστό
το συμβάν στην μητέρα μου, εκείνη φώναξε: «Αυτό το καταρα-
μένο παιδί μόνο λύπες μας δίνει!» Άρχισα να νιώθω μια φοβε-
ρή δυσπιστία για τον ίδιο μου τον εαυτό, βλέποντας την απέ-
χθεια που προκαλούσα στην οικογένεια. Εκεί, όπως και στο
σπίτι, κλεινόμουν στον εαυτό μου. Μια δεύτερη χιονόπτωση
καθυστέρησε την άνθιση της σποράς στην ψυχή μου. Αυτοί
που έβλεπα να αγαπιούνται ήταν πραγματικοί κατεργάρηδες, η
περηφάνια μου στηρίχτηκε σε αυτή την παρατήρηση, παρέμει-
να μόνος. Έτσι εξακολουθούσε να είναι αδύνατο να ξεδιπλώ-
σω τα συναισθήματα που πλούτιζαν την καρδιά μου. Βλέπο-
ντάς με συνεχώς σκυθρωπό, μισητό, μοναχικό, ο δάσκαλος
ενίσχυσε τις λανθασμένες υποψίες που είχε η οικογένειά μου,
για την κακή μου φύση. Μόλις έμαθα να γράφω και να διαβά-
ζω, η μητέρα μου με πήγε στο Πον-λε-Βουά, ορατοριανό κο-
λέγιο που δεχόταν παιδιά της ηλικίας μου στην τάξη των Λα-
τινικών βημάτων, όπου παρακολουθούσαν και μαθητές που η
καθυστερημένη τους πνευματική ανάπτυξη δεν τους επέτρεπε
την εκμάθηση στοιχειωδών μαθημάτων. Έμεινα εκεί οκτώ
χρόνια, χωρίς να βλέπω κανέναν, διάγοντας μια ζωή παρία. Να
πώς και γιατί. Δεν είχα παρά τρία φράγκα το μήνα για τις μι-
κροαπολαύσεις, ποσό που μόλις αρκούσε για πένες, χάρακες,
μελάνι και χαρτί που ήταν στα έξοδά μας. Έτσι, μην μπορώ-
ντας ν’ αγοράσω ξυλοπόδαρα, ούτε σχοινί, ούτε τίποτα από
εκείνα που ήταν απαραίτητα για τη διασκέδαση στο κολέγιο,
ήμουν έξω από τα παιχνίδια. Για να με δεχτούν έπρεπε να κο-
λακεύω τους πλούσιους ή τους δυνατούς της ομάδας μου.
Ακόμα και η μικρότερη από αυτές τις χάρες, που τόσο εύκολα
επιτρέπουν τα παιδιά, έκανε την καρδιά μου να σκιρτά. Καθό-
μουν κάτω από ένα δέντρο, χαμένος σε λυπημένες ονειροπο-
λήσεις, εκεί διάβαζα τα βιβλία που μας μοίραζε κάθε μήνα ο
βιβλιοθηκάριος. Πόσες λύπες κρύβονταν στο βάθος αυτής της
τερατώδους μοναχικότητας, τι αγωνίες γεννούσε η εγκατάλει-
ψή μου! Φανταστείτε αυτό που αισθάνθηκε η τρυφερή καρδιά
μου στην πρώτη απονομή βραβείων, όπου μου απένειμαν τα
δύο πιο σπουδαία, το βραβείο της έκθεσης και της μετάφρα-
σης. Πηγαίνοντας να τα παραλάβω στο αμφιθέατρο, μέσα στις
επευφημίες και τις τυμπανοκρουσίες, δεν είχα ούτε τον πατέρα
μου ούτε τη μητέρα μου για να το γιορτάσουν, ενώ το κοινό
ήταν γεμάτο από τους γονείς όλων των συμμαθητών μου. Αντί
να φιλήσω τον απονομέα, όπως συνηθιζόταν, έπεσα στην
αγκαλιά του και ξέσπασα σε δάκρυα. Το βράδυ, έκαψα τα στε-
φάνια μου στη σόμπα. Οι γονείς, διέμεναν στην πόλη κατά την
εβδομάδα των διαγωνισμάτων που προηγούνταν της απονο-
μής κι έτσι οι συμμαθητές μου το έσκαγαν χαρούμενοι τα
πρωινά. Ενώ εγώ, που οι γονείς μου ήταν λίγες λεύγες μακρύ-
τερα, έμενα στο σχολείο με του Υπερατλαντικούς, όνομα που
είχαν δώσει στους μαθητές που οι οικογένειές τους βρίσκο-
νταν στα νησιά ή στο εξωτερικό.