Μια Θέση στον Ηλιο Ζητήσαμε
Λέπουρας Στέφανος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Ο Ανδρέας γεννήθηκε σ’ ένα χωριό κοντά στην Αμαλιάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Δύσκολη εποχή, μόλις είχε τελειώσει η κατοχή. Η χώρα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της, όμως αυτές μένανε ανοιχτές κι αιμορραγούσαν. Ποιος θα κυβερνήσει αυτή την έρημη χώρα; Το πάνω χέρι το είχε ο ΕΛΑΣ, που με την αντιστασιακή του δράση είχε ανέβει στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων. Όμως από το άλλο μέρος η συντηρητική παράταξη είχε το δικό της κόσμο. Από την προπολεμική περίοδο και την εποχή του εθνικού διχα-σμού είχε παγιωθεί μια αντιπαλότητα μεταξύ των συντηρητι-κών, που τους εξέφραζαν οι βασιλόφρονες και των φιλελευ-θέρων, που ακολουθούσαν τις ιδέες του Ελευθέριου Βενιζέ-λου. Τώρα, μια νέα ιδεολογία, η κομμουνιστική, ήρθε να τα-ράξει τα νερά και να δημιουργήσει καινούρια δεδομένα. Δεν ήταν άγνωστη, ούτε εντελώς νέα. Από το 1917, μετά την επι-κράτηση της Ρωσικής Επανάστασης και την παγίωση του κα-θεστώτος στη Ρωσία οι λαοί άρχισαν να ψάχνονται. Στην Ελλάδα, μετά τις αλλεπάλληλες ανακατατάξεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική καταστροφή, τα πράγματα ήταν θολά. Η αποκατάσταση των προσφύγων, η Βενιζελική τετραετία 1928-1932, η πτώση και η εξορία του, η δικτατορία του Μεταξά και η επάνοδος της βασιλείας, η κατοχή, όλα αυτά είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση αβεβαιότητας για το τι μέλλει γενέσθαι μετά την απελευθέρωση.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γεννήθηκε ο Ανδρέας, ανυποψίαστος, όπως κάθε νεογέννητο, για τον κόσμο μέσα στον οποίο καλείται να ζήσει. Το περιβάλλον γύρω του φτωχικό και ελαφρώς πρωτόγονο. Όμως σε σχέση με τα παιδιά που γεννήθη-καν την ίδια χρονική περίοδο, είχε ένα σημαντικό πλεονέκτη-μα. Δεν του έλειπε ούτε το φαγητό, ούτε τα κατάλληλα ρούχα, ούτε η αγάπη των δικών του. Ο πατέρας του ο Αποστόλης Παπαγιαννόπουλος διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο στη γειτονιά και μ’ αυτό το μαγαζί κατάφερνε να συντηρεί την οικογένειά του στη διάρκεια της κατοχής. Προνομιούχο επάγγελμα γι’ αυτή την εποχή, που η διατροφή αποτελούσε το πρω-ταρχικό μέλημα. Με τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις του κατάφερνε να έχει πάντα λίγο εμπόρευμα και να συντηρεί τη γειτονιά αλλά και το σπιτικό του. Το πιο επικερδές εμπόριό του ήταν τα λάδια, που προμηθευόταν από τους παραγωγούς της περιοχής, άλλοτε νόμιμα κι άλλοτε παράνομα και τα διέθετε με τρόπο, που άλλοι το θεωρούσαν ευεργεσία και άλλοι μαυραγορίτικο εμπόριο. Με τους κατακτητές δεν είχε ιδιαίτε-ρες σχέσεις, αλλά προσπαθούσε πάντα να είναι νομοταγής και να μην τους προκαλεί. Με τη διορισμένη τοπική εξουσία οι σχέσεις του ήταν άριστες. Δεξιός κατά συνείδηση πίστευε ότι κάθε λογικός και εχέφρων άνθρωπος θα πρέπει να τα έχει κα-λά με την κάθε μορφής εξουσία, να κοιτάει την οικογένειά του και τίποτα περισσότερο, να είναι καλός χριστιανός και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει και να πετύχει βασιζόμενος στις καλές σχέσεις με τους κρατούντες. Στην ουσία ο κυρ Αποστόλης ήταν πολιτικός, χωρίς ο ίδιος καλά καλά να το έχει συνειδητοποιήσει. Διέθετε πολιτικό λόγο και λόγω της πελατειακής σχέσης του με τους συγχωριανούς του είχε τη δυνατότητα να επηρεάζει καταστάσεις. Υποστήριζε φυσικά το βασιλιά και αισθανόταν υπερήφανος που ανήκε σ’ αυτόν το λαμπερό χώρο.
Ο μικρός Ανδρέας δεν είχε να ζηλέψει πολλά πράγματα από τα πλουσιόπαιδα της εποχής του. Μοναχογιός, με μια μάνα που τον υπεραγαπούσε κι έναν πατέρα που τον καμάρωνε σαν να ήταν πριγκιπόπουλο. Η δουλειά μετά την απελευθέρωση άρχισε να στρώνει και μόνο η πολιτική κατάσταση ήταν ασταθής και εγκυμονούσε κινδύνους. Ο κυρ Αποστόλης τα συζητούσε με τους συντοπίτες του στο μαγαζί.
- Πώς τα βλέπεις τα πράματα βρε Αποστόλη, εσύ που νταραβερίζεσαι με κόσμο;
- Τι να σας πω βρε παιδιά… Σκούρα είναι. Θ’ αφήσουνε αυτοί οι συμμορίτες να φτιάξομε κράτος δικαίου; Δεν τους βλέ-πετε με τι τουπέ κυκλοφορούνε;
Κάποιος θέλησε να φέρει αντίρρηση:
- Με ποιους θα κάνομε κράτος δικαίου; Με τους δοσίλογους και τους μαυραγορίτες;
Οι άλλοι δαγκώθηκαν, γιατί αυτό ήτανε σπόντα κατευθείαν για τον κυρ Απόστολο. Όμως εκείνος απτόητος πέρασε στην αντεπίθεση.
- Τι θες να πεις Παναγιώτη; Ξέχασες τους ντενεκέδες το λάδι που σου έφερνα στο σπίτι και σώθηκε απ’ την πείνα η οικογένειά σου;
- Δεν τα ξέχασα Απόστολε, αλλά δε μου τα χάριζες. Με το αζημίωτο τα έφερνες και μάλιστα με τσιμπημένες τιμές.
- Κι εγώ με τι τιμές τα αγόραζα; Νομίζεις ότι μου τα χαρίζα-νε; Θα μπορούσα να τα δίνω στους Γερμανούς και να μου δίνανε ό,τι ήθελα. Εγώ όμως προτιμούσα να τα δίνω στους πατριώτες με κίνδυνο της ζωής μου καμιά φορά.
- Καλά βρε παιδιά μην τσακωνόσαστε τώρα, επενέβη ο ψυ-χραιμότερος. Εγώ πάντως βλέπω ότι τώρα που θα έρθει ο Βασιλεύς από την Αίγυπτο τα πράγματα θα μπούνε σε μια τάξη.
- Τι λες μπάρμπα Πέτρο; Ξέρεις ποιόνε ετοιμάζουνε για Πρωθυπουργό; Το Γεώργιο Παπανδρέου, αυτό το απομεινάδι του Bενιζελισμού.
- Ναι, αλλά όπως φαίνεται τα έχουνε βρει με το Βασιλέα και θα κάνουνε συνεργασία. Μήπως ο Βενιζέλος δεν τα είχε βρει με το Βασιλέα Γεώργιο και κέρδισαν τους πολέμους του ’12 και του ’13; Άλλο αν αργότερα τα κάνανε μούσκεμα και φτά-σαμε στη Μικρασιατική καταστροφή.
- Εσύ μπάρμπα Πέτρο τα θυμάσαι, γιατί τα έζησες.
- Και βέβαια τα έζησα. Μέχρι το Σαγγάριο ποταμό έφτασα.
Ο κυρ Αποστόλης φοβούμενος ότι ο γέρος θ’ αρχίσει τις ιστορίες, τον διέκοψε.
- Αφήστε τα τώρα αυτά. Σήμερα να δούμε τι θα κάνομε. Προβλέπω ότι θα σκοτωθούμε αναμεταξύ μας.