Η Ψαριά
Λέπουρας Στέφανος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


 Ο ήλιος χτυπάει αλύπητα το μικρό μουράγιο. Ο Στάθης ο ψαράς χωρίς καπέλο και με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του, μπαλώνει τα απλωμένα πάνω στο τσιμέντο δίχτυα του. Από το απέναντι μπαλκονάκι η Μαρίνα, η γυναίκα του φίλου του του  Αποστόλη τον παρακολουθεί.


- Βάλε βρε κάτι στο κεφάλι σου, θα πάθεις ηλίαση.

Εκείνος συνεχίζει τη δουλειά του χωρίς να της δώσει απάντηση κι αυτή παίρνει ένα παλιό ψάθινο καπέλο του άνδρα της και κατεβαίνει κάτω. Πάει σιγά σιγά από πίσω του και χωρίς να την καταλάβει του το φοράει. Ξαφνιασμένος της βάζει τις φωνές.

- Άει παράτα με και συ μεσημεριάτικα, να μη σου πω καμιά βαριά κουβέντα.

- Εγώ βρε για σένα το κάνω. Το ξέρεις ότι έχεις κοκκινίσει κι έχεις γίνει σαν παντζάρι; Θα πάθεις καμιά ζημιά έτσι που κάνεις.

- Έχε χάρη που είσαι η γυναίκα του καλύτερου φίλου μου, αλλιώς θα σ’ έστελνα στο γέρο διάολο. 

Ο Στάθης συνεχίζει το μπάλωμα, χωρίς να βγάλει το καπέλο και η Μαρίνα γυρίζει στο μπαλκόνι της. Ο ήλιος έχει γείρει προς τη δύση και στο μπαλκονάκι έχει δροσούλα. Ο γραίγος έχει αρχίσει να στέλνει τη δροσιά του στο μικρό νησιώτικο λιμάνι. Η θάλασσα ήρεμη με μικρές ανατριχίλες από το απαλό αεράκι κι οι βάρκες δεμένες στο μουράγιο έχουν επιδοθεί σ’ ένα αργό μεθυστικό λίκνισμα. Η απέναντι πλευρά άγονη και ξερή, ένα βουναλάκι κατεβαίνει ομαλά μέχρι τη θάλασσα και εκτείνεται μέχρι πέρα το φάρο και το εκκλησάκι του Άη Νικόλα. Στα δεξιά η απλόχωρη αμμουδιά. Το χωριό, κτισμένο από αρχαιοτάτων χρόνων με ανατολικό προσανατολισμό, προσφέρει στους λιγοστούς κατοίκους του υγιεινό κλίμα με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι, που το απολαμβάνουν και οι καλοκαιρινοί επισκέπτες του. Τα σπιτάκια στη σειρά κατά μήκος της παραλίας μοιάζουν με ζωγραφιά και η εκκλησία με τον κόκκινο τρούλο και το ψηλό καμπαναριό δίνει τον τόνο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα παραλιακά μαγαζιά μόλις πέσει ο ήλιος αρχίζουν να βγάζουν τα τραπεζάκια έξω και οι πρώτοι περιπατητές της παραλίας κάνουν την εμφάνισή τους.

Το τρεχαντήρι του Στάθη η «ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ» πλαγιοδετημένο στο μουράγιο δίπλα στα απλωμένα δίχτυα, είναι έτοιμο για την καθημερινή καλάδα. Ο Στάθης μαζεύει τα δίχτυα και τα ακουμπά στην πλώρη. Η Μαρίνα από απέναντι βλέποντας ότι τέλειωσε τη δουλειά του, τον φωνάζει για καφέ κι εκείνος πάει με ευχαρίστηση. Καθισμένοι στο μπαλκόνι συζητούν.

- Τι έγινε ο φίλος μου; Πού τον έστειλες πάλι;

- Πάει στο περιβόλι του αδελφού του να πάρει καμιά ντομάτα και κανένα ζαρζαβατικό. Βλέπεις εμείς πέρα απ’ αυτό το σπιτάκι δεν έχομε άλλο τίποτα.

- Αφού μένετε στην Αθήνα. Δε λες που έχετε κι αυτό και παραθερίζετε…

- Εντάξει, δεν έχω παράπονο. Κι ο Αποστόλης καλός είναι κι έχουμε και σένα, που μας φέρνεις φρέσκο ψάρι. Μόνο που ακόμα είσαι μαγκούφης και δε λες να παντρευτείς.

- Πώς να παντρευτώ ρε Μαρίνα, δε βλέπεις τι γίνεται; Ξενυχτάνε όλες κάθε βράδυ και το πρωί γυρνάνε μεθυσμένες. Τις βλέπω όταν γυρίζω νωρίς από το ψάρεμα.

- Έλα καημένε…. Δεν είναι έτσι όλα τα κορίτσια. Εσύ είσαι κακοβέζουλος και υποχόνδριος.

- Αν είναι να με βρίζεις και να μου βγάλεις ξινό τον καφέ, καλύτερα να φύγω.

- Εγώ στα λέω γιατί σ’ αγαπώ βρε…

- Έχε χάρη που είσαι γυναίκα του φίλου μου, αλλιώς…

- Τι αλλιώς; Για πες;

- Τίποτα. Πάω τώρα να ρίξω τα δίχτυα και το πρωί να τα σηκώσω, να δούμε τι ψάρια θα πιάσομε.

- Άντε και καλή ψαριά.

- Αυτό να μην το ξαναπείς, γιατί μου φέρνει γρουσουζιά.

- Καλά βρε παράξενε…

Το τρεχαντηράκι καμαρωτό βγαίνει έξω απ’ το λιμάνι αφήνοντας πίσω του τούφες καπνού κι ένα αφρισμένο διάδρομο καθώς σκίζει τα ήρεμα νερά. Η Μαρίνα το παρακολουθεί μέχρι να βγει έξω από τον κάβο. Πολύ τον συμπαθεί αυτόν τον Στάθη, που παλεύει με τα κύματα και τα θεριά της θάλασσας. Της έχει πει ότι συναντάει συχνά σκύλους, σκυλόψαρα δηλαδή, σμέρνες, ξιφίες κι άλλα μεγάλα ψάρια και ποτέ του..